-
101 боровок печи
ο εσωτερικός προφυλακτήρας θύρας του κλιβάνουο βωμός του κλιβάνου, το μουρέτο (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > боровок печи
-
102 алтарь
алтарьм1. (в церкви) τό ἱερόν2. (жертвенник) ὁ βωμός, τό θυσιαστήριο. -
103 жертвенник
жертв||енникм ὁ βωμός, τό θυσιαστή ριο[ν] / τό Άγιον Βήμα (в алтаре). -
104 θυσιαστήριον
жертвенник, алтарь; син. (βωμός); LXX: (מִזְבּחַ).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θυσιαστήριον
-
105 βωμοίο
-
106 βωμοῖο
-
107 βωμοίς
-
108 βωμοῖς
-
109 βωμοίσι
-
110 βωμοῖσι
-
111 βωμοίσιν
-
112 βωμοῖσιν
-
113 βωμού
-
114 βωμοῦ
-
115 βωμώ
-
116 βωμῷ
-
117 βωμώι
-
118 βωμῶι
-
119 βωμών
-
120 βωμῶν
См. также в других словарях:
βωμός — raised platform masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
βωμός — ο 1. χαμηλό κτίσμα για θυσίες, θυσιαστήριο: Στην αρχαιότητα οδηγούσαν στο βωμό πολλά σφάγια ως θυσία στους θεούς. 2. άλλη ονομασία για την Αγία Τράπεζα. 3. μτφ., ιερός σκοπός: Πολλοί θυσιάστηκαν στο βωμό της ελευθερίας κατά τη διάρκεια της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βωμοῖο — βωμός raised platform masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῖς — βωμός raised platform masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῖσι — βωμός raised platform masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῖσιν — βωμός raised platform masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοί — βωμός raised platform masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῦ — βωμός raised platform masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμούς — βωμός raised platform masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμέ — βωμός raised platform masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)