-
1 βρέχμα
-
2 βρεχμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρεχμός
См. также в других словарях:
Χ, χ — Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, ψ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά επινοήθηκε από τους Έλληνες για την παράσταση των ουρανικών και υπερωικών δασέων φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής μητέρας… … Dictionary of Greek