-
61 вскипятить
[φσκιπιτ(τвскипятить] ρ. βράζω -
62 кипеть
[κιπιέτ'] ρ. βράζω -
63 отваривать
[αιβάριβατ"] ρ. βράζω -
64 вариант ιραριαντ][/*] ουσ α αΛΛη ερμηνεία
[βαρίτ"] ρ βράζωРусско-эллинский словарь > вариант ιραριαντ][/*] ουσ α αΛΛη ερμηνεία
-
65 варить
[βαρίτ"] ρ βράζω -
66 вскипать
[φσκιπάτ'] ρ βράζω -
67 вскипятить
[φσκιπιτ (τвскипятить] ρ βράζω -
68 кипеть
[κιπιέτ'] ρ βράζω -
69 отваривать
[αιβάριβατ"] ρ βράζω -
70 бродить
бродить 1брожу, бродишь, ρ.δ.1. βλ. брести με τη διαφορά ότι το•бродить σημαίνει κίνηση επαναλαμβανόμενη, σε διάφορες κατευθύνσεις, σε διάφορο χρόνο.
2. μτφ. κυλώ, κυλίω•по лицу" ее -ла улыбка στο πρόσωπο της κυλούσε το χαμόγελο.
|| μτφ. τριγυρίζω•тысячи мыслей -ли в моей голове χίλιες σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό μου•
бродить в потемках ψάχνω στα σκοτεινά (μάταια προσπαθώ να καταλάβω).
бродить 2бродит, ρ.δ.ζυμούμαι, βράζω•вино -ит ο μούστος βράζει.
-
71 бурлить
ρ.δ.φουρτουνιάζω, τρικυμίζω• παφλάζω. || μτφ. βράζω•-ит ненависть βράζει το μίσος.
-
72 бушевать
-шую, -шуешь, ρ.δ.1. λυσσομανώ, μαίνομαι•пожар -ал η πυρκαγιά μαίνονταν.
|| μτφ. (για αισθήματα) ανάβω, βράζω.2. παραφέρνομαι, εκτρέπομαι, αφηνιάζω, εκτραχηλίζομαι. -
73 вгустую
επίρ.(απλ.) πηχτός•сварить кашу вгустую βράζω κουρκούτι πηχτό.
-
74 воспылать
ρ.σ.1. παλ. φλέγομαι, καίγομαι, ανάβω.2. μτφ. έξάπτομαι, βράζω•он -ал гневом αυτός άναψε από το θυμό.
-
75 всмятку
επίρ.μελάτο, -τα•сварить яйца -βράζω αυγά μελάτα.
εκφρ.сапоги всмятку – (απλ.) ανοησίες, κουταμάρες, μπούρδες, παπαρδέλες. -
76 выбродить
-рожу, -родишь ρ.σ.μ. (απλ.) περιφέρομαι, περιέρχομαι, γυρίζω όλα ή πολλά μέρη.ρ.σ. ζυμούμοα τελείως, βράζω εντελώς.βλ. ρ. ενεργ. φ. -
77 выпреть
-реетρ.σ.σαπίζω (για φυτά, σπαρτά κάτω από το χιόνι).(απλ.) βράζω καλά, τελείως.(απλ.) σώνομαι, λιγοστεύω από το βράσιμο (για υγρά). -
78 добродить
-одитρ.σ.ζυμώ, βράζω ως το τέλος, τελειώνω τη ζύμωση (για κρασί, μπύρα κλπ.). -
79 дойти
дойду, дойдшь, παρλθ. χρ. дошл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. дошедший ρ.σ.1. φτάνω, πηγαίνω ως•дойти до дома пешком φτάνω ως το σπίτι πεζός•
танк -шёл до моста το άρμα μάχης έφτασε ως τή γέφυρα•
письмо ещё не -шло το γράμμα ακόμα δεν έφτασε.
2. διαδίδομαι (για ήχο, μυρουδιά κλπ.)• выстрели -шли до нас οι πυροβολισμοί ακούστηκαν ως εμάς•весть -шла до них η είδηση έφτασε ως αυτούς•
-шёл слух έφτασε η φήμη.
|| γίνομαι κατανοητός, αισθητός•лекция не -шла до меня τη διάλεξη δεν την κατάλαβα.
3. αναπτύσσομαι, αυξαίνω, ανεβαίνω, φτάνω ως•мороз -шёл до 22 градусов το ψύχος έφτασε στους 22 βαθμούς•
дойти до совершенства φτάνω ως το τέλειο•
любовь его -шла до безумия η αγάπη του έφτασε ως την τρέλλα•
дойти до крайности φτάνω ως τα άκρα•
вот до чего мы -шли! να που καταντήσαμε!дело -шло до того, что... η υπόθεση έφτασε σε σημείο που...
4. έρχομαι•-дёт и до тебя очередь θα έρθει και σένα η σειρά.
5. ψήνομαι, τηγανίζομαι• βράζω• γίνομαι•пирог -шёл η πίτα ψήθηκε.
|| ωριμάζω•помидоры -шли οι ντομάτες ωρίμασαν.
6. κατορθώνω•он дошл своим умом до разрешения задачи αυτός μπόρεσε κι έλυσε το πρόβλημα μόνος του.
εκφρ.дойти до сведения – πληροφορούμαι, φτάνει• στ' αυτιά μου•руки не -шли ή не доходят – δεν έχω καιρό (να πάνω κάτι,).. -
80 докипеть
-итρ.σ.αποβράζω, βράζω εντελώς.
См. также в других словарях:
βράζω — βράζω, έβρασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι … Dictionary of Greek
βράζω — έβρασα, βράστηκα, βρασμένος 1. μτβ., υποβάλλω σε βρασμό, ψήνω: Βράζω πάντα το γάλα πριν το πιω. 2. αμτβ., κοχλάζω, ψήνομαι: Το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς Κελσίου. 3. βρίσκομαι στη ζύμωση, ζυμώνομαι: Ο μούστος βράζει. 4. μτφ., θυμώνω πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεροβράζω — βράζω κάτι μόνο με νερό, χωρίς προσθήκη λαδιού ή άλλης λιπαρής ουσίας … Dictionary of Greek
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek
περιέψω — Α βράζω καλά, βράζω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * ἔψω «βράζω, μαγειρεύω»] … Dictionary of Greek
σιγοβράζω — Ν 1. (μτβ.) βράζω κάτι σε σιγανή ή σε μέτρια φωτιά, βράζω σιγά σιγά 2. (αμτβ.) υφίσταμαι αργό βρασμό, βράζω σιγά σιγά 3. φρ. «σιγοβράζει το κακό» μτφ. το κακό δρα χωρίς να φαίνεται, διαμορφώνεται μια αρνητική κατάσταση χωρίς να είναι εμφανής … Dictionary of Greek
συναναζέω — Α 1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναζέω «βράζω»] … Dictionary of Greek
ἀποβράσαι — ἀπό βράσσω shake violently aor inf act ἀποβράσαῑ , ἀπό βράσσω shake violently aor opt act 3rd sg ἀποβρά̱σᾱͅ , ἀπό βράζω boil fut part act fem dat sg (doric) ἀπό βράζω boil aor inf act ἀποβράσαῑ , ἀπό βράζω boil aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβράσας — ἀποβράσᾱς , ἀπό βράσσω shake violently aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποβρά̱σᾱς , ἀπό βράζω boil fut part act fem acc pl (doric) ἀποβρά̱σᾱς , ἀπό βράζω boil fut part act fem gen sg (doric) ἀποβράσᾱς , ἀπό βράζω boil aor part … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβράσῃ — ἀπό βράσσω shake violently aor subj mid 2nd sg ἀπό βράσσω shake violently aor subj act 3rd sg ἀπό βράζω boil aor subj mid 2nd sg ἀπό βράζω boil aor subj act 3rd sg ἀπό βράζω boil fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)