-
41 бурлить
бурлитьнесов прям., перен βράζω, ἀναβράζω, ταράζομαι. -
42 вкрутую
вкрутуюнареч σφιχτά:сварить яйца \вкрутую βράζω σφιχτά τά αὐγά. -
43 вскипать
вскипатьнесов, вскипеть сов1. βράζω (άμετ.), κοχλάζω·2. перен разг θυμώνω, ἀνάβω, ἀφαρπάζομαι, ἀρπάζομαι. -
44 вскипятить
вскипятитьсов βράζω (μετ.). -
45 вываривать
вывариватьнесов, выварить сов1. (о пище) βράζω 0"£т.) πολύ, παραβράζω:\вываривать мясо παραβράζω τό κρέας·2. (извлекать) ἐξάγω διά βρασμού:\вываривать соль ἐξάγω ἀλάτι διά βρασμού. -
46 выносить
вы́носить Iсов см. вынашивать.выноси́ть IIнесов1. βγάζω ἐξω, κουβα-λῶ, μεταφέρω/ ἀποκομίζω (уносить)/ ἐκ-βράζω, ρίχνω (выбрасывать течением)-2. (на обсуждение) ὑποβάλλω, θέτω γιά συζήτηση·3. (решение) ἐκδίδω, βγάζω:\выносить приговор ἐκδίδω (или βγάζω) ἀπόφαση· \выносить резолюцию ἐκδίδω ἀπόφαση, παίρνω ἀπόφαση·4. перен (терпеть, выдерживать) ἀνέχομαι, ὑποφέρω, ὑπομένω, ἀντέχω:\выносить жару́ ὑποφέρω τή ζέστη· он не выносит шу́ток δέν σηκώνει ἀστεΐα· ◊ не \выносить кого́-л. δέν ὑποφέρω κάποιον· \выносить убеждение σχηματίζω τήν πεποίθηση· \выносить впечатление ἀποκομίζω ἐντύπωση. -
47 закипать
закипатьнесов, закипеть сов ἀρχίζω νά βράζω· ◊ работа закипела ἡ δουλειά φούντωσε. -
48 злобствовать
злобствоватьнесов βράζω ἀπό κακία, κρατῶ (или βαστώ) κακία. -
49 кипятить
кипятитьнесов βράζω (μετ.). -
50 кипятиться
кипятить||ся1. βράζω (βμετ.γ2. перен (горячиться) разг ἀνάβω, ἐξάπτομαι, ὁργίζομαι. -
51 клокотать
клокота||тьнесов прям., перен κοχλάζω, χοχλάζω, (ἀνα)βράζω:в нем клокочет гнев βράζει ἀπό τό θυμό του. -
52 отварить
отва́р||и́тьсов βράζω. -
53 перекипятить
перекипятитьсов (заново) ξαναβράζω, βράζω ξανά. -
54 пиво
пивос ἡ μπίρα, ὁ ζοθος:варить \пиво ζυθοποιώ, βράζω μπίρα. -
55 прокипятить
прокипятитьсов βράζω (μετ.) καλά:\прокипятить суп καλοβράζω τή σοῦπα. -
56 пылать
пылатьнесов1. (ярко гореть) καίγομαι, φλέγομαι·2. (от прилива крови) εἶμαι κατακόκκινος·3. перен (каким-л. чувством) φλέγομαι:\пылать любовью εἶμαι φλογερά ἐρωτευμένος, φλέγομαι ἀπό ἐρωτα· \пылать гневом βράζω ἀπό θυμό. -
57 вариант ιραριαντ/][/*] ουσ. α. αΛΛη ερμηνεία
[βαρίτ"] ρ. βράζωРусско-греческий новый словарь > вариант ιραριαντ/][/*] ουσ. α. αΛΛη ερμηνεία
-
58 варить
[βαρίτ"] ρ. βράζω -
59 вскипать
[φσκιπάτ'] ρ. βράζω -
60 вскипятить
[φσκιπιτ(τвскипятить] ρ. βράζω
См. также в других словарях:
βράζω — βράζω, έβρασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι … Dictionary of Greek
βράζω — έβρασα, βράστηκα, βρασμένος 1. μτβ., υποβάλλω σε βρασμό, ψήνω: Βράζω πάντα το γάλα πριν το πιω. 2. αμτβ., κοχλάζω, ψήνομαι: Το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς Κελσίου. 3. βρίσκομαι στη ζύμωση, ζυμώνομαι: Ο μούστος βράζει. 4. μτφ., θυμώνω πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεροβράζω — βράζω κάτι μόνο με νερό, χωρίς προσθήκη λαδιού ή άλλης λιπαρής ουσίας … Dictionary of Greek
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek
περιέψω — Α βράζω καλά, βράζω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * ἔψω «βράζω, μαγειρεύω»] … Dictionary of Greek
σιγοβράζω — Ν 1. (μτβ.) βράζω κάτι σε σιγανή ή σε μέτρια φωτιά, βράζω σιγά σιγά 2. (αμτβ.) υφίσταμαι αργό βρασμό, βράζω σιγά σιγά 3. φρ. «σιγοβράζει το κακό» μτφ. το κακό δρα χωρίς να φαίνεται, διαμορφώνεται μια αρνητική κατάσταση χωρίς να είναι εμφανής … Dictionary of Greek
συναναζέω — Α 1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναζέω «βράζω»] … Dictionary of Greek
ἀποβράσαι — ἀπό βράσσω shake violently aor inf act ἀποβράσαῑ , ἀπό βράσσω shake violently aor opt act 3rd sg ἀποβρά̱σᾱͅ , ἀπό βράζω boil fut part act fem dat sg (doric) ἀπό βράζω boil aor inf act ἀποβράσαῑ , ἀπό βράζω boil aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβράσας — ἀποβράσᾱς , ἀπό βράσσω shake violently aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποβρά̱σᾱς , ἀπό βράζω boil fut part act fem acc pl (doric) ἀποβρά̱σᾱς , ἀπό βράζω boil fut part act fem gen sg (doric) ἀποβράσᾱς , ἀπό βράζω boil aor part … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβράσῃ — ἀπό βράσσω shake violently aor subj mid 2nd sg ἀπό βράσσω shake violently aor subj act 3rd sg ἀπό βράζω boil aor subj mid 2nd sg ἀπό βράζω boil aor subj act 3rd sg ἀπό βράζω boil fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)