-
1 αυλαία
αὐλαίᾱ, αὔλειοςof: fem nom /voc /acc dualαὐλαίᾱ, αὔλειοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)αὐλαίᾱ, αὐλαίαcurtain: fem nom /voc /acc dualαὐλαίᾱ, αὐλαίαcurtain: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)αὐλαίᾱ, αὐλαῖοςdoorkeeper: fem nom /voc /acc dualαὐλαίᾱ, αὐλαῖοςdoorkeeper: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————αὐλαίᾱͅ, αὔλειοςof: fem dat sg (attic doric aeolic)αὐλαίᾱͅ, αὐλαίαcurtain: fem dat sg (attic doric aeolic)αὐλαίᾱͅ, αὐλαῖοςdoorkeeper: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αὐλαία
-
3 αυλαια
-
4 αύλαια
-
5 αὔλαια
-
6 αὐλαία
-
7 αὐλαία
αὐλαία, Vorhang; bes. Theatervorhang; Tapete -
8 αυλαία
-
9 αὐλαία
Βλ. λ. αυλαία -
10 αὐλαίᾳ
Βλ. λ. αυλαία -
11 αυλαία
ηVorhang m -
12 αυλαία
[авлэа] ουσ. в. театральный занавес,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αυλαία
-
13 αὐλαία
-ας ἡ N 1 18-0-1-0-1=20 Ex 26,1.2(ter).3(bis)curtain Ex 26,1; door (of a tent) Jdt 14,14 -
14 αυλαία
[авлэа] ουσ θ театральный занавес. -
15 αυλαία
tiyatro perdesi -
16 αυλαία
rideau -
17 αυλαία
1) firanka (f) rzecz.2) kotara (f) rzecz.3) kurtyna (f) rzecz.4) stora (f) rzecz.5) zasłona (f) rzecz. -
18 αυλαία
1) clona2) opona3) záclona4) závěs -
19 αυλαία
curtainΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αυλαία
-
20 αυλαίας
αὐλαίᾱς, αὔλειοςof: fem acc plαὐλαίᾱς, αὔλειοςof: fem gen sg (attic doric aeolic)αὐλαίᾱς, αὐλαίαcurtain: fem acc plαὐλαίᾱς, αὐλαίαcurtain: fem gen sg (attic doric aeolic)αὐλαίᾱς, αὐλαῖοςdoorkeeper: fem acc plαὐλαίᾱς, αὐλαῖοςdoorkeeper: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
αὐλαία — αὐλαίᾱ , αὔλειος of fem nom/voc/acc dual αὐλαίᾱ , αὔλειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱ , αὐλαία curtain fem nom/voc/acc dual αὐλαίᾱ , αὐλαία curtain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱ , αὐλαῖος doorkeeper fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλαίᾳ — αὐλαίᾱͅ , αὔλειος of fem dat sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱͅ , αὐλαία curtain fem dat sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱͅ , αὐλαῖος doorkeeper fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλαία — Στο θέατρο, παραπέτασμα που χωρίζει την αίθουσα από τη σκηνή. Τοποθετημένη αμέσως μετά το πλαίσιο της σκηνής, είναι φτιαγμένη κατά κανόνα από βελούδο, με μια πλατιά κροσσωτή ταινία στο κάτω μέρος· κάποτε είναι διακοσμημένη στο επάνω μέρος με ένα… … Dictionary of Greek
αυλαία — η παραπέτασμα που χωρίζει τη σκηνή του θεάτρου από το προορισμένο για τους θεατές τμήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὔλαια — αὔλειος of neut nom/voc/acc pl αὐλαῖος doorkeeper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλαίας — αὐλαίᾱς , αὔλειος of fem acc pl αὐλαίᾱς , αὔλειος of fem gen sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱς , αὐλαία curtain fem acc pl αὐλαίᾱς , αὐλαία curtain fem gen sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱς , αὐλαῖος doorkeeper fem acc pl αὐλαίᾱς , αὐλαῖος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλαίαν — αὐλαίᾱν , αὔλειος of fem acc sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱν , αὐλαία curtain fem acc sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱν , αὐλαῖος doorkeeper fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλαιῶν — αὐλαία curtain fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεταννύω — (Α καταπετάννυμι και καταπεταννύω) αφήνω κάτι να πέσει, να απλωθεί από πάνω προς τα κάτω, να απλωθεί πάνω σε κάτι, ξεδιπλώνω, ανοίγω πάνω σε κάτι (α. «κατὰ λῑτα πετάσσας» αφού άπλωσε από πάνω ένα λινό πανί, Ομ. Ιλ. β. «κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε»… … Dictionary of Greek
Кавадиа, Тассо — Тассо Кавадиа Тассо Кавадиа (греч. Τασσώ Καββαδία) (10 января 1921 года, Патри 18 декабря 2010 года, Афины) греческая актриса театра и кино … Википедия
προσκήνιο — το / προσκήνιον, ΝΑ, και δωρ. τ. προσκάνιον Α (στο αρχ. θέατρο) το πρόσθιο μέρος τού θεάτρου όπου δρούσαν οι ηθοποιοί, το λογεῑον* νεοελλ. 1. το πρόσθιο τμήμα τής σκηνής θεάτρου ή το μέρος που βρίσκεται ανάμεσα στην αυλαία και την ορχήστρα 3. μτφ … Dictionary of Greek