-
1 προ-νέμω
προ-νέμω (s. νέμω), voraus, vorher theilen, zutheilen; Αἰγίνᾳ χαρίτων ἄωτον προνέμειν, Pind. I. 7, 16, – χεῖρας προνέμειν, bei Aesch. Eum. 303, muß, wenn die Lesart richtig ist, »ausstrecken« bedeuten. – Med. eigtl. vorwärts weiden, Fortschritte machen, um sich greifen, Soph. El. 1376.
-
2 ναιετάω
ναιετάω, 1) wohnen; Ἄρνῃ ναιετάοντα, in Arne, Il. 7, 9, wie Κρήτῃ Od. 17, 523; gewöhnlich ἐν Ἤλιδι ναιετάασκεν, Il. 11, 623; ᾗ ἐνὶ ναιετάασκε, Od. 15, 384; ἐπὶ χϑονί, 6, 153, wie Hes. O. 564; auch ὑπὸ χϑονί, Th. 621; ἀμφ' Ἀχέροντι, Pind. N. 4, 85, vgl. P. 4, 180; ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις, Ol. 6, 78. – Auch trans. c. accus., bewohnen, Στύρα, Λάρισσαν, Λυκίην, Ἰϑάκην, Il. 2, 539. 841. 17, 172 Od. 9, 21; δώματα, Hes. Th. 816 u. einzeln bei sp. D.; ἐν Αἰγίνᾳ δώματα ναιετάων, Ep. ad. 118 ( App. 325). – 2) von Ländern, Städten, Häusern, bewohnt sein, gelegen sein; νῆσοι πολλαὶ ναιετάουσι, Od. 9, 23; οἶκον εὖ μάλα ναιετάοντα, 4, 96; Ἰϑάκης ἔτι ναιεταώσης, 1, 404; πόλεις εὖ ναιεταώσας, δόμους εὖ ναιετάοντας werden von Einigen als ein Wort zusammengeschrieben.
-
3 δολιχ-ήρετμος
δολιχ-ήρετμος, mitlangen Rudern; Apoll. Lex. Hom. p. 59, 32 Δολιχήρετμοι· μακρόκωποι. Homer sechsmal: Odyss. 8, 191. 369. 13, 166 Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσίκλυτοι ἄνδρες; Odyss. 19, 339. 23, 176 ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο; Odyss. 4, 499 νηυσὶ δολιχηρέτμοισιν. Vgl. φιλήρετμος u. ἐπήρετμος. – Αἴγινα Pind. Ol. 8, 20.
См. также в других словарях:
αἰγίνᾳ — αἰγίνᾱͅ , αἰγίνη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών … Dictionary of Greek
Αίγινα — Sp Ègina Ap Αίγινα/Aigina Sp Áigina Ap Αίγινα/Aigina L s. Egėjo j. ir mst. joje, R Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αἰγίνᾳ — Αἰγί̱νᾱͅ , Αἴγινα an Aeginetan fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴγινα — Αἴγῑνα , Αἴγινα an Aeginetan fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγινα — η νησί του Σαρωνικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αιγινήτης, Διονύσιος — (Αίγινα 1821 1884). Γιατρός και εθνικός ευεργέτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Διονύσιος Παναγιώτου Χατζής. Το Α. αποτελούσε προσωνύμιο λόγω της γενέτειράς του. Τη στοιχειώδη και μέση του μαθητεία έκανε, αντίστοιχα, στην Αίγινα, με δάσκαλο τον… … Dictionary of Greek
αἰγίνας — αἰγίνᾱς , αἰγίνη fem acc pl αἰγίνᾱς , αἰγίνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρακατσάνης, Ιωάννης — (Αίγινα 1840 – 1906). Γλύπτης. Φιλοτέχνησε κυρίως προτομές ιστορικών προσώπων της νεότερης Ελλάδας και της Επανάστασης. Ανάμεσα στα έργα του περιλαμβάνονται ο ανδριάντας του Αθανάσιου Διάκου στη Λαμία, οι προτομές των Καραϊσκάκη, Μιαούλη,… … Dictionary of Greek
Aegina — Infobox Greek Isles name = Aegina native name = Αίγινα skyline = Aegina Greece Beach1.jpg sky caption = Agia Marina beach overlooked by local restaurants coordinates = coord|37|45|N|23|26|E|display=inline,title|region:GR type:isle chain = Saronic … Wikipedia
Αφαία — Θεά που λατρευόταν στην Αίγινα. Σύμφωνα με τον σχετικό μύθο, δημιούργημα των ύστερων χρόνων της αρχαιότητας, ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας ερωτεύτηκε τη Δίκτυννα (ή Βριτόμαρτι) και την καταδίωκε επίμονα. Εκείνη για να γλιτώσει έπεσε στη θάλασσα.… … Dictionary of Greek