Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αυγά

  • 1 αυγά

    αὐγά̱, αὐγή
    light of the sun: fem nom /voc /acc dual
    αὐγά̱, αὐγή
    light of the sun: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αυγά

  • 2 αὐγά

    αὐγά̱, αὐγή
    light of the sun: fem nom /voc /acc dual
    αὐγά̱, αὐγή
    light of the sun: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αὐγά

  • 3 Αύγα

    Αὔγᾱͅ, Αὔγη
    fem dat sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Αύγα

  • 4 Αὔγᾳ

    Αὔγᾱͅ, Αὔγη
    fem dat sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Αὔγᾳ

  • 5 αυγα

         αὐγά
         дор. = αὐγή См. αυγη

    Древнегреческо-русский словарь > αυγα

  • 6 αὐγά

    1 ray, beam

    ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24

    τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65

    ὁ χρυσὸς ἑψόμενος αὐγὰς ἔδειξεν ἁπάσας N. 4.83

    Lexicon to Pindar > αὐγά

  • 7 Κάθε πράγμα στον καιρό του, κι αυγά κόκκινα το Πάσχα

    Каждая вещь в свое время, так же как и яйца крашенные на Пасху
    Каждому овощу свое время
    Всему свое время
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάθε πράγμα στον καιρό του, κι αυγά κόκκινα το Πάσχα

  • 8 Με πορδές αυγά δε βάφονται

    Нельзя приготовить омлет не разбив яйца
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Με πορδές αυγά δε βάφονται

  • 9 αυγό

    τό
    1) яйцо;

    αυγό βραστό ( — или βρασμένο) — варёное яйцо;

    αυγ σφιχτό — крутое яйцо;

    αυγό μελάτο — яйцо всмятку;

    αυγ κλούβιο — тухлое яйцо;

    αυγα τηγανητά — яичница;

    αυγά χτυπητά — яичница-болтунья;

    αυγά μάτια — яичница-глазунья;

    αυγά ομελέτα — омлет;

    γεννώ αυγά — нестись, класть яйца;

    ξεπουλιάζω ( — или κλωσσώ) αυγά — высиживать ййца;

    2) πλ. икра (рыбья);

    § αυγ κι' αυγό — совершенно одинаковый, похожий как две капли воды;

    καθίζω στ' αυγά μου — сидеть спокойно, заниматься своим делом, не вмешиваться ни в какие дела;

    χάνω τ' αυγά και τα καλάθια — а) понести большой ущерб; — разориться; — б) приходить в изумление, поражаться, изумляться; — быть в растерянности;

    ακόμα δεν βγήκε απ' τ' αυγό του ( — он) молод ещё, у него ещё молоко на губах не обсохло;

    αυγό τού καθαρίζουν — ему смешинка в рот попала;

    είτε η πέτρα κυλήσειст' αυγό είτε τ' αυγό κυλήσει στην πέτρα τ' αυγό θα σπάσει — посл. ≈ — у сильного всегда бессильный виноват; — на бедного Макара все шишки валятся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αυγό

  • 10 яичница

    θ.
    αυγά τηγανητά•

    яичница глазунья αυγά τηγανητά μάτια•

    яичница болтунья αυγά τηγανητά χτυπητά ή δαρτά.

    Большой русско-греческий словарь > яичница

  • 11 яичница

    яи́чн||ица
    ж τά τηγανητά αὐγά:
    \яичницаглазунья τά αὐγά μάτια.

    Русско-новогреческий словарь > яичница

  • 12 яйцо

    яйц||о
    с в разн. знач. τό αὐγό, τό ὠόν:
    \яйцо всмятку τό μελατο[ν] αὐγό· \яйцо вкрутую τό σφιχτό αὐγό· \яйцо в мешочек αὐγό βραστό· класть яйца γεννώ αὐγά· сидеть на яйцах κλωσσώ αὐγά· ◊ это выеденного \яйцоа не стоит αὐτό δέν ἀξίζει πεντάρα τσακιστή· яйца ку́рицу не у́чат ирон. ≈ ελα παπποῦ μου, νά σοῦ δείξω τ' ἀμπέλια σου· носиться как курица с \яйцоо́м αβρακος βρακίν ἐφόρει - κάθε πόρτα καί τό θώρει.

    Русско-новогреческий словарь > яйцо

  • 13 Αύγας

    Αὔγᾱς, Αὔγη
    fem acc pl
    Αὔγᾱς, Αὔγη
    fem gen sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Αύγας

  • 14 Αὔγας

    Αὔγᾱς, Αὔγη
    fem acc pl
    Αὔγᾱς, Αὔγη
    fem gen sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Αὔγας

  • 15 αυγάσας

    αὐγά̱σᾱς, αὐγάζω
    view in the clearest light: fut part act fem acc pl (doric)
    αὐγά̱σᾱς, αὐγάζω
    view in the clearest light: fut part act fem gen sg (doric)
    αὐγάσᾱς, αὐγάζω
    view in the clearest light: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > αυγάσας

  • 16 αὐγάσας

    αὐγά̱σᾱς, αὐγάζω
    view in the clearest light: fut part act fem acc pl (doric)
    αὐγά̱σᾱς, αὐγάζω
    view in the clearest light: fut part act fem gen sg (doric)
    αὐγάσᾱς, αὐγάζω
    view in the clearest light: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > αὐγάσας

  • 17 custard

    1) (milk, eggs etc cooked together and flavoured.) κρέμα (από γάλα και αυγά)
    2) (a sauce made of milk, sugar and cornflour for sweet dishes.) γλυκιά σάλτσα από γάλα, αυγά και κορνφλάουρ

    English-Greek dictionary > custard

  • 18 нести

    несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. неся
    ρ.σ.
    1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•

    -мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.

    || μτφ. επωμίζομαι•

    нести отвтственность φέρω ευθύνη.

    || εκτελώ εκπληρώνω•

    нести службу εκτελώ υπηρεσία•

    нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.

    || μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.
    2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•

    ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.

    3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•

    -ст чесноком μυρίζει σκόρδο•

    от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.

    || φυσώ, πνέω•

    с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•

    -т с окна φυσάει από το παραθύρι.

    || μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.
    4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•

    нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•

    нести потери υφίσταμαι απώλειες•

    нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.

    5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.
    6. επιφέρω•

    нести смерть επιφέρω τον θάνατο.

    7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.
    8. γεννώ (αυγά)•

    курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.

    9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•

    ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.

    εκφρ.
    высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•
    нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες.

    Большой русско-греческий словарь > нести

  • 19 яйцо

    -а, πλθ. яйца, яиц, яйцам ουδ.
    1. (βιολ.) το ωάριο, το ωοκύτταρο.
    2. το αυγά•

    куриное яйцо κοτίσιο αυγό•

    утиное яйцо παπίσιο αυγά•

    посадить курицу на яйца βάζω κλώσσα•

    класть яйцо γεννώ αυγό,

    3. κάθε αντικείμενο ωοειδές•

    хрустальное яйцо ωοειδές κρύσταλλο.

    εκφρ.
    как курица с -ом носится – στριφογυρίζει σαν την κότα, που θέλει να γεννήσει•
    выеденного -а не стоит – δεν αξίζει τον κόπο, είναι τελείως ασήμαντο.

    Большой русско-греческий словарь > яйцо

  • 20 ἀ-μβρόσιος

    ἀ-μβρόσιος, α, ον ( adject. zu ἄμβροτος, entst. aus ἈΜΒΡΌΤΙΟΣ), den Unsterblichen ( ἀμβρότοις) gehörig, unsterblich, ambrosisch; ἀμβρ. ἑανός der Hera Iliad. 14, 178, der Artemis 21, 507, πέπλος der Aphrodite 5, 338, τέδιλα des Hermes Iliad. 24, 341 Od. 5, 45, der Athene Od. 1, 97, χαῖται des Zeus Iliad. 1, 529, πλόκαμοι der Hera 14, 177, ἀμβρ. εἶδαρ fressen die Pferde des Poseidon 13, 35, des Ares 5, 369, ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν stehen die Pferde der Hera 8. 434; Hera salbt sich 14, 172 λίπ' ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ ἑδανῷ, τό ῥά οἱ τεϑυωμένον ἦεν; 23. 187 vom Hektor κύνας μὲν ἄλαλκε Ἀφροδίτη, ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ; Od. 18, 193 schmückt Athene die Penelope, κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάϑηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ περ ἐυστέφανος Κυϑέρεια χρίεται; Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 172 ἡ διπλῆ, ὅτι μύρον μὲν οὐκ ὀνομάζει, τεϑυμιαμένον δὲ ἔλαιον τὸ μύρον λέγει, ὥστε εἰδέναι μὲν τὴν χρῆσιν, τὸ δὲ ὄνομα μή. λέγει δέ που καὶ »ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ (23. 186)« καὶ »κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα (Od. 18, 192)« μύρου τι γένος ὀνοματοποιήσας; ders. 23, 186 ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ: ἡ διπλῆ, ὅτι μύρου τὴν μὲν ὀνομασίανἀγνοεῖ, την δὲ σκευασίαν οἶδεν· τὸ γὰρ ῥόδινον οὕτως νῠν εἶπεν ἔλαιον ῥοδόεν; Scholl. Od. 18, 192 κάλλεϊ: νῠν τὰ μύρα; – ἀμβροσίη νύξ Iliad. 2, 57. 10, 41. 142. 18, 268. 24, 363 Od. 4, 429. 574. 7, 283. 9, 404. 15, 8, vgl. ἄβροτος; – ἀμβρόσιος ὕπνος Iliad. 2, 19; – Eurip. hat ἀμβρόσιος statt des fem. Med. 983 ἀμβρόσιος αὐγά; Hym. Merc. 230 heißt Maja νύμφη ἀμβροσίη; ἀμβροσίη μολπή, der Gesang der Musen, Hes. Th. 67; ἀμβροσίη ὄψ H. h. 27, 18; ἀμβρόσια ἔπεα Pind. P. 4, 299; Ἀφροδίτας φιλότατες ἀμβρόσιαι N. 8, 1. Bei Sp. = groß u. schön.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀ-μβρόσιος

См. также в других словарях:

  • αὐγά — αὐγά̱ , αὐγή light of the sun fem nom/voc/acc dual αὐγά̱ , αὐγή light of the sun fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὔγᾳ — Αὔγᾱͅ , Αὔγη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐγάσας — αὐγά̱σᾱς , αὐγάζω view in the clearest light fut part act fem acc pl (doric) αὐγά̱σᾱς , αὐγάζω view in the clearest light fut part act fem gen sg (doric) αὐγάσᾱς , αὐγάζω view in the clearest light aor part act masc nom/voc sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὔγας — Αὔγᾱς , Αὔγη fem acc pl Αὔγᾱς , Αὔγη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐγᾶς — αὐγᾶ̱ς , αὐγάζω view in the clearest light fut ind act 2nd sg (doric) αὐγή light of the sun fem gen sg (doric aeolic) αὐγής masc/fem acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐγάν — αὐγά̱ν , αὐγή light of the sun fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐγάς — αὐγά̱ς , αὐγή light of the sun fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐγάσαι — αὐγά̱σᾱͅ , αὐγάζω view in the clearest light fut part act fem dat sg (doric) αὐγάζω view in the clearest light aor inf act αὐγάσαῑ , αὐγάζω view in the clearest light aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὔγαι — Αὔγᾱͅ , Αὔγη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»