-
1 αἰνιγματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰνιγματικός
-
2 αἰτιατικός
II ἡ αἰ. (sc. πτῶσις) accusative case, indicating the thing caused by the vb., Stoic.2.59, D.T.636.6, A.D.Pron.11.9, etc. Adv. - κῶς in the accusative, Sch.E.Ph. 470.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτιατικός
-
3 βοηλατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηλατικός
-
4 διορατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορατικός
-
5 θηρατικός
Aθηρεντικός, σκύλακες Ph.1.628
(s.v.l.), cf. Gal.Protr.6;ἔργα Ael.NA14.5
; θ. σημεῖα signals given by the hunter, Plu.2.593b; θ. φόρος tax for game-licence, dub. in PSI3.222 (iii A.D.).3 fond of hunting, Plu.2.0a, 965b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρατικός
-
6 θοινατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θοινατικός
-
7 θρεμματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρεμματικός
-
8 θυμιατίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμιατίζω
-
9 καθορατικός
A able to see into: keen-sighted, Poll.9.151.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθορατικός
-
10 κοινωνατικός
A generous, liberal, Diotog. ap. Stob.4.7.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινωνατικός
-
11 κομματικός
A consisting of short clauses,μικρὰ καὶ κ. ἐρωτήματα Luc.
Bis Acc.28;εἶδος τοῦ λόγου Hermog.Id.1.9
, cf. 1.1. Adv. -κῶς D.H.Dem.39
;κ. καὶ γοργῶς Eust.200.33
.II κομματικόν (sc. μέλος), τό, = κομμός (A), Poll.4.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομματικός
-
12 κονιατικός
A stucco decorations, IGRom.1.743 (Trajana Augusta);κ. ἔργα PPetr.3p.290
(iii B.C.), POxy.2145.2 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονιατικός
-
13 κρουματικός
A of or for playing on a stringed instrument,σοφίη AP11.352.2
(Agath.): in a general sense, ἡ κ. μουσικὴ ἡ διὰ τῶν αὐλῶν Suid.s.v. Ὄλυμπος; διάλεκτος κ. style in playing, Plu.2.1138b; λέξεις κρουσματικαί sounds of music, i.e. inarticulate sounds without sense, Plb.3.36.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρουματικός
-
14 παρορατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρορατικός
-
15 πεινητικός
A suffering from hunger, Arist. EE 1222a36, Plu. 2.635e ([comp] Comp.):— later [suff] πειν-ᾱτικός, ib.204d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεινητικός
-
16 πειρατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειρατικός
-
17 πεισματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεισματικός
-
18 προβληματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβληματικός
-
19 προορατικός
A quick at foreseeing, Arist.Div.Somn. 463b15;τῶν ἀδήλων Ph.2.176
;ἧττον εἶ π. τῆς φύσεως Gal.UP5.8
; τὸ π. μέρος τῆς τέχνης the predictive province of astrology, Id.19.530.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προορατικός
-
20 πρῳρατικός
II Subst. -κή, ἡ, prowawning, PCair.Zen.54.13,27 (iii B.C., πρωιρ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρῳρατικός
См. также в других словарях:
καλοκαιριάτικος — η, ο καλοκαιρινός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλοκαίρι. επίρρ... καλοκαιριάτικα σε εποχή καλοκαιριού, κατά το θέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλοκαίρι + κατάλ. άτικος (πρβλ. κυριακ άτικος, μεσημερι άτικος)] … Dictionary of Greek
μεσημεριάτικος — η, ο 1. ο μεσημεριανός 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) μεσημεριάτικα και μεσημεριάτικο κατά το μεσημέρι, μέσα στο μεσημέρι, το καταμεσήμερο («πήγαν μεσημεριάτικα για επίσκεψη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επίθημα ατικος (πρβλ. ανοιξι άτικος,… … Dictionary of Greek
παλληκαριάτικος — και παληκαριάτικος και παλικαριάτικος, η, ο 1. παλληκαρήσιος 2. το ουδ. ως ουσ. το παλ(λ)ηκαριάτικο και παλικαριάτικο προγαμιαία δωρεά που έδινε εθιμικά μια χήρα, όταν επρόκειτο να ξαναπαντρευτεί, στον νεαρό μνηστήρα της, αλλ. αγριλίκι 3. (το ουδ … Dictionary of Greek
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
παιδιάτικος — και παιδιάστικος, η, ο 1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, χαρακτηριστικός παιδικής ηλικίας, παιδαριώδης, παιδιακήσιος 2. παιδικός. επίρρ... παιδιάτικα και παιδιάστικα με παιδικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί + κατάλ. ά(σ)τικος (πρβλ. κυριακ άτικος)] … Dictionary of Greek
iatro- — combining form Etymology: New Latin, from Greek, from iatros physician 1. : physician : medicine : healing iatrology … Useful english dictionary
chasmatical — † chasˈmatical, a. Obs. 0 [f. Gr. χασµατικός, f. χάσµατ stem of χάσµα + al1.] = chasmal; ‘pertaining to a chasm, which is the gaping or opening of the earth or firmament’ (Blount Glossogr. 1656). 1721–61 in Bailey. in Ash … Useful english dictionary