Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ατικός

См. также в других словарях:

  • καλοκαιριάτικος — η, ο καλοκαιρινός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλοκαίρι. επίρρ... καλοκαιριάτικα σε εποχή καλοκαιριού, κατά το θέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλοκαίρι + κατάλ. άτικος (πρβλ. κυριακ άτικος, μεσημερι άτικος)] …   Dictionary of Greek

  • μεσημεριάτικος — η, ο 1. ο μεσημεριανός 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) μεσημεριάτικα και μεσημεριάτικο κατά το μεσημέρι, μέσα στο μεσημέρι, το καταμεσήμερο («πήγαν μεσημεριάτικα για επίσκεψη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επίθημα ατικος (πρβλ. ανοιξι άτικος,… …   Dictionary of Greek

  • παλληκαριάτικος — και παληκαριάτικος και παλικαριάτικος, η, ο 1. παλληκαρήσιος 2. το ουδ. ως ουσ. το παλ(λ)ηκαριάτικο και παλικαριάτικο προγαμιαία δωρεά που έδινε εθιμικά μια χήρα, όταν επρόκειτο να ξαναπαντρευτεί, στον νεαρό μνηστήρα της, αλλ. αγριλίκι 3. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • παιδιάτικος — και παιδιάστικος, η, ο 1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, χαρακτηριστικός παιδικής ηλικίας, παιδαριώδης, παιδιακήσιος 2. παιδικός. επίρρ... παιδιάτικα και παιδιάστικα με παιδικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί + κατάλ. ά(σ)τικος (πρβλ. κυριακ άτικος)] …   Dictionary of Greek

  • iatro- — combining form Etymology: New Latin, from Greek, from iatros physician 1. : physician : medicine : healing iatrology …   Useful english dictionary

  • chasmatical — † chasˈmatical, a. Obs. 0 [f. Gr. χασµατικός, f. χάσµατ stem of χάσµα + al1.] = chasmal; ‘pertaining to a chasm, which is the gaping or opening of the earth or firmament’ (Blount Glossogr. 1656). 1721–61 in Bailey. in Ash …   Useful english dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»