-
1 Αρμονικός
-
2 Ἁρμονικός
-
3 αρμονικός
-
4 ἁρμονικός
-
5 αρμονικος
31) сведущий в законах гармонии, т.е. в музыке Plat.2) гармоничный(ἀριθμοί Arst.)
3) посвященный музыке(πραγματεία Plut.)
-
6 ἁρμονικός
ἁρμονικός, die Harmonie betreffend, der Harmonie u. der Musik übh. kundig; ἡ ἁρμονική, sc. τέχνη, die Theorie der Tonkunst -
7 αρμονικός
η, ό[ν]1) муз. гармонический, стройный; 2) гармоничный; согласованный; 3) дружный, согласный -
8 αρμονικός
[армоникос] εκ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρμονικός
-
9 αρμονικός
[армоникос] εκ. (μουσ) гармоничный, (μεταφ) согласный. -
10 ἁρμονικός
II musical: theory of music,Pl.
Phdr. 268e, Arist.Metaph. 1077a5; ἡ ἐν τοῖς μαθήμασιν -κή (sc. ἐπιστήμη ) mathematical theory of music, ib. 997b21; ἁ. πραγματεία a treatise thereon, Plu.2.1142f; ἁρμονικὰ στοιχεῖα, title of work by Aristoxenus; ἁρμονικοί, οἱ, students of-κή, οἱ κατὰ τοὺς ἀριθμοὺς ἁ. Arist.Top. 107a16
; with play on (b), Aristox. Harm.p.I M.c ἁ. κίνησις, of the pulse, in harmony with physical state, Gal.19.376.III Arith., harmonic,μέσα Archyt.2
;ἁ. ἀναλογία Ph.1.27
, Nicom.Ar.2.22, Theo Sm.p.114H.;μεσότης Arist.Fr.47
;λόγοι Ph.1.22
([comp] Sup.);λόγοι κατ' ἀριθμὼς ἁ. συγκεκραμένοι Ti.Locr. 96a
, cf. Arist.de An. 406b29.IV ἁ. γυμνάσιον training by rule of thumb, Philostr.Gym.53.V metaph., capable of harmonizing,τακτικοὶ καὶ ἁ. Plu.2.618c
; of God, ib.946f.VI Adv. - κῶς ib.1138e, Iamb.Comm.Math.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρμονικός
-
11 ἐν-αρμονικός
ἐν-αρμονικός, ή, όν, = Folgdm, Ptolem.
-
12 гармонический
αρμονικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гармонический
-
13 makaralı
αρμονικός -
14 ahenkli
αρμονικός, μελωδικός, εύηχος -
15 Αρμονικά
Ἁρμονικόςskilled in music: neut nom /voc /acc plἉρμονικά̱, Ἁρμονικόςskilled in music: fem nom /voc /acc dualἉρμονικά̱, Ἁρμονικόςskilled in music: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 Ἁρμονικά
Ἁρμονικόςskilled in music: neut nom /voc /acc plἉρμονικά̱, Ἁρμονικόςskilled in music: fem nom /voc /acc dualἉρμονικά̱, Ἁρμονικόςskilled in music: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
17 Αρμονικώτερον
Ἁρμονικόςskilled in music: adverbial compἉρμονικόςskilled in music: masc acc comp sgἉρμονικόςskilled in music: neut nom /voc /acc comp sg -
18 Ἁρμονικώτερον
Ἁρμονικόςskilled in music: adverbial compἉρμονικόςskilled in music: masc acc comp sgἉρμονικόςskilled in music: neut nom /voc /acc comp sg -
19 αρμονικά
ἁρμονικόςskilled in music: neut nom /voc /acc plἁρμονικά̱, ἁρμονικόςskilled in music: fem nom /voc /acc dualἁρμονικά̱, ἁρμονικόςskilled in music: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
20 ἁρμονικά
ἁρμονικόςskilled in music: neut nom /voc /acc plἁρμονικά̱, ἁρμονικόςskilled in music: fem nom /voc /acc dualἁρμονικά̱, ἁρμονικόςskilled in music: fem nom /voc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
Ἁρμονικός — skilled in music masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονικός — skilled in music masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμονικός — ή, ό (Α ἁρμονικός, ή, όν) [αρμονία] νεοελλ. 1. ο κανονικός, αυτός που έχει σωστές αναλογίες 2. ο χωρίς παραφωνίες, αυτός που γίνεται με ομόνοια και κατανόηση («αρμονική συμβίωση, συνύπαρξη») αρχ. 1. ο μουσικός, ο σύμφωνος με τους νόμους της… … Dictionary of Greek
αρμονικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με την αρμονία, που γίνεται με ομόνοια και αγάπη: Όλα αυτά τα χρόνια η συνεργασία μας ήταν αρμονική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἁρμονικά — Ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc pl Ἁρμονικά̱ , Ἁρμονικός skilled in music fem nom/voc/acc dual Ἁρμονικά̱ , Ἁρμονικός skilled in music fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονικά — ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc pl ἁρμονικά̱ , ἁρμονικός skilled in music fem nom/voc/acc dual ἁρμονικά̱ , ἁρμονικός skilled in music fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρμονικώτερον — Ἁρμονικός skilled in music adverbial comp Ἁρμονικός skilled in music masc acc comp sg Ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονικώτερον — ἁρμονικός skilled in music adverbial comp ἁρμονικός skilled in music masc acc comp sg ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρμονικῶν — Ἁρμονικός skilled in music fem gen pl Ἁρμονικός skilled in music masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονικῶν — ἁρμονικός skilled in music fem gen pl ἁρμονικός skilled in music masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρμονικόν — Ἁρμονικός skilled in music masc acc sg Ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)