Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

απροσ

См. также в других словарях:

  • βολεί — απρόσ. 1. υπάρχει χώρος, ευρυχωρία 2. είναι βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν», Μαβίλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ευβολεί < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεύω)] …   Dictionary of Greek

  • γλυκοχαράζει — απρόσ. 1. αρχίζει να ξημερώνει 2. αρχίζει μια ευνοϊκή τροπή τών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • δροσιάζει — απρόσ. κάνει δροσιά, υπάρχει διάχυτη δροσιά στην ατμόσφαιρα …   Dictionary of Greek

  • θαμποχαράζω — απρόσ. θαμποχαράζει αρχίζει να ξημερώνει …   Dictionary of Greek

  • καλονυχτώνω — απρόσ. καλονυχτώνει νυχτώνει καλά, επέρχεται τέλεια νύχτα, γίνεται εντελώς σκοτάδι …   Dictionary of Greek

  • καλόρχεται — (απρόσ. ρ.) (πάντοτε προτάσσεται η γεν. μιας προσ. αντων. μού, σού, τού, τής, μάς, σάς, τούς) 1. ταιριάζει, προσαρμόζεται ακριβώς, τελείως («δεν τής καλόρχεται το νέο φόρεμα») 2. μτφ. είναι κάτι ευχάριστο, ευπρόσδεκτο, συμφέρει, είναι βολικό… …   Dictionary of Greek

  • έγκειται — απρόσ., βρίσκεται, υπάρχει: Εδώ έγκειται η δυσκολία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατεπείγει — απρόσ., υπάρχει βία, υπάρχει ανάγκη: Η αποστολή πυρομαχικών κατεπείγει. Εύχρηστη είναι επίσης η μτχ. ενεστώτα κατεπείγων, ουσα, ον: Στείλε το γράμμα κατεπείγον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουμπουνίζει — απρόσ., βροντάει: Κάθε φορά που μπουμπουνίζει κρύβεται κάτω από τα σκεπάσματα γιατί τρομάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουνατσάρει — απρόσ., μπουνατσάρισε, η θάλασσα γαληνεύει: Μόλις μπήκαμε στο πλοίο μπουνατσάρισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νυχτώνει — απρόσ., έρχεται η νύχτα: Ταίρι ταίρι τα πουλιά, στη βοσκή πηγαίνουν, ταίρι ταίρι στη φωλιά, σαν νυχτώσει μπαίνουν (Βιζυηνός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»