-
1 απρόσ быть достаточный.
[соос] επ целый, нетронутый, невредимый. -
2 ανεμοστοιβάζει
απρόσ. метёт, вьюжит -
3 αρκεί
-
4 αστραπομπουμπουνίζει
απρόσ. см. αστραποβροντώ -
5 βορίζει
απρόσ.1) меняется на северный (о ветре); 2) дует северный ветер с мокрым снегом -
6 βραδιάζει
απρόσ. вечереет, смеркается -
7 γνοιάζει
-
8 γραιγουλίζει
απρόσ. показывает отклонение направо, к востоку (о компасе) -
9 δεί
απρόσ. книжн, (παρατ έδει, αόρ. εδέησε) нужно, необходимо, должно;δεί δη χρημάτων — так как нужны деньги;
εδέησε να... а) он счёл нужным...; б) потребовалось, понадобилось чтобы...;επί τέλους εδέησε να μας απάντηση наконец, он соизволил нам ответить; εδέησε να τον απειλήσω, διά να σωπάση чтобы он замолчал, я вынужден был его припугнуть;§ πολλού (γε καί) δεί — отнюдь, никоим образом;
ολίγου ( — или μικρού) δεί — или εδέησε να... — чуть было не...
-
10 δηλοί
απρόσ. означает, значит -
11 δροσιάζω
απρόσ. ложится, выпадает роса -
12 είθισται
απρόσ. принято;ως είθισται — как принято
-
13 εμπρέπει
απρόσ. подобает, следует;ως εμπρέπει — как подобает
-
14 εναπόκειται
απρόσ.1) находится в распоряжении, во власти; 2) зависит (от кого-л.); возложено (на кого-л.); предоставлено (кому-л.); должно, надлежит;εις τον υπουργόν εναπόκειταινά λύσει το ζήτημα — решение вопроса зависит от министра;
βίς σε εναπόκειται να αποφασίσεις — тебе нужно решить;
εναπόκειται είς την κρίσιν σας — вам (следует) решать
-
15 ενδέχεται
-
16 ένεστι
απρόσ. возможно;ουκ ένεστι — невозможно;
όσον ( — или ως) ένεστι — насколько возможно;
είμαι όσον ένεστι προσεκτικός — быть предельно внимательным, осторожным
-
17 καλονυχτώνει
απρόσ. наступает глубокая ночь; наступает полная темнота -
18 καλοξημερώνει
απρόσ. почти рассвело -
19 καταχνιάζετ
απρόσ. спускается туман, становится туманно -
20 μέλει
απρόσ. очень интересует; касается; беспокоит;μη σε μέλει — не беспокойся, будь спокоен;
εσένα να μη σε μέλει — это не твоё дело, это тебя не касается;
τί σε μέλει; — что тебе за дело до этого?;
τί μδς μέλει γιά τον κόσμο; — какое нам дело до других?;
§
δεν με μέλει (τέσσερα — или τρία) γι' αυτό — мне нет до этого дела; — для меня это дело десятое;από πίττα πού δεν τρως, τί σε μέλει κι' αν καεί; — зачем тебе беспокоиться о чужих делах?, что тебе за дело до чужой беды?
См. также в других словарях:
βολεί — απρόσ. 1. υπάρχει χώρος, ευρυχωρία 2. είναι βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν», Μαβίλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ευβολεί < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεύω)] … Dictionary of Greek
γλυκοχαράζει — απρόσ. 1. αρχίζει να ξημερώνει 2. αρχίζει μια ευνοϊκή τροπή τών πραγμάτων … Dictionary of Greek
δροσιάζει — απρόσ. κάνει δροσιά, υπάρχει διάχυτη δροσιά στην ατμόσφαιρα … Dictionary of Greek
θαμποχαράζω — απρόσ. θαμποχαράζει αρχίζει να ξημερώνει … Dictionary of Greek
καλονυχτώνω — απρόσ. καλονυχτώνει νυχτώνει καλά, επέρχεται τέλεια νύχτα, γίνεται εντελώς σκοτάδι … Dictionary of Greek
καλόρχεται — (απρόσ. ρ.) (πάντοτε προτάσσεται η γεν. μιας προσ. αντων. μού, σού, τού, τής, μάς, σάς, τούς) 1. ταιριάζει, προσαρμόζεται ακριβώς, τελείως («δεν τής καλόρχεται το νέο φόρεμα») 2. μτφ. είναι κάτι ευχάριστο, ευπρόσδεκτο, συμφέρει, είναι βολικό… … Dictionary of Greek
έγκειται — απρόσ., βρίσκεται, υπάρχει: Εδώ έγκειται η δυσκολία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατεπείγει — απρόσ., υπάρχει βία, υπάρχει ανάγκη: Η αποστολή πυρομαχικών κατεπείγει. Εύχρηστη είναι επίσης η μτχ. ενεστώτα κατεπείγων, ουσα, ον: Στείλε το γράμμα κατεπείγον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουμπουνίζει — απρόσ., βροντάει: Κάθε φορά που μπουμπουνίζει κρύβεται κάτω από τα σκεπάσματα γιατί τρομάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουνατσάρει — απρόσ., μπουνατσάρισε, η θάλασσα γαληνεύει: Μόλις μπήκαμε στο πλοίο μπουνατσάρισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νυχτώνει — απρόσ., έρχεται η νύχτα: Ταίρι ταίρι τα πουλιά, στη βοσκή πηγαίνουν, ταίρι ταίρι στη φωλιά, σαν νυχτώσει μπαίνουν (Βιζυηνός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)