Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αποσπώ

  • 21 отвлечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. отвлк
    -влекла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвлеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. έλκω, τραβώ αποσπώ•

    отвлечь огонь противника на себя τραβώ τα πυρά του εχθρού ενάντιο μου•

    отвлечь внимание τραβώ την προσοχή•

    отвлечь кого от союза αποσπώ κάποιον από τη συμμαχία.

    2. ξεχωρίζω απομονώνω αφαιρώ.
    απομακρύνομαι, ξεφεύγω•

    отвлечь от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    (φιλοσ.) αφαιρούμαι, ξεχωρίζομαι, εξαιρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отвлечь

  • 22 отколоть

    -колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποκόπτω, κόβω, σπάζω, θραύω αποσπώ•

    отколоть кусочек сахару σπάζω ένα κομματάκι ζάχαρη•

    отколоть щепку от полена βγάζω μια σχίζα από το κούτσουρο•

    отколоть глыбу льда σπάζω ένα μεγάλο κομμάτι πάγο.

    || μτφ. αποχωρίζω, ξεμοναχιάζω, ξεκόβω καταδιώκοντας•

    отколоть оленя от стада ξεμοναχιάζω το ελάφι από το κοπάδι.

    || μτφ. αποσπώ• αποστερώ.
    2. (απλ.) εκφράζομαι άστοχα, άκαιρα, άτοπα•

    отколоть словцо λέγω άστοχη λεξούλα•

    отколоть шутку λέγω άκαιρο (άτοπο) αστείο.

    || χορεύω επιδέξια.
    αποσπώμαι, σπάζω, αποκόπτομαι. || μτφ. ξεκόβω, απομονώνομαι•

    -от товарищей ξεκόβω από τους συντρόφους.

    -олю, -олешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ξεκαρφιτσώνω•

    отколоть бант ξεκαρφιτσώνω το φιόγκο•

    отколоть булавку βγάζω την παραμάνα (καρφίτσα).

    ξεκαρφιτσώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отколоть

  • 23 извлекать

    1. (получать продукт в химической технологии) αποσπώ 2. (сопутствующий или побочный продукт) επανακτώ 3. (удалять) αφαιρώ 4. (вынимать, доставать откуда-л.) εξάγω, βγάζω
    - корень из числа - τη ρίζα του αριθμού.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > извлекать

  • 24 сколотить

    1. (соединить, прибив друг к другу) καρφώνω, ενώνω 2. (ударами отделить, сбить) αποσπώ, ξεκαρφώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сколотить

  • 25 сниматься

    1. (отделяться, открепляться, соскакивать) βγαίνω, αποσπώ
    - с учета διαγράφομαι, ξεγράφομαι
    2. (освобождаясь от чего-л. задерживающего, приобретать возможность двигаться) αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι
    απαγκιστρώνομαι
    - с якоря мор. αποπλέω, απαίρω
    3. (покидать какое-л. место, отправляясь в путь) αφήνω, εγκαταλείπω 4. (принимать участие в киносъёмке) παίζω/βγαίνω (στην ταινία) 5. (фотографироваться) φωτογραφίζομαι, βγαίνω σε φωτογραφία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сниматься

  • 26 выделяться

    выделять||ся
    1. (отделяться) ξεχωρίζω, ἀποσπώ-μαι·
    2. (отличаться) ἀναδεικνύομαι, διακρίνομαι·
    3. физиол. ἐκκρίνομαι·
    4. хим. ἐξάγομαι.

    Русско-новогреческий словарь > выделяться

  • 27 выдергивать

    выдергивать
    несов ξεριζώνω, ἐξάγω, τραβῶ, βγάζω, ἀποσπώ:
    \выдергивать гвоздь βγάζω τό καρφί· \выдергивать зуб ξεριζώνω τό δόντι, βγάζω τό δόντι.

    Русско-новогреческий словарь > выдергивать

  • 28 выжимать

    выжимать
    несов
    1. (выдавливать) ἐκπιέζω, ἐκθλίβω, στίβω, ξεζουμίζω, ζύ-φω/ πατῶ (виноград)·
    2. (выкручивать) στραγγίζω, στίβω, ἀποξηραίνὠ
    3. спорт, (гирю, штангу) σηκώνω, αίρω (βάρη, ἀλτήρες)· ◊ \выжимать со́ки ξεζουμίζω, ἐξαντλώ, ἐξουθενῶ· \выжимать деньги · из кого-л. χαρατσώνω κάποιον, ἀποσπῶ χρήματα ἀπό κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > выжимать

  • 29 выманивать

    выманивать
    несов, выманить сов ἀποσπώ/ παίρνω μέ πονηριά (хитростью)/ παίρνω καλοπιάνοντας (лестью)/ ἐξαπατώ (обманом)/ βγάζω ἔξω, κάνω νά βγει (кого-л. из помещения).

    Русско-новогреческий словарь > выманивать

  • 30 выплакать

    выплакать
    сов
    1. κλαίω, θρηνώ:
    \выплакатьго́-ре κλαίω τόν πόνο μου·
    2. разг (выпросите ἀποσπώ κάτι μέ τά κλάματα· ◊ \выплакать все глаза στερέβουν τά μάτια μου ἀπό τό κλάμα.

    Русско-новогреческий словарь > выплакать

  • 31 выпрашивать

    выпрашивать
    несов ἀποσπώ, πετυχαίνω κάτι μέ τά παρακάλια, ἐκλιπαρώ.

    Русско-новогреческий словарь > выпрашивать

  • 32 вытаскивать

    вытаскивать
    несов
    1. (выносить) βγάζω ἔξω, ἐξάγω·
    2. (выдергивать) ἀποσπῶ, ξεριζώνω, βγάζω, ἀρπάζω·
    3. (красть) κλέβω, σουφρώνω.

    Русско-новогреческий словарь > вытаскивать

  • 33 вытребовать

    вытребовать
    сов ί. (кого-л.) φωνάζω, καλώ·
    2. (что-л.) ἀποσπώ, ἀποκτώ ὕστερα ἀπό ἀπαίτηση.

    Русско-новогреческий словарь > вытребовать

  • 34 выудить

    выудить
    сов, выуживать несов
    1. ψαρεύω (или ἀλιεύω) μέ τό ἀγκίστρι·
    2. разг (выманивать) ψαρεύω κάτι, ἀποσπώ, ἀφαιρδ μέ ἀπατη.

    Русско-новогреческий словарь > выудить

  • 35 дергать

    дерг||ать
    несов
    1. (за что-л.) τραβώ, σέρνω, σύρω·
    2. (выдергивать) ξεριζώνω, ἀποσπῶ, ἐκριζώνω·
    3. перец. (беспокоить) βασανίζω, ἐνοχλώ·
    4. беи. (о боли):
    у меня \дергатьает палец μέ σου· βλίζει τό δάκτυλο· ◊ \дергатьаться συσπώμαι τινάζομαι (при судорогах):
    у меня\дергатьает с я глаз παίζει τό μάτι μου.

    Русско-новогреческий словарь > дергать

  • 36 допроситься

    допроситься
    сов разг
    1. (выпросить) ίρνω μέ παρακάλια, ἀποσπώ:
    у него́ / его́ не допросишься τίποτε δέν μπο-ς νά τοῦ πάρεις·
    2. (разузнать) πλη-ροροῦμαι, μαθαίνω:
    не могли \допроситься, кто такой δέν μπορέσαμε νά μάθουμε ιός εἶναι.

    Русско-новогреческий словарь > допроситься

  • 37 заговаривать

    заговаривать
    несов
    1. (с кем-л.) ἀρχίζω κουβέντα, ἀρχίζω νά μιλῶ·
    2. (заколдовывать) фольк. μαγεύω, κάνω μάγια· ◊ \заговаривать зубы кому́-л. ἀποσπῶ τήν προσοχή κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > заговаривать

  • 38 испросить

    испросить
    сов (получить по просьбе) уст. ἀποσπώ, παίρνω.

    Русско-новогреческий словарь > испросить

  • 39 исторгать

    исторгать
    несов, исторгнуть сов βγάζω, ἀποσπώ.

    Русско-новогреческий словарь > исторгать

  • 40 кучу

    кучу́
    наст. вр. от кутить. куш м разг τό μεγάλο ποσό χρημάτων:
    сорвать \кучу ἀποσπῶ μεγάλο ποσό.

    Русско-новогреческий словарь > кучу

См. также в других словарях:

  • αποσπώ — αποσπώ, απέσπασα βλ. πίν. 71 Σημειώσεις: αποσπώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστ. και η κλίση κατά το περνάω (βλ. πίν. 68 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποσπώ — (ΑΜ ἀποσπῶ, άω) 1. τραβώ βίαια, αποχωρίζω 2. απομακρύνω κάποιον από κάτι μσν. νεοελλ. 1. τραβώ, ξεριζώνω 2. (για δέντρα) σπάζω 3. ελευθερώνω νεοελλ. (για υπαλλήλους και στρατιωτικούς) μετακινώ κάποιον προσωρινά από την οργανική του θέση σε άλλη… …   Dictionary of Greek

  • αποσπώ — ασα, άστηκα, ασμένος 1. αποχωρίζω κάτι από ένα σύνολο, αποτραβώ, απομακρύνω: Δεν μπόρεσαν να τον αποσπάσουν από τους κακούς εκείνους φίλους του. 2. μεταθέτω προσωρινά υπάλληλο ή στρατιωτικό από την οργανική του υπηρεσία σε μιαν άλλη: Τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποσπῶ — ἀ̱ποσπῶ , ἀποσπάω tear imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποσπάω tear pres imperat mp 2nd sg ἀποσπάω tear pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀποσπάω tear pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποσπάω tear pres subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασπώ — άω, Α 1. σέρνω βίαια, αποσπώ από τα πλάγια 2. εκλέγω, διαλέγω για τον εαυτό μου 3. μτφ. αποσπώ 4. μέσ. παρασπώμαι αποσπώ κάποιον ή κάτι από κάποιον άλλο για τον εαυτό μου 5. (ως αυτοπαθές) αποσπώ τον εαυτό μου από κάποιον, αποσύρομαι 6. (η μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • αφέλκω — ἀφέλκω (Α) 1. αποσπώ, σέρνω βίαια 2. απομακρύνω ρήτορα από το βήμα 3. εκτρέπω, αποσπώ την προσοχή στρέφοντάς την αλλού 4. (δέρμα) γδέρνω 5. (για πλοία) σύρω, ρυμουλκώ 6. (για υγρά) ρουφώ 7. μέσ. βγάζω, αποσπώ, τραβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο )… …   Dictionary of Greek

  • τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… …   Dictionary of Greek

  • εκμοχλεύω — (AM ἐκμοχλεύω) 1. αποσπώ ή μετατοπίζω κάτι με τη βοήθεια μοχλού 2. αποσπώ βίαια κάτι αρχ. 1. παραβιάζω, διαστρεβλώνω 2. ιατρ. εξαρθρώνω …   Dictionary of Greek

  • ολοτίλλω — ὁλοτίλλω (Α) αποσπώ κάτι με τη ρίζα του, ξεριζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλ(ο) * + τίλλω «αποσπώ, περικόπτω, μαδώ»] …   Dictionary of Greek

  • παρατίλλω — ΜΑ μσν. μέσ. παρατίλλομαι αραιώνω πυκνοσπαρμένη φυτεία με απόσπαση μερικών φυτών αρχ. 1. αποσπώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη τού σώματος κάποιου, εκτός τής κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», Αριστοφ.) 2. μέσ. (γενικά) αποσπώ τις τρίχες μου …   Dictionary of Greek

  • περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»