-
1 απείρους
ἄπειρος 1without trial: masc /fem acc plἄπειρος 2boundless: masc /fem acc plἀ̱πείρους, ἀπειρόωmultiply to infinity: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀπειρόωmultiply to infinity: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)ἀ̱πείρους, ἤπειροςterra firma: fem acc pl -
2 ἀπείρους
ἄπειρος 1without trial: masc /fem acc plἄπειρος 2boundless: masc /fem acc plἀ̱πείρους, ἀπειρόωmultiply to infinity: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀπειρόωmultiply to infinity: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)ἀ̱πείρους, ἤπειροςterra firma: fem acc pl -
3 διαιρεσις
- εως ἥ1) дележ, раздел(χρημάτων Her.; sc. τῆς λείας Xen.; τῆς χώρας Polyb.)
2) мат. деление(ἥ εἰς δύο δ. Arst.)
ἀπείρους διαιρέσεις ἔχειν Arst. — быть делимым до бесконечности3) лог. деление, членение, классификация(τῶν γενῶν κατ΄ εἴδη Plat.; αἱ κατὰ τὰς διαφορὰς διαιρέσεις Arst.)
4) разделенность, расчлененностьδ. τῶν σπονδύλων Arst. — разделенность на позвонки
5) раздробление, размельчение(τῆς τροφῆς εἰς μικρά Arst.)
6) раздел, категория(ἐν τῇ αὐτῇ διαιρέσει Arst.)
7) различение(τῶν ὀνομάτων Plat.; δημοκρατίας καὴ ὀλιγαρχίας Arst.)
8) подсчет голосов(μέ ἀδικεῖν ἐν διαιρέσει Aesch.)
9) грам. диэресис (раздельное произношение двух смежных гласных: напр. в αϋνος)10) стих. диэресис ( совпадение окончания слова с окончанием стопы) -
4 γράμμα
γράμμα, ατος, τό, [dialect] Dor. [full] γράθμα, prob. in IG4.506 (Heraeum, vi/v B. C.), cf. An.Ox.1.102, but [full] γράσσμα, IG4.554 (Argos, v B. C.): late [dialect] Aeol. pl. [full] γρόππατα, Epigr.Gr.990.11 ([place name] Balbilla): ([etym.] γράφω):—A that which is drawn: pl., lines of a drawing, picture, etc., E. Ion 1146 (of tapestry), Theoc.15.81; picture,Ἀπέλλεω γ. Herod.4.73
, cf. AP 6.352 ([place name] Erinna): sg., drawing, picture, Pl.R. 472d, Cra. 430e, cf. 431c: pl., figures in a picture, Procop.Gaz.Ecphr.p.157B.II written character, letter, Hdt.1.139, 148, etc.: in pl., letters, characters,γραμμάτων τε συνθέσεις A.Pr. 460
;πηλίκοις γ. Ep.Gal.6.11
; the letters, the alphabet, Hdt.5.58;τὰ γ. καὶ τὰς συλλαβάς Pl.Cra. 390e
;γ. Φοινίκια S.Fr. 514
; Ἀσσύρια, Ἑλληνικά, Hdt.4.87;γράμματα ἐπίστασθαι Pl.Lg. 689d
; μαθεῖν to have learnt to read, Id.Prt. 325e;γ. μὴ εἰδέναι SIG2844.6
; ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων you kept school—I went there, D.18.265;ἤτοι τέθνηκεν ἢ διδάσκει γ. Com.Adesp.20
;παιδεύειν γράμματα Arist.Pol. 1337b24
; τέχνη ἡμῶν γ. our profession is that of the scribe, PTeb.316.16 (i A. D.).b articulate sound, letter, Pl.Phlb. 18c;τὰ γ. πάθη ἐστὶ τῆς φωνῆς Arist.Pr. 895a12
; γράμματα φθέγγεσθαι ib.8, cf. PA 660a5.c παρὰ γράμμα λέγοντα.. σκοπεῖν etymologically, Id.MM 1185b39; τὰ παρὰ γ. σκώμματα puns, Id.Rh. 1412a28; but ἀρετὴν παρὰ γ. διώκοντες, with ref. to Νικαρέτη, the mistress of Stilpo, Crates Theb.1.d inscription,τὸ Δελφικὸν γ. Pl.Phdr. 229e
, cf. Chrm. 164d, X.Mem.4.2.24, etc., IG 2.2876, al.: prov.,εἰς πέλαγος.. γράμματα γράψαι Epigr.Gr.1038.8
([place name] Attalia).2 in pl., notes in music, AP11.78 (Lucill.).3 mathematical diagram, Epigr. ap. D.L.8.12.4 letter inscribed on the lots which the δικασταί drew, Ar.Pl. 277, al., Arist.Ath.64.4; practically, = division of dicasts,ἐν ὁποίῳ γ. δειπνεῖ Ar.Ec. 683
; ἁ κατὰ γράμμα φυλακά the roster of guards, SIG569.21 (Cos, iii B. C.).5 a small weight, 1/24 ounce, scruple, Androm. ap. Gal.13.114, Gp.7.13.2, PLips. 62 ii 27 (iv A. D.).III in pl., set of written characters, piece of writing, Hdt.1.124: hence, letter, Id.5.14, IG22.103.8, etc.;γραμμάτων πτυχαί S.Fr. 144
, cf. E.IT 594, al., Pl.Ep. 347c; inscription, epitaph, etc.,ἐκόλαψε ἐς τὸν τάφον γράμματα λέγοντα τάδε Hdt. 1.187
, cf. 4.91, And.3.12, Theoc.18.47, IG3.751.2 papers, documents, Antipho 1.30, D.36.21, etc. (sg., D.Chr.65.14); τούτων τὰ γ. the documents to prove this, Lys.32.14;τὰ γ. τῆς δίκης Ar.Nu. 772
; τὰ δημόσια γ. the public records, Decr. ap. D.18.55; title-deeds, D.C.65.14; account of loans, D.49.59; ; contract or estimate, BCH46.323 ([place name] Teos); catalogue, X.Cyr.7.4.12: in sg., bond, Ev. Luc.16.7; note of hand, J.AJ18.6.3.3 a man's writings, i.e. book, treatise,τὰ τοῦ Ζήνωνος γ. Pl.Prm. 127c
(but sg., ib. 128a): pl., books, X.Mem.4.2.1;Πλάτωνος τὸ περὶ ψυχῆς γ. Call.Epigr.25
, cf. AP9.63 (Asclep.), Gal.18(2).928; τὰ ἱερὰ γ. the Holy Scriptures, OGI56.36 (iii B. C.), Ph.2.574, 2 Ep.Ti.3.15, J.Ap.1.10; ἱερὰ γ., = Imperial rescripts, IG12(5).132 (Paros, iii A. D.); = hieroglyphics, OGI90.54 (Rosetta, ii B. C.): in sg., the Law of Moses, Ep.Rom.2.27, al.; opp. πνεῦμα, ib.29: sg., article of a treaty, Th. 5.29.4 laws or rules, Pl.R. 425b, Plt. 292a, al., Ar.Ec. 1050; κατὰ γράμματα ἄρχειν, opp. ἄνευ γραμμάτων, Pl.Plt. 293a;ἡ κατὰ γ. καὶ νόμους πολιτεία Arist.Pol. 1286a15
, cf. 1272a38: οἱ κατὰ γ. νόμοι, opp. οἱ κατὰ τὰ ἔθη, ib. 1287b5, cf. Pl.Plt. 299d;κατὰ γράμματα ἰατρεύεσθαι Arist.Pol. 1287a34
; ἡ ἐκ τῶν γ. θεραπεία ib.40.IV in pl., also, letters, learning,ἀπείρους γραμμάτων Pl.Ap. 26d
, etc. -
5 ἐνεός
A dumb, speechless, freq. joined with κωφός, as Pl.Tht. 206d, Arist.HA 536b4, Pr. 961b14, Sens. 437a16; withoutκωφός, ἐνεοῖς ἀνθρώποις ὁμοίους Epicur. Fr. 356
, cf. LXXIs.56.10, Plu.Num.8, D.C.62.16: acc. to Hsch., ὃς οὔτε ἀκούει οὔτε λαλεῖ deaf and dumb, as in X.An.4.5.33. Adv. - εῶς dub.l. in Orac. ap. Polyaen.6.53.2 senseless, stupid,ἀπείρους καὶ ἐ. Pl.Alc.2.140d
.3 of things, useless, Hp.Off.8; ἐς τὸ ἐ. κεῖσθαι ibid.4 dumbfounded, astonished, εἱστήκεισαν ἐ. Act.Ap.l.c.
См. также в других словарях:
ἀπείρους — ἄπειρος 1 without trial masc/fem acc pl ἄπειρος 2 boundless masc/fem acc pl ἀ̱πείρους , ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἀ̱πείρους , ἤπειρος terra … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неоученыи — (7*) пр. 1.Необразованный, невежественный: По невѣжьству ѥже ѿ простыни. неѹченыи чл҃вкъ. створить вину. МПр XIV, 70 об.; то же КВ к. XIV, 292б; || необученный, ненаученный: да не осудимъсѧ. ѥгда обрѧщемъ(с) бесловеснагѡ i неѹченагѡ ѥста хуже.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Monogenēs — To be distinguished from Monogenic (genetics), Monogenic system. Monogenēs (μονογενὴς) is a Greek word which may be used both as an adjective monogenēs pais only child, or only legitimate child, special child, and also on its own as a noun; o… … Wikipedia
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
απειραχώς — ἀπειραχῶς επίρρ. (Α) [άπειρος (II)] με άπειρους τρόπους … Dictionary of Greek
γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
μυριαχού — μυριαχοῡ (Α) επίρρ. σε αναρίθμητα μέρη, σε άπειρους τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + επιρρμ. κατάλ. αχού (πρβλ. μοναχοῦ, πολλαχοῦ)] … Dictionary of Greek
ορμηνεύω — (Μ ὁρμηνεύω) συμβουλεύω, καθοδηγώ, νουθετώ νεοελλ. 1. υποδεικνύω σε κάποιον κάτι 2. φρ. «μάρτυρας ορμηνεμένος» μάρτυρας που καταθέτει ενώπιον τού δικαστηρίου ό,τι τού έχει υποδείξει ο διάδικος ο οποίος τον έχει προτείνει ως μάρτυρα 3. παροιμ.… … Dictionary of Greek
παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που … Dictionary of Greek