Перевод: со всех языков на все языки
αντίθετ
Ничего не найдено.
См. также в других словарях:
αμέ — σύνδ. αντιθετ., βλ. αμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μα — I ορκωτικό μόριο: Μα την Παναγιά. II σύνδ. αντιθετ., αλλά, όμως: Με προειδοποίησε μα δεν τον άκουσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μολονότι — σύνδ. αντιθετ., παρόλο που: Δε μου επέστρεψε τα λεφτά μολονότι του το ζήτησα τόσες φορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόλο που — σύνδ. αντιθετ., αν και, μολονότι: Δε με συγχώρεσε, μόλο που έπεσα στα πόδια της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)