-
121 собрание
1.(заседание) η συνέλευση, η συγκέντρωση 2. (коллекция, свод) η συλλογή- законов - νόμων, ο κώδικαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > собрание
-
122 ящик
το κιβώτι/ο, το κουτί, το κύτιο, разг. η κούταукладывать товар в - и τοποθετώ/βάζω το εμπόρευμα σε - αвоздушный (спасательной шлюпки) - αέρος, ο θάλαμος αέροςканатный - мор. см. цепной -кингстонный мор. - θαλάσσηςотливной мор. - εξαγωγήςпочтовый - (домашний для получения почты или на улице для отправления писем) το γραμματοκιβώτιοраспределительный эл. - διανομήςцепной - το φρεάτιο αλύσεως, разг. το στρίτσιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ящик
-
123 открыться
1) ανοίγομαι2) ( начинаться) ανοίγω, αρχίζω -
124 брешь
брешьж ἡ ρωγμή, τό ρήγμα:пробивать \брешь ἀνοίγω ρήγμα. -
125 взмахивать
взмахиватьнесов, взмахнуть сов κουνώ, χτυπώ:взмахнуть флажком κουνώ (или σείω) τή σημαία· взмахнуть крыльями ἀνοίγω τά φτερά, φτερουγίζω, φτεροκοπώ. -
126 вызывать
вызыватьнесов1. καλῶ, φωνάζω/ σηκώνω (ученика):\вызывать по телефону καλώ στό τηλέφωνο· \вызывать врача φωνάζω вызывать (или καλῶ) τό γιατρό· \вызывать в суд κλητεύω, καλώ στό δικαστήριο· \вызывать из комнаты φωνάζω ἀπ' τό δωμάτιο·2. (на состязание) προσκαλώ, (προ)καλῶ:\вызывать на соцсоревнование кого-л. (προσ)καλῶ κάποιον σέ σοσιαλιστική ἀμιλλα·3. (возбуждать) προκαλώ, προξενώ:\вызывать ссо́ру προκαλώ καυγα· \вызывать отвращение προξενώ ἀηδία, προκαλώ ἀπέχθεια· \вызывать аппетит ἀνοίγω τήν δρεξη, προκαλώ δρεξη· \вызывать подозрения διεγείρω ὑποψίες (или ὑπόνοιες)· \вызывать восторг προκαλώ τό θαυμασμό·4. (артистов) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω. -
127 вырубать
вырубатьнесов, вырубить сов1. κόβω, κόπτω, πελεκώ, ἐκτομῶ:\вырубать деревья κόβω δέντρα·2. (дыру, окно и т. п.) ἀνοίγω·3. (уголь) ἐξορύττω, ἐξορύσσω. -
128 вырывать
вырывать Iнесов прям., перен ἀποσπώ/ξεριζώνω (с корнем):\вырывать из рук ἀρπάζω ἀπ' τά χέρια· \вырывать зуб βγάζω ἕνα δόντι, ἐξάγω ὁδόντα· \вырывать листок нз блокнота κόβω ἕνα φύλλο ἀπό τό σημειωματάριο· \вырывать признание ἀποσπώ ὁμολογία.вырывать IIнесов безл (о рвоте) ξερνῶ, κάνω ἐμετό, ἐμῶ.вырывать IIIнесов1. (яму и т. п.) σκάβω, σκάπτω, ἀνοίγω λάκκο· 2, (откопать что-л.) ξεθάβω, ξεχώνω.
См. также в других словарях:
ανοίγω — ανοίγω, άνοιξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
ανοίγω — άνοιξα, ανοίχτηκα, ανοιγμένος 1. μτβ., κάνω ελεύθερη την είσοδο ή το πέρασμα: Φέρε το σκεπάρνι να ανοίξουμε το κιβώτιο. 2. διευρύνω, διαπλατύνω: Άνοιξε το βήμα σου, αλλιώς θα νυχτώσουμε. 3. κάνω διάρρηξη: Απόψε οι κλέφτες άνοιξαν τρία σπίτια. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνοίγω — ἀνοίγνυμι open pres subj act 1st sg ἀνοίγνυμι open pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρανοίγω — ανοίγω κάτι πολύ λίγο, ελαφρά, μισανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + ανοίγω. ΠΑΡ. ακράνοιγμα, ακράνοιχτος] … Dictionary of Greek
γουρλώνω — ανοίγω υπερβολικά τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρουλώνω < μσν. γρυλλώνω < αρχ. γρύλλος «γουρουνάκι»] … Dictionary of Greek
κρυφανοίγω — ανοίγω κάτι κρυφά, χωρίς να μέ αντιληφθούν … Dictionary of Greek
ξεθηλυκώνω — ανοίγω τη θηλειά και βγάζω το κουμπί ή την πόρπη, ξεκουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + θηλυκώνω «κουμπώνω»] … Dictionary of Greek
ξεκουμπώνω — ανοίγω κάτι βγάζοντας τα κουμπιά από τις κουμπότρυπες, ξεθηλυκώνω … Dictionary of Greek
ξεράβω — ανοίγω τις ραφές ενδύματος, ξηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ράβω] … Dictionary of Greek
οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… … Dictionary of Greek