Перевод: со всех языков на русский

αλυσίδ

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • αλυσιδωτός — ή, ό (AM ἁλυσιδωτός, ή, όν) αυτός που είναι κατασκευασμένος, πλεγμένος σε μορφή αλυσίδας νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχήμα αλυσίδας 2. αλλεπάλληλος, συνεχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλυσις από θέμα ἁλυσιδ (< ἁλυσίδιον;) ή αναλογικά προς το φολιδωτός] …   Dictionary of Greek

  • θαλαμωτός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με θάλαμο, ο θαλαμοειδής 2. ο διαιρεμένος σε θαλάμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. ωτός (πρβλ. αλυσιδ ωτός, ραβδ ωτός). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλά τού Δ.… …   Dictionary of Greek

  • ξυστιδωτός — ξυστιδωτός, ὁ (Α) (ενν. χιτών) ένδυμα με κυματοειδείς διακοσμήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστίς, ίδος «πολυτελές ένδυμα» + κατάλ. ωτός (πρβλ. αλυσιδ ωτός, λεπιδ ωτός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»