Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακόμα+και+αν

  • 41 изволить

    ρ.δ.
    1. παλ. θέλω, επιθυμώ•

    чего -те? τι επιθυμείτε;

    2. χρησιμοποιείται με απαρέμφατο άλλου ρήματος αντί των προσώπων αυτού του ρήματος και εκφράζει: εκτίμηση, φιλοφροσύνη, αβρότητα, δυσαρέσκεια, αγανάκτηση, μομφή, ειρωνεία•

    господд -ят спать τα αφεντικά κοιμούνται•

    -ите с£ми судить κρίνετε μονάχοι σας•

    вы -ите шутить αστειεύεστε•

    -ите ли видеть βλέπετε;•

    вместо того, чтобы работать, вы все -ите полживать αντί να δουλεύετε, όλοι. σας το πιάσατε ξαπλωταριά,

    προστκ. изволь(те) σημαίνει,: α) καλά•

    -те, остинусь ещё на час καλά, θα περιμένω ακόμα μια ώρα•

    изволь, я согласен καλά, είμαι σύμφωνος, β) να, πάρε, ωρίστε•

    дайте мне папиросу. изволить извольте δόστε μου ένα τσιγάρο. -ωρίστε. γ) προσταγή•

    -те выйти βγήτε έξω•

    -те сначала поучиться, а потом другим указывать πρώτα να μάθετε εσείς καλά και μετά να υποδείχνεται στους άλλους.

    -те! παρακαλώ!

    εκφρ.
    чего -ите?παλ. τι επιθυμείτε;

    Большой русско-греческий словарь > изволить

  • 42 такой

    αντων.
    1. τέτοιος•

    такой работник нам нужен τέτοιος εργάτης μας χρειάζεται•, какой есть τέτοιος, που είναι•

    я не такой человек, который меняет своё мнение δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, που

    αλλάζω τη γνώμη μου•

    до такой степени σε τέτοιο βαθμό•

    нет -ого человека среди нас δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας•

    точно такой же τέτοιος ακριβώς, απαράλλαχτος•

    -ие друзья редки τέτο ιο ι, φίλοι, είναι, σπάνιοι•

    в -ом же омысле στο ίδιο πνεύμα.

    2. σε συνδυασμό με τις αντωνυμίες•

    кто, что, какой σημαίνει ακριβώς•

    кто он такой ποιος ακριβώς είν' αυτός.

    || σε συνδυασμό με τις αντων. кто-то, что-то σημαίνει: κάποιος, κάτι.
    3. ουσ. такое ουδ. τέτοιο•

    мы к -ому ещё не привыкли σε τέτοιο ακόμα δε συνηθίσαμε.

    εκφρ.
    - им образон – α) έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, β) συνεπώς, κι έτσι•
    в -ом случаеκ. (απλ.) в -ом резе σε τέτοια περίπτωση•
    и всё • такойое (прочее) – και όλα τα τέτοια (τα παρόμοια)• όλ αυτά και τ άλλα τέτοια•
    что -ое – τι είναι ή τι θα πει•
    что -ое космос? – τι είναι το διάστημα;•
    что -ое ракета? – τι είναι ο πύραυλος;•
    что же (ж) -оеκ. что же (ж) -ого τι το ιδιαίτερο (είναι εδώ).

    Большой русско-греческий словарь > такой

  • 43 точка

    θ.
    1. στίξη, στιγμή,
    μτφ. σημαδάκι.
    2. (γραμμ.) η τελεία.
    3. σημείο, μέρος•

    точка пересечения σημείο τομής ή διασταύρωσης•

    точка касания дуги с прямой το σημείο επαφής του τόξου με την ευθεία•

    точка опоры το. σημείο στήριξης•

    точка попадания снарядов σημείο πτώσης των βλημάτων•

    наивысшая точка το υψηλότερο σημείο•

    пулемтная точка φωλιά πολυβόλου•

    торговая точка μαγαζί• περίπτερο.

    || όριο•

    кипения σημείο βρασμού (ζέσης)•

    точка плавл-ния σημείο τήξης•

    точка замерзания σημείο ψύξης.

    4. ω? κατήγ. τέλος, φτάνει•

    ещё пол часа поработаю и -! ακόμα μισή ώρα θα δουλέψω και τελειώνω.

    5. τέλος, θάνατος, χαμός.
    εκφρ.
    дветочкаи – η διπλή τελεία (:)• точка с запятой η άνω τελεία στα ρωσικά (;) точка в -у απόλυτη ακρίβεια, ίσα-ίσα, ακριβής σύμπτωση•
    до -и (дойти, довести) – στο έπακρο• στο αμήν•
    доточкаи (знать, видеть) – λεπτομερέστατα, με κάθε λεπτομέρεια•
    ставит -у – βάζω τελεία και παύλα (βάζω οριστικό τέρμα)•
    ставить -у, -и на ή над – (προεπαναστατικά)• α) διευκρινίζω λεπτομερέστατα, β) οδηγώ σε λογικό συμπέρασμα•
    попасть в (самую) -у – α) βρίσκω το στόχο στο κέντρο, β) μαντεύω ακριβώς ή λέγω κάτι πολύ πετυχημένο•
    смотреть (глядть) вод-ну -у – καρφώνω το μάτι σ ένα σημείο.
    θ.
    1. τρόχισμα, ακόνισμα.
    2. τόρνευση. || σκάλισμα, λάξευση.

    Большой русско-греческий словарь > точка

  • 44 всё

    все мн. ч. от весь
    * * *
    1. с. р. от весь 2. нареч.

    всё бо́лее и бо́лее — όλο και πιο πολύ

    всё равно́ — το ίδιο κάνει

    мне всё равно́ — μου είναι αδιάφορο

    ••
    3. с
    όλα, τα πάντα

    Русско-греческий словарь > всё

  • 45 далее

    далее
    нареч
    1. παραπέρα, παρακάτω, περαιτέρω·
    2. (затем) ἀργότερα, Επειτα, σέ συνέχεια, ὑστερα· ◊ не \далее как вчера χθες ἀκόμα, μόλις χθές· и так \далее (и т. д.) καί τά λοιπά (κ.λ.π.).

    Русско-новогреческий словарь > далее

  • 46 цветочек

    цветоч||ек
    м уменьш. τό λουλουδάκι· ◊ это (все) \цветочекки, а ягодки впереди́ по-гов. καί ποῦ είσαι ἀκόμα.

    Русско-новогреческий словарь > цветочек

  • 47 быть

    ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)
    1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•

    его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.

    2. εχω•

    у него был внук αυτός είχε εγγόνι.

    || βρίσκομαι•
    3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•

    я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•

    был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).

    4. γίνομαι•

    заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.

    5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•

    я был болен ήμουν άρρωστος.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).

    6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•

    город был взят η πόλη καταλήφθηκε.

    7. (μόριο μέλλοντα) θα•

    он будет читать αυτός θά διαβάζει,

    εκφρ.
    быть можетκ. может быть βλ. στη λ. мочь 1
    быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•
    быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•
    быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•
    так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•
    быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•
    быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•
    как -? – τι να γίνει;•
    будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•
    была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•
    что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε.

    Большой русско-греческий словарь > быть

  • 48 видеть

    вижу, видишь, παθ. μτχ. ενεστ. видимый, βρ: -дим, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βλέπω, ορώ, θωρώ•

    я -ел своими глазами είδα με τα ίδια μου τα μάτια•

    старик еще хорошо -ит ο γέρος ακόμα καλά βλέπει.

    || συναντώ•

    мне хотелось видеть вашего директора εγώ ήθελα (θέλω) να ιδώ το διευθυντή σας.

    2. αναπαρασταίνω•

    я его вижу, как живого τον βλέπω σαν ζωντανόν.

    3. παραδέχομαι, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αισθάνομαι•

    видеть свою ошибку βλέπω το λάθος μου.

    εκφρ.
    -ишь (-те), -ишь ли (-те ли) – βλέπεις, -ετε (λοιπόν)•
    видеть насквозь – διαβλέπω, δι,αγιγνώσκω•
    видеть не могу – δεν μπορώ ν’αντικρίζω•
    как -те – όπως βλέπετε, όπως σας είναι σαφές•
    не видеть света – δε βλέπω το φως της μέρας (είμαι υπεραπασχολημενος)• υποφέρω πολύ•
    рад видеть вас – χαίρω που σας βλέπω (σας συνάντησα)•
    только и -ли (кого) – μόλις, τον είδαμε, εξαφανίστηκε κιόλας, δεν προκάναμε να τον ιδούμε και χάθηκε από μπροστά μας.
    1. φαίνομαι, είμαι ορατός, διακρίνομαι•

    кой-где видятся деревья κάπου-κάπου φαίνονται δέντρα.

    || ονειρεύομαι, βλέπω στον ύπνο•

    ему -лось сон αυτός είδε όνειρο.

    2. συναντιέμαι•

    мы часто видемся друг с другом εμείς ταχτικά βλεπόμαστε.

    εκφρ.
    как -ится – όπως φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > видеть

  • 49 вот

    (μόριο)
    1. δεικτ. να, ιδού, ιδές, δες (για πλησίον αντικείμενα)•

    вот наш дом να το σπίτι μας•

    вот это να αυτό, αυτό δα•

    вот он идет να τος έρχεται•

    дайте мне вот это δόστε μου να αυτό•

    вот и я νάμαι (κι εγώ).

    2. (για συμπέρασμα) να• вот (и;) να (και)•

    вот и все αυτό ηταν όλο, τέλος, αυτά είχα να σας πω.

    3. (Με αναφώνηση)• να, (ι)δές•

    вот вздор! να ανοησία!•

    и (για απρόοπτο, δυσάρεστο)•

    вот как! να πως!•

    вот что! να τι!•

    вот и отлично! ωραία! θαυμάσια! περίφημα! (τα κατάφερες).

    εκφρ.
    вот еще! – ωρίστε μας! να τα μας! αυτό μας έλειπε ακόμα! (για ασυμφωνία)•
    вот так... – να έτσι.... (περιφρονητικά ή για αρνητική εκτίμηση)•
    вот я тебя, его, ихκ.τ.τ. (απειλή) θα σου,του, τους δείξω, θα (ι)δείς...• вот тебе να πάρ’ τηνε, άρπαχ’την (δαρμός).

    Большой русско-греческий словарь > вот

  • 50 гром

    α., γεν. πλθ. -ов
    βροντή, μπουμπουνητό• κεραυνός. || θόρυβος, πάταγος•

    аплодисментов θύελλα χειρικροτημάτων.

    εκφρ.
    (как) гром среди ясного неба – τελείως απροσδόκητα•
    как -ом пораженный, ошеломленныйκ.τ.τ. εμβρόντητος•
    метать -ы и молнии – εκτοξεύω (εξακοντίζω) μύδρους• απειλώ θεούς και δαίμονες•
    пока гром не грянет – οσο ακόμα είναι νωρίς, πριν ξεσπάσει η μπόρα.

    Большой русско-греческий словарь > гром

  • 51 дёрнуть

    ρ.σ.
    1. βλ. дргать.
    (απλ.) περνώ, κινώ απότομα.
    2. κινούμαι, ξεκινώ απότομα.
    3. (απλ.) πίνω, τραβώ, τσούζω•

    -ем ещё ας τσούξομε ακόμα λίγο.

    4. (απλ.) αναχωρώ με μεταφορικό μέσο.
    5. (απλ.) καταπιάνομαι, με ζήλο, στα ζεστά.
    εκφρ.
    чёрт ή нелёгкая дёрнул (-ла) – ο διάβολος μ' έσπρωξε, με παρακίνησε•
    чёрт -ул за язык; -ло за язык кого – ο διάβολος μ' έβαλε και είπα τέτοια λέξη.
    βλ. дргаться.

    Большой русско-греческий словарь > дёрнуть

  • 52 дойти

    дойду, дойдшь, παρλθ. χρ. дошл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. дошедший ρ.σ.
    1. φτάνω, πηγαίνω ως•

    дойти до дома пешком φτάνω ως το σπίτι πεζός•

    танк -шёл до моста το άρμα μάχης έφτασε ως τή γέφυρα•

    письмо ещё не -шло το γράμμα ακόμα δεν έφτασε.

    2. διαδίδομαι (για ήχο, μυρουδιά κλπ.)• выстрели -шли до нас οι πυροβολισμοί ακούστηκαν ως εμάς•

    весть -шла до них η είδηση έφτασε ως αυτούς•

    -шёл слух έφτασε η φήμη.

    || γίνομαι κατανοητός, αισθητός•

    лекция не -шла до меня τη διάλεξη δεν την κατάλαβα.

    3. αναπτύσσομαι, αυξαίνω, ανεβαίνω, φτάνω ως•

    мороз -шёл до 22 градусов το ψύχος έφτασε στους 22 βαθμούς•

    дойти до совершенства φτάνω ως το τέλειο•

    любовь его -шла до безумия η αγάπη του έφτασε ως την τρέλλα•

    дойти до крайности φτάνω ως τα άκρα•

    вот до чего мы -шли! να που καταντήσαμε!дело -шло до того, что... η υπόθεση έφτασε σε σημείο που...

    4. έρχομαι•

    -дёт и до тебя очередь θα έρθει και σένα η σειρά.

    5. ψήνομαι, τηγανίζομαι• βράζω• γίνομαι•

    пирог -шёл η πίτα ψήθηκε.

    || ωριμάζω•

    помидоры -шли οι ντομάτες ωρίμασαν.

    6. κατορθώνω•

    он дошл своим умом до разрешения задачи αυτός μπόρεσε κι έλυσε το πρόβλημα μόνος του.

    εκφρ.
    дойти до сведения – πληροφορούμαι, φτάνει• στ' αυτιά μου•
    руки не -шли ή не доходят – δεν έχω καιρό (να πάνω κάτι,)..

    Большой русско-греческий словарь > дойти

  • 53 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 54 желать

    ρ.δ.
    1. μ., επιθυμώ, θέλω•

    желать познакомиться θέλω να γνωριστούμε•

    родители не -ют этого брака οι γονείς δεν τον θέλουν αυτόν τον γάμο.

    || ποθώ, έχω καημό" желать его видеть ποθώ να τον ιδώ. || εύχομαι•

    желать доброго пути εύχομαι καλό ταξίδι•

    желать вам здоровье и счастье σας εύχομαι υγεία και ευτυχία•

    -ю вам успехов σας εύχομαι (καλές) επιτυχίες•

    - вам всего хорошего (ή доброго) σας εύχομαι ό,τι καλό.

    2. αγαπώ•

    я ее -ю εγώ την θέλω.

    εκφρ.
    оставляет желать многого (ή лучшего) – έχει ακόμα ελλείψεις.
    απρόσ. θέλω.

    Большой русско-греческий словарь > желать

  • 55 лишний

    -яя -ее
    επ.
    1. περίσσιος, παραπανίσιος, περιττός•

    я здесь лишний εγώ εδώ είμαι περίσσιος•

    -ие деньги παραπανίσια χρήματα•

    лишний раз μια φορά παραπάνω ή ακόμα•

    -ие слова παραπανίσια λόγια, περίσσιες κουβέντες.

    ουσ. το περίσσιο, το παραπάνω, το περιττό.
    2. άχρηστος•

    -ие вещи περίσσια πράγματα.

    3. επιπρόσθετος• έξτρα.
    εκφρ.
    с -им – και πάνω ή παραπάνω•
    не -ее – δεν είναι περίσσιο (χρειάζεται)•
    позволить себе -ее – α) ξοδεύω άσκοπα, β) παρεκτρέπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > лишний

  • 56 лучше

    συγκρ. β. του επ. хороший και του επίρ. хорошо• καλύτερος• καλύτερα•

    жизнь стало лучше η ζωή καλυτέρευσε•

    старый друг двух новых ο παλαιός φίλος είναι, καλύτερος από δυο καινούριους•

    мне лучше είμαι (αισθάνομαι) καλύτερα•

    лучше смерть, чем рабство καλύτερα θάνατος, παρά σκλαβιά•

    лучше не спрашивай καλύτερα μη ρωτάς•

    лучше поздно, чем никогда κάλιο αργά,παρά ποτέ.

    εκφρ.
    как можно лучше – όσο το δυνατόν καλύτερα•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    лучше сказать – για να πω (εκφραστώ) καλύτερα•
    тем лучше – ακόμα καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > лучше

  • 57 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 58 опять

    επίρ.
    1. πάλι, ξανά, εκ νέου•

    опять же και πάλι.

    2. (απλ.)
    επίσης, το ίδιο. || (με το σύνδεσμο «но») όμως, αλλά.
    εκφρ.
    опять-таки – α) ακόμα μια φορά• εκ νέου. β) επίσης, το ίδιο.

    Большой русско-греческий словарь > опять

  • 59 погодить

    -гожу, -годишь ρ.σ.
    περιμένω, καρτερώ•

    -жу ещё две-три минуты θα περιμένω ακόμα δυό-τρία λεπτά•

    -и(те) περίμενε, μένετε (λέγεται, και με σημ. απειλής).

    εκφρ.
    немного погодя – μετά από λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > погодить

  • 60 подбить

    подобью, подобьшь, προστκ. подбей
    ρ.σ.μ.
    1. χτυπώ καρφώνω από κάτω•

    подковку καρφώνω το πέταλο•

    подбить каблуки καρφώνω τα ντακούνια.

    2. υπορράπτω, φοδράρω, υπενδύω.
    3. βλ. запихнуть. || σπρώχνω, ωθώ.
    4. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύνω, υποκινώ.
    5. χτυπώ από κάτω, ρίχνω κάτω. || βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακατεύω•

    подбить глаз χτυπώ στο μάτι•

    подбить самолт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο.

    || πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω.
    6. (απλ.) βγάζω συμπέρασμα.
    εκφρ.
    подбить тсто – (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό ανακατεύω ακόμα μια φορά.
    1. (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (από το πολύ τρέξιμο).
    2. (απλ.) αποκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. || καιροφυλαχτώ, και-ροσκοπω, καραδοκώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > подбить

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

  • Δάφνις και Χλόη — Βουκολικό μυθιστόρημα που πιθανολογείται ότι γράφτηκε τον 2οαι. ή κατά άλλους τον 4ο ή 5ο αι. Αποτελείται από τέσσερα βιβλία και αποδίδεται στον Λόγγο (βλ. λ.). Η υπόθεση διαδραματίζεται σε παραλία της Λέσβου, όπου οι βοσκοί Λάμων και Δρύας… …   Dictionary of Greek

  • Βορείων και Νοτίων, πόλεμος ή Χωριστικός πόλεμος — (Secession War). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστός ο πόλεμος μεταξύ των βόρειων και των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, που διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1861 έως τον Απρίλιο του 1865. Το 1860 περίπου το μακρόχρονο και ακανθώδες πρόβλημα της… …   Dictionary of Greek

  • Λιμιέρ, Λουί Ζαν και Ογκίστ Μαρί — (Louis Jean Lumière, Μπεζανσόν 1864 – Μπαντόλ Βαρ 1948· August Marie Lumière, Μπεζανσόν 1862 – Λιόν 1954). Εφευρέτες και πρωτοπόροι του γαλλικού κινηματογράφου. Στους αδελφούς Λ. οφείλεται η ανακάλυψη της συσκευής με την ονομασία κινηματογράφος… …   Dictionary of Greek

  • Ντάλε Μαζένιε, Γιακομπέλο και Πιερ Πάολο — (Jacobello e Pier Paolo Dalle Masegne, 14ος αι.). Ιταλοί γλύπτες. Οι μεγαλύτεροι γλύπτες της Βενετίας του 14ου αι. Πληροφορίες γι’ αυτούς υπάρχουν από το 1383 έως το 1409. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη οι δύο αδελφοί υπέγραφαν από κοινού τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»