-
21 слить
солью, сольшь, παρλθ. χρ. слил, -ла, -ло, προστκ. слей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слитый, βρ: слит, -а, -оρ.σ.μ.1. χύνω μαζί, ανακατώνω, αναμειγνύω• αδειάζω, εκκενώνω•слить молоко из двух битонов в один αδειάζω γάλα από δυο δοχεία σε ένα.
2. συ-γκερνώ. || συντήκω (για μέταλλα).3. μτφ. συνενώνω, συγχωνεύω• ενοποιώ.4. εκχύνω, ξεχύνω.5. αμ. παλ. εκρέω, χύνομαι, τρέχω.1. (συν)ενώνομαι.2. μτφ. συγχωνεύομαι. || συνδέομαι στενά.3. βλ. ενεργ. φ. (5 σημ.). -
22 балласт
1. мор. το έρμα, разг. η σαβούρα (ξεν.)в - е υπό το -, το κενό του φορτίουпринимать - ερματίζω, παίρνω το -2. ж.-д. το έρμα (χαλίκι/άμμος) ερμόστρωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балласт
-
23 баллон
1. (ёмкость) το δοχείο, η φιάλη- κινδύνουпротивопожарный ав. - της πυρόσβεσηςпусковой ав. - εκκίνησης2. (часть электровакуумного прибора) о βολβ/ός, το περίβλημα 3. (шина автомобиля) о αεροθάλαμος 4. (аэростата) η αερόσφαιρα (του αερόστατου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баллон
-
24 выгребать
1. (золу) καθαρίζω (από στάκτη) 2. (очищать) βγάζω, αδειάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выгребать
-
25 выкачивать
αντλώεκκενώνωαδειάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выкачивать
-
26 выпускать
1. (давать выход воздуху, газу и т.п.) βγάζω, εκλύω, απελευθερώνω 2. (опорожнять, выбрасывать) αδειάζω, εκφορτώνω, ξεφορτώνω 3. (товары, продукцию) παράγω, κατασκευάζω 4. эк. εκδίδω 5. (издавать, опубликовывать) εκδίδω, δημοσιεύω б.(освобождать) αφήνω, βγάζω, ελευθερώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выпускать
-
27 высыпать
(опоражнивать) χύνω (κάτι στερεό, π.χ. σιτάρι)αδειάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высыпать
-
28 вычерпывать
(воду) αδειάζω (από νερά)εκκενώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вычерпывать
-
29 грейфер
(грузозахватное приспособление) η αρπάγ/η, η δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грейфер
-
30 отливать
1. (изготовлять литьём) χύνω (μέταλλο, πλαστικό) 2. (выливать часть жидкости) εκχύνω, αδειάζω (κάποια ποσότητα υγρού) 3. (разными цветами) ιριδίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отливать
-
31 отстой
το κατακάθι, το ίζημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отстой
-
32 разгружаться
1. (освобождаться от груза) εκφορτώνομαι, ξεφορτώνομαι 2. вчт. (от программы, работы и т.п.) αδειάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разгружаться
-
33 спускать
1. (перемещать сверху вниз) κατεβάζω 2. (выпускать, сбрасывать, разгружать) βγάζω, αδειάζω, ξεφορτώνω 3. (по лотку, желобу) εκφορτώνω, κατεβάζω 4. (судно, катер и т.п. на воду) καθελκύω, καθελκώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спускать
-
34 выгребать
выгребатьнесов βγάζω, ἀδειάζω, ἐκκενώνω. -
35 выгружать
выгружатьнесов, выгрузить сов ξεφορτώνω, ἀδειάζω, ἐκφορτώνω/ ξεμπαρ-κάρω (судно). -
36 выкачать
выкачатьсов, выкачивать несов ἀντλώ, τρουμπάρω (жидкость)/ ἐκκενώνω, ἀδειάζω (воздух)· ◊ \выкачать деньги раз». τραβώ ἀπό κάποιον χρήματα. -
37 выливать
выливатьнесов1. χύνω, ξεχύνω, ἀδειάζω, ἐκχέω, κενώνω·2. (отлить из металла, воска) χύνω, λυώνω, χύνω σε κα-λοῦπι, καλουπιάζω. -
38 вычеркивать
вычеркиватьнесов, вычеркнуть сов σβύνω, ἀποσβύνω, διαγράφω:\вычеркивать из списка διαγράφω ἀπό τόν κατάλογο· ◊ \вычеркивать из памяти σβύνω ἀπό τή μνήμη, вычерпать сов, вычерпывать несов1. (водоем и т. п.) ἀδειάζω, ἐξαντλῶ, ἐκκενώνω·2. (воду) ἀντλώ, βγάζω. -
39 опоражниваться
опоражнивать||сяἀδειάζω (άμβτ.). -
40 опустерыйть
опустерый||тьсоз. γίνομαι Ερημος, \ ἐρημώνομαι, ἀδειάζω (άμετ.) (о помещении и т. п.)/ ἐρημώνω (άμετ.), ἐρημοϋμαι (стать безлюдным, пустын· ι ным). }
См. также в других словарях:
αδειάζω — αδειάζω, άδειασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αδειάζω — (Μ ἀδειάζω) έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ νεοελλ. 1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω 2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι 3. ερημώνομαι 4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού 5. φρ. «άδειασέ μας… … Dictionary of Greek
αδειάζω — άδειασα, αδειάστηκα, αδειασμένος 1. μτβ., κενώνω, χύνω: Άδειασαν το σπίτι για να το ασπρίσουν. – Άδειασε το βαρέλι, γιατί γέμισε. 2. αμτβ., κενώνομαι, ερημώνομαι: Χτες το βράδυ άδειασαν οι δρόμοι. 3. ευκαιρώ: Δεν αδειάζω να ρθω να σε δω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεγεμίζω — αδειάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + γεμίζω] … Dictionary of Greek
παρακενώ — όω, Α 1. αδειάζω κάτι από τα πλάγια, αδειάζω λίγο λίγο 2. μτφ. αποκαλύπτω, προδίδω κάποιον («φοβοῡμαι μήποτε παρακενώσῃς με τοῑς Χριστιανοῑς καὶ καύσωσί με», Διδασκ. Ιακ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κενῶ «αδειάζω» (< κενός)] … Dictionary of Greek
αλαπάζω — ἀλαπάζω (Α) 1. αδειάζω, εξαντλώ 2. καταβάλλω, κατανικώ 3. εκπορθώ, λεηλατώ 4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τύπων με ή χωρίς το ἀ δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή τής λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό ἀ είναι … Dictionary of Greek
εκκενώνω — (AM ἐκκενῶ, όω Α και ἐκκεινῶ, όω) αδειάζω, εγκαταλείπω («εκκενώθη η αίθουσα, η δεξαμενή») νεοελλ. 1. (για στρατεύματα) αποχωρώ, αποσύρομαι («διατάχθηκαν να εκκενώσουν την Ήπειρο») 2. φρ. «εκκενώνω όπλο» α) πυροβολώ β) αφαιρώ τή γόμωσή του αρχ. 1 … Dictionary of Greek
ευκαιραίνω — (Μ εὐκαιραίνω) [εύκαιρος] εγκαταλείπω κάποιον τόπο αναχωρώντας, αδειάζω νεοελλ. 1. (γ πρόσ.) εὐκαιραίνει υπάρχει έλλειψη, λείπει κάτι 2. μέσ. ευκαιραίνομαι μένω άδειος, αδειάζω μσν. (για σπαθί) βγάζω από τη θήκη … Dictionary of Greek
κανάσσω — (Α) [καναχή] καταπίνω με θόρυβο, αδειάζω στον λάρυγγα ποτήρι με κρασί κάνοντας θόρυβο, αδειάζω … Dictionary of Greek
μετακενώνω — (ΑM μετακενῶ, όω) αδειάζω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, μεταγγίζω νεοελλ. μεταδίδω σε άλλο τόπο ή σε άλλα πρόσωπα ιδέες, μεθόδους, επιστήμες κ.λπ. μσν. αρχ. μτφ. διοχετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κενῶ «αδειάζω» (< κενός)] … Dictionary of Greek
προδιακενώ — όω, Α αδειάζω τελείως εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διά + κενῶ «αδειάζω»] … Dictionary of Greek