-
21 еврорынок
η Ευρωαγορά, η Ευρωπαϊκή αγορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > еврорынок
-
22 золото
хим. (Au) ο χρυσ/όςразг. το χρυσάφιподвергать - аффинажу εμπλουτίζω το -, καθαρίζω το -червонное - ερυθρός -, βενετσιάνικος/ενετικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > золото
-
23 купля
η αγοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > купля
-
24 покупка
1. (действие) η αγορά 2. (купленная вещь) το αγορασμένοπροϊόν/πράγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > покупка
-
25 положение
1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/ηфинансовое - см. экономическое -4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение
-
26 прайм-рэйт
эк. (учётная ставка для первоклассных денежных обязательств) το επιτόκιο προεξόφλησης (κατά την αγορά των πιστωτικών τίτλων υψηλής φερεγγυότητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прайм-рэйт
-
27 продажа
η πώλησ/η, το πούλημα· *вы-пускать в - у βγάζω για -переговоры ο - е συνομιλίες/διαπραγ-ματεύσης για -- на условиях СИФ - με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продажа
-
28 продукция
1. (отдельные продукты производства) τα προϊόντ/α (πλ)· * выпускать - ю на рынок βγάζω - στην αγοράимпортная - εισαγόμενα/ξένα -печатная - полигр. τυπογραφικά -2. (совокупность продуктов, производимых кем-л. в определённый промежуток времени) η πα-ραγωγ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продукция
-
29 рассрочка
эк. οι δόσειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассрочка
-
30 скупка
η αγοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скупка
-
31 состояние
1. (положение, в котором кто-, что-л. находится) η κατάστασηзародышевое - см. эмбриональное -рабочее - σε - εργα-σίας/λειτουργίαςсверхпроводящее - σε - υπεραγωγιμότητας, υπε-ραγώγιμη -стационарное - στατική -, στάσιμη -тяжёлое - (больного) σοβαρή - (του/της ασθενούς)физическое - мед. φυσική -- цен на рынке (эк.торг.) - τιμών στην αγορά2. (капитал, имущество) η περιουσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состояние
-
32 закупать
-
33 базар
базарм ἡ ἀγορά, τό παζάρι. -
34 внешний
внешн||ийприл в разн. знач. ἐξωτερικός:\внешнийий вид τό ἐξωτερικό, ἡ ἐξωτερική δψη· \внешнийяя среда τό ἐξωτερικό περιβάλλον, ὁ περίγυρος· \внешнийее сходство ἡ ἐξωτερική ὁμοιότητα· \внешнийее спокойствие ἡ ἐξωτερική ἡρεμία, ἡ φαινομενική ἡρεμία· \внешнийий лоск ἐπιφανειακό γυάλισμα (или λοῦστρο)· \внешнийяя политика ἡ ἐξωτερική πολιτική· \внешнийяя торговля τό ἐξωτερικό ἐμπόριο· \внешнийий рынок зк. ἡ ἐξωτερική ἀγορά· ◊ \внешнийяя гавань ὁ προλιμένας. -
35 внутренний
вну́тренн||ийприл в разн. знач. ἐσωτερικός:\внутренний двор ἡ ἐσωτερική αὐλή·\внутреннийΗΗ сила ἡ ἐσωτερική δύναμη· \внутренний мир ὁ ἐσωτερικός κόσμος· \внутреннийяя политика ἡ ἐσωτερική πολιτική· \внутреннийее положение ἡ ἐσωτερική κατάσταση· \внутреннийяя торговля τό ἐσωτερικό ἐμπόριο· \внутренний рынок эк. ἡ ἐσωτερική ἀγορά· министерство \внутреннийнх дел τό ὑπουργεῖο[ν] των ἐσωτερικών \внутреннийие болезни ἐσωτερικές παθήσεις· \внутреннийие причины οἱ ἐσωτερικές αίτίες· для \внутреннийего употребления γιά ἐσωτερική χρήση. -
36 выбрасывать
выбрасыватьнесов1. ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ πετάω ἔξω (о волнах, море и т. п.)·2. (выпускать, исключать) βγάζω, διαγράφω· 3.:\выбрасывать товары на рынок разг ρίχνω τά ἐμπορεύματα στήν ἀγορά· ◊ \выбрасывать лозунг ρίχνω τό σύνθημα· \выбрасывать кого́-либо на у́лицу ρίχνω κάποιον στους πέντε δρόμους· \выбрасывать что́-л. из головы βγάζω ἀπ' τό μυαλό μου (или ἀπ' τό κεφάλι μου). -
37 выпускать
выпускатьнесов1. ἀφήνω, ἀφήνω νά βγῆ, ἀπολύω, ἀμολλάω/ χύνω (жидкость)! βγάζω (воздух):\выпускать на свободу ἀφήνω ἐλεύθερο·2. (учеников, специалистов) προετοιμάζω, ἐκπαιδεύω, ἐτοιμάζω·3. (из текста) ἀφαιρώ, παραλείπω·4. эк. ἐκδίδω (заем и т. ἡ.)/ παράγω, κατασκευάζω (тозары, продукцию):\выпускать деньги ἐκδίδω χαρτονομίσματά \выпускать товары на рынок βγάζω ἐμπορεύματα στήν ἀγορά·5. (из печати) δημοσιεύω, ἐκδίδω·6. (удлинять) μακραίνω, ἐπιμηκύνω· ◊ \выпускать из виду ἀφήνω νά μοῦ διαφύγει κάτι, λησμονώ, ξεχνώ. -
38 закупка
заку́пк||аж οἱ προμήθειες, τά ψώνια, ἡ ἀγορά:оптовые \закупкаи οἱ -αγορές (σέ μεγάλη ποσότητα)· делать \закупкаи κάνω προμήθειες. -
39 купля
купляж ἡ ἀγορά, τό ἀγόρασμα:\купля -продажа ἡ ἀγοραπωλησία. -
40 мировой
миров||о́й Iприл (всемирный) παγκόσμιος:\мировойа́я война ὁ παγκόσμιος πόλεμος· \мировой рынок ἡ παγκόσμια ἀγορά· \мировойое господство ἡ παγκόσμια κυριαρχία· \мировойац слава ἡ παγκόσμια δόξα, ἡ παγκόσμια; φήμη· \мировой рекорд τό παγκόσμιο ρεκόρ· в \мировойо́м масштабе разг σέ παγκόσμια κλίμακα ',мировой IIприл уст.:\мировой судья 6л είρηνοδίκης· \мировой суд τό είρηνοδικείο[ν]."
См. также в других словарях:
ἀγορά — ἀγορά̱ , ἀγορά assembly fem nom/voc/acc dual ἀγορά̱ , ἀγορά assembly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγορά — Ἀγορά̱ , Ἀγορή fem nom/voc/acc dual Ἀγορά̱ , Ἀγορή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορᾷ — ἀγορά assembly fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγοράομαι meet in assembly pres subj mid 2nd sg ἀγοράομαι meet in assembly pres ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγοράζω frequent the fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγοράζω frequent the fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγορά — η 1. η προμήθεια με χρήματα πραγμάτων, το ψώνισμα: Σήμερα έχω να κάνω ορισμένες αγορές. 2. ο ορισμένος για αγοραπωλησίες τόπος: Πάω στην αγορά για ψώνια. 3. η προσφορά και ζήτηση στα χρηματιστήρια διαφόρων αξιών ή εμπορευμάτων: Η αγορά σήμερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγορᾶ — ἀγοράζω frequent the fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγορᾷ — Ἀγορή fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλφιτόπολις, αγορά — Ονομασία που είχαν στην αρχαιότητα η αλευραγορά και σιταγορά της Αθήνας και εκείνη του Πειραιά. Η πρώτη βρισκόταν κοντά στη Μακρά Στοά της μεγάλης αγοράς και η δεύτερη στη θέση της σημερινής πλατείας Καραϊσκάκη … Dictionary of Greek
Κοινή Αγορά — Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση … Dictionary of Greek
τἀγορᾷ — ἀγορᾷ , ἀγορά assembly fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγορᾷ , ἀγοράομαι meet in assembly pres subj mid 2nd sg ἀγορᾷ , ἀγοράομαι meet in assembly pres ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγορᾷ , ἀγοράζω frequent the fut ind mid 2nd sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)