-
61 купля
-и θ.αγορά, αγόρασμα• купля-продажа γοραπωλησία. -
62 мешочничество
-а ουδ.κερδοσκοπική αγορά μεγάλων ποσοτήτων τροφίμων. -
63 перекупка
-и θ.αγόρασμα εκ νέου αγορά για μεταπώληση. -
64 покупка
-и θ.1. αγορά, αγόρασμα, ψώνισμα.2. ψώνι•дешвая покупка φτηνό ψώνι•
пойти за -ами πηγαίνω να ψωνίσω.
-
65 посад
-а α. παλ.1. αγορά έξω από την πόλη.2. συνοικισμός προάστειο. -
66 реализовать
-зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. реализованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ. σ.μ.1. πραγματοποιώ•реализовать своё желание πραγματοποιώ τον πόθο μου.
2. πουλώ• μετατρέπω σε χρήμα•реализовать товары на рынке πουλώ σε χρήμα το εμπόρευμα στην αγορά.
1. πραγματοποιούμαι.2. πουλιέμαι, μετατρέπομαι σε χρήμα. -
67 розница
-ы θ.λιανική πώληση ή αγορά• με το κομμάτι•в -у продавать, покупать πουλώ, αγοράζω λιανικά ή με το κομμάτι.
-
68 скопить
скопить 1скоплю, скопишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скопленный, -лен, -а, -оρ.σ.μ. αποταμιεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω•скопить денег на покупку мотоцикла μαζεύω χρήματα για αγορά μοτοσικλέτας.
μαζεύομαι, συγκεντρώνο-. μαι•много -лось работы μαζεύτηκε πολύ δουλειά.
скопить 2-плю, -пишьρ.σ.μ. ευνουχίζω.ευνουχίζομαι. -
69 страсть
страсть 1-и θ.το πάθος•обуздать -и συγκρατώ τα πάθη•
разжигать -и ανάβω, υποδαυλίζω τα πάθη•
страсть кипит βράζει το πάθος.
|| μανία, μεράκι. || πάθος ερωτικό.страсть 2-и θ. (απλ.)1. φρίκη, φόβος μεγάλος, δέος.2. πλήθος μεγάλο, πληθώρα•народу на базаре страсть - πολύς κόσμος στη λαϊκή αγορά.
|| (για κάτι ισχυρό)• φρίκη•желудок так ломит другой раз страсть - το στομάχι κάποτε τόσο πονά страсть φρίκη.
3. επίρ. σφόδρα, φοβερά. -
70 торг
-
71 торжище
-а ουδ.παλ. αγορά, παζάρι. -
72 форум
-а α.1. παλ. αγορά των Ρωμαίων.2. μτφ. κέντρο.3. φόρουμ, πλατιά αντιπροσωπευτική ομήγυρη. -
73 хлебозакупка
-и θ.η κρατική αγορά σιτηρών• η συγκέντρωση σίτου. -
74 чёрный
επ., βρ: чрен, черна, черно.1. μαύρος, μέλας, μελανός•-ая краска μαύρο χρώμα•
чёрный дым μαύρος καπνός•
чёрный как смола μαύρος σαν την πίσσα.
2. σκούρος, αμαυρός, υπο-μέλας, μελανωπός. || σκοτεινός (αφώτιστος). || μελανόδερμος•-ая раса μαύρη φυλή.
ουσ. ο μαύρος, ο μελανόδερμος.3. ουσ. -ые πλθ. (στο σκάκι κ. άλ.) τα μαύρα (οι μαύροι πεσσοί)•ход -ых παίζουν (ξεκινούν) τα μαύρα.
4. λερωμένος, γανωμένος, μουτζουρωμένος•-ое бель ρούχα μαύρα από τη λέρα•
-ые руки καταλερωμένα (μαύρα) χέρια.
|| μη επίσημος, οπίσθιος, πισινός•-ая лестница η πισινή σκάλα•
чёрный вход η πισινή είσοδος (για το υπηρετικό προσωπικό)•
чёрный двор η πισινή αυλή•
чёрный ход δίοδος προς την κουζίνα.
5. ανειδίκευτος•-ая работа ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλειά, χαμαλοδουλειά.
|| ρυπαρός, βρώμικος.6. μισοκατεργασμένος, χοντροφτιαγμένος, χοντροειδής•-ая гайка χοντροειδές περικόχλιο.
7. βλ. тягловый (1 σημ.).8. ποπολάρος, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μη σοϊλής.9. βλ. чародейный.ουσ. πνεύμα ακάθαρτο, ο αντί, χρηστός, ο τρισκατάρατος.10. αρνητικός, άσχημος•выставить поступок в -ом виде κακοχαρακτηρίζω την πράξη.
11. μτφ. άχαρος, σκοτεινός, μαύρος κι άχαρος•-ые мысли (думы) μαυροσκότε ίνες σκέψεις•
-ая тоска μαύρη (βαριά θλίψη).
|| (για χρόνο) δύσκολος•чёрный год δύσκολη χρονιά, δίσεκτος χρόνος: отложить на чёрный день κρατώ, φυλάγω για ώρα ανάγκης.
12. μτφ. κακός σκοτεινός• δόλιος, πανούργος•-ые силы οι σκοτεινές δυνάμεις•
-ая зависть ο σκοτεινός φθόνος.
εκφρ.-ая биржа; чёрный рынок – η μαύρη αγορά•чёрный глаз – κακό μάτι (βάσκανο)•- ое дерево – ο έβενος, το αμπαζόνι•- ая дорога – ασφαλτόστρωτος δρόμος•- ое ду-ховнство – ο αυστηρότατος κλήρος (αποχής από τα εγκόσμια): -ая икра μαύρο χαβιάρι•чёрный кофе – ο καφές (χωρίς γάλα ή βούτυρο)•- ая кровь – το φλεβικό αίμα•чёрный лес – βλ. чернолесье•- ая меланхолия – φοβερή μελαγχολία (ζόφος ψυχής)•- ая металлургия – μεταλλουργία κοινών ή ευτελών) μετάλλων•- ые металлы – τα κοινά ή ευτελή μέταλλα•чёрный поп – ιερομόναχος, καλογερά-παπαζ•чёрный порох – μαύρη μπαρούτη•- ое пятно – μαύρη κηλίδα (καταισχύνη)•- ое слово – (δ ια λκ.) άσχημη λέξη, βρισιά•- ая смерть – η πανώλη, η πανούκλα•- ые сотни – οι μαύρες εκατονταρχίες•- ые списки – οι μαύροι κατάλογοι (εξόντωσης), προδιαγραφές•- ая тропа – βλ. чернотроп; чёрный хлеб το βρίζινο ψωμί•называть белое -ым – λέγω το άσπρο μαύρο (αντίθετα)•- ым по белому (написано) – κατακάθαρα, πεντακάθαρα, ξεκάθαρα.
См. также в других словарях:
ἀγορά — ἀγορά̱ , ἀγορά assembly fem nom/voc/acc dual ἀγορά̱ , ἀγορά assembly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγορά — Ἀγορά̱ , Ἀγορή fem nom/voc/acc dual Ἀγορά̱ , Ἀγορή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορᾷ — ἀγορά assembly fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγοράομαι meet in assembly pres subj mid 2nd sg ἀγοράομαι meet in assembly pres ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγοράζω frequent the fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγοράζω frequent the fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγορά — η 1. η προμήθεια με χρήματα πραγμάτων, το ψώνισμα: Σήμερα έχω να κάνω ορισμένες αγορές. 2. ο ορισμένος για αγοραπωλησίες τόπος: Πάω στην αγορά για ψώνια. 3. η προσφορά και ζήτηση στα χρηματιστήρια διαφόρων αξιών ή εμπορευμάτων: Η αγορά σήμερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγορᾶ — ἀγοράζω frequent the fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγορᾷ — Ἀγορή fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλφιτόπολις, αγορά — Ονομασία που είχαν στην αρχαιότητα η αλευραγορά και σιταγορά της Αθήνας και εκείνη του Πειραιά. Η πρώτη βρισκόταν κοντά στη Μακρά Στοά της μεγάλης αγοράς και η δεύτερη στη θέση της σημερινής πλατείας Καραϊσκάκη … Dictionary of Greek
Κοινή Αγορά — Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση … Dictionary of Greek
τἀγορᾷ — ἀγορᾷ , ἀγορά assembly fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγορᾷ , ἀγοράομαι meet in assembly pres subj mid 2nd sg ἀγορᾷ , ἀγοράομαι meet in assembly pres ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγορᾷ , ἀγοράζω frequent the fut ind mid 2nd sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)