-
1 αιφνίδιος
-
2 αἰφνίδιος
-
3 αἰφνίδιος
αἰφνίδιος, ον,A unforeseen, sudden, A.Pr. 680, Th.2.61, Arist.EN 1117a18;ἀφικνοῦνται αἰφνίδιοι τοῖς Χίοις Th.8.14
. Adv.- ίως Id.2.53
; also- ιον Plu.Num.15
. [full] αἰφνιδιοτυχής, ές, profiting by strokes of good fortune, Vett. Val.18.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰφνίδιος
-
4 αἰφνίδιος
αἰφνίδιος, ον (Aeschyl., Thu.+; ins; PFay 123, 21, here as adv.; Wsd 17:14; 2 Macc 14:17; 3 Macc 3:24; TestSol 20:17 [Q for ἐξάπινα]; Jos., Ant. 3, 207, Vi. 253; Just., D. 107, 3) sudden Lk 21:34; 1 Th 5:3. αἰ. συμφοραί 1 Cl 1:1 (cp. SIG 730, 20). S. also εὐθέως.—DDaube, The Sudden in the Scripture ’64, 28.—DELG s.v. αἶψα. M-M. Spicq. -
5 αἰφνίδιος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-3=3 2 Mc 14,17; 3 Mc 3,24; Wis 17,14unforeseen, suddenCf. SPICQ 1982, 8 -
6 αιφνίδιος
1) sharp2) suddenΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αιφνίδιος
-
7 αιφνιδιώτερον
ἀφνίδιοςadverbial compἀφνίδιοςmasc acc comp sgἀφνίδιοςneut nom /voc /acc comp sgαἰφνίδιοςunforeseen: masc acc comp sgαἰφνίδιοςunforeseen: neut nom /voc /acc comp sgαἰφνίδιοςunforeseen: adverbial -
8 αἰφνιδιώτερον
ἀφνίδιοςadverbial compἀφνίδιοςmasc acc comp sgἀφνίδιοςneut nom /voc /acc comp sgαἰφνίδιοςunforeseen: masc acc comp sgαἰφνίδιοςunforeseen: neut nom /voc /acc comp sgαἰφνίδιοςunforeseen: adverbial -
9 αιφνιδίως
ἀφνίδιοςadverbialἀφνίδιοςmasc acc pl (doric)αἰφνίδιοςunforeseen: adverbialαἰφνίδιοςunforeseen: masc /fem acc pl (doric) -
10 αἰφνιδίως
ἀφνίδιοςadverbialἀφνίδιοςmasc acc pl (doric)αἰφνίδιοςunforeseen: adverbialαἰφνίδιοςunforeseen: masc /fem acc pl (doric) -
11 αιφνίδιον
ἀφνίδιοςmasc acc sgἀφνίδιοςneut nom /voc /acc sgαἰφνίδιοςunforeseen: masc /fem acc sgαἰφνίδιοςunforeseen: neut nom /voc /acc sg -
12 αἰφνίδιον
ἀφνίδιοςmasc acc sgἀφνίδιοςneut nom /voc /acc sgαἰφνίδιοςunforeseen: masc /fem acc sgαἰφνίδιοςunforeseen: neut nom /voc /acc sg -
13 αιφνιδίοις
-
14 αἰφνιδίοις
-
15 αιφνιδίου
-
16 αἰφνιδίου
-
17 αιφνιδίους
-
18 αἰφνιδίους
-
19 αιφνιδίω
-
20 αἰφνιδίῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αιφνίδιος — ια, ιο (Α αἰφνίδιος, ιον) απροσδόκητος, ανέλπιστος, ξαφνικός αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τὸ αἰφνίδιον αιφνιδίως, ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴφνης. ΠΑΡ. μσν. αἰφνιδιάζω] … Dictionary of Greek
αιφνίδιος — α, ο επίρρ. α απροσδόκητος, ξαφνικός: Λύπησε όλους ο αιφνίδιος θάνατός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰφνίδιος — ἀφνίδιος masc nom sg αἰφνίδιος unforeseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιφνίδιος θάνατος — Ο απρόοπτος και σύντομος θάνατος που οφείλεται σε κάποια άγνωστη φαινομενικά, εσωτερική παθολογική ή φυσιολογική αιτία. Το ποσοστό των α.θ. στο σύνολο των θανάτων είναι σχετικά μικρό. Από πλευράς φύλου περισσότερο ευπρόσβλητο είναι το αντρικό,… … Dictionary of Greek
αἰφνιδιώτερον — ἀφνίδιος adverbial comp ἀφνίδιος masc acc comp sg ἀφνίδιος neut nom/voc/acc comp sg αἰφνίδιος unforeseen masc acc comp sg αἰφνίδιος unforeseen neut nom/voc/acc comp sg αἰφνίδιος unforeseen adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰφνιδίως — ἀφνίδιος adverbial ἀφνίδιος masc acc pl (doric) αἰφνίδιος unforeseen adverbial αἰφνίδιος unforeseen masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰφνίδιον — ἀφνίδιος masc acc sg ἀφνίδιος neut nom/voc/acc sg αἰφνίδιος unforeseen masc/fem acc sg αἰφνίδιος unforeseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
напрасный — напрасно, нареч., напрас клевета , укр. напрасний внезапный , блр. напраслiна поклеп , ст. слав. напраснъ δριμύς, αἰφνίδιος, сербохорв. напрасан вспыльчивый, стремительный, неукротимый . Рум. năprasnă нечаянно, внезапно заимств. из болг.; см.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
άξαφνος — η, ο [άξαφνα] 1. αιφνίδιος, απροσδόκητος, ξαφνικός, αναπάντεχος 2. το ουδ. ως ουσ. το άξαφνο κάτι, συνήθως κακό, που γίνεται απροσδόκητα («άξαφνο να σούρθει» κατάρα) … Dictionary of Greek
έξαφνος — η, ο και άξαφνος [έξαφνα] αιφνίδιος, απρόοπτος … Dictionary of Greek