-
21 обиход
обиходм ἡ χρήση [-ις]:предметы домашнего \обихода ἀντικείμενα οίκιακής καθημερινής χρήσης· пускать в \обиход βάζω σέ χρήση, λανσάρω· войти́ в \обиход μπαίνω σέ χρήση, ἀρχίζω νά χρησιμοποιούμαι· выйти из \обихода παύω νά χρησιμοποιούμαι, γίνομαι ἄχρηστος. -
22 отживший
отжившийприч. и прил ἐπηρχαιω-μένος, ἄχρηστος. -
23 приходить
приходитьнесов1. Ερχομαι, φθάνω, ἀφικνοδμαι:\приходить домой ἐρχομαι στό σπίτι· пароход приходит в пять часов τό βαπόρι φθάνει στίς πέντε ἡ ῶρα· мне приходит в голову мысль... μοῦ ήρθε μιά Ιδέα στό νοῦ...·2. (наступать, наставать) ἐρχομαι, φθάνω:приходит ночь νύχτωσε·3. (в какое-л. состояние) ἐρχομαι, περιέρχομαι, πέφτω:\приходить в отчаяние ἀπελπίζομαι, μέ πιάνει ἀπόγνωση· -\приходить в восторг κατενθουσιάζομαι· \приходить в бешенство γίνομαι ἔξω φρενών· \приходить в изумление μένω κατάπληκτος· \приходить в негодность γίνομαι ἀχρηστος, πέφτω σέ ἀχρηστία· \приходить в упадок παρακμάζω, πέφτω σέ παρακμή· ◊ \приходить всебя συνέρχομαι· \приходить к заключению φθάνω στό συμπέρασμα· \приходить к соглашению καταλήγω σέ συμφωνία, συμφωνώ-\приходить на помощь Ιρχομαι νά βοηθήσω· \приходить к концу τελειώνω. -
24 употребление
употреб||лениес ἡ χοησιμοποίηση [-ις]:выйти из \употреблениеления ἀχρηστεύομαι, γίνομαι ἄχρηστος· для наружного \употреблениеления γιά ἐξωτερική χρήση. -
25 устарелый
устаре||лыйприл παλιός, παλαιός, ἀπαρχαιωμένος, ἄχρηστος:\устарелый обычай ἡ παλιά συνήθεια· \устарелый взгляд ἡ ἀπαρχαιωμένη ἀντίληψη. -
26 ненужный
[νινούζνυϊ] εκ. περιττός, άσκοπος, άχρηστος -
27 ненужный
[νινούζνυϊ] εκ. περιττός, άσκοπος, άχρηστος -
28 непригодный
[νυιριγκόντνυϊ] εκ. άχρηστος, ανίκανος -
29 отживший
[ατζύβσυϊ] εκ. άχρηστος -
30 ненужный
[νινούζνυϊ] επ περιττός, άσκοπος, άχρηστος -
31 ненужный
[νινούζνυϊ] επ περιττός, άσκοπος, άχρηστος -
32 непригодный
[νυιριγκόντνυϊ] επ άχρηστος, ανίκανος -
33 отживший
[ατζύβσυϊ] επ άχρηστος -
34 бракованный
επ.σκάρτος, αποσκορακισμένος, ακατάλληλος, άχρηστος. || ελαττωματικός, βλαμμένος. -
35 бросовый
επ.(απλ.) άχρηστος, κακής ποιότητας, για πέταγμα•бросовый товар άχρηστο εμπόρευμα.
εκφρ.- ые земли – παρατημένη (άγονη) γη•- ая цена – υποτίμηση, τιμή κάτω της αξίας•бросовый экспорт – το ντάμπινγκ. -
36 вовсе
επίρ.ολότελα, εντελώς, τελείως, ολωσδιόλου, εξ ολοκλήρου, καθ’ ολοκληρία•не нужен εντελώς άχρηστος•
вовсе пропал εντελώς αχρηστεύτηκε•
вовсе не (нет) καθόλου, διόλου.
-
37 выношенный
επ. από μτχ.1. καλομελετημένος, ώριμος•-ая идея καλομελετημένη ιδέα.
2. άχρηστος από τη χρήση, φθαρμένος, κουρελιασμένος, λιωμένος. -
38 годный
επ., βρ: годен, -дна, -дно, πλθ. годны κ. годны χρήσιμος, κατάλληλος, χρησιμοποιήσιμος• ικανός•семена -ые для посева σπόροι κατάλληλοι για σπορά•
вода -ая для питья νερό πόσιμο•
годен к строевой службе ικανός για το στρατό, μάχημος•
ни на что не годный για τίποτε δεν κάνει, είναι άχρηστος.
-
39 изжить
-живу, -жившь, παρλθ. χρ. изжил-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжитый, βρ: -жит, -а, -оκ. изжитой, βρ: -жит, -а-ο; ρ.σ.μ.1. εξαλείφω, ξεριζώνω•изжить недостатки εξαλείφω τις αδυναμίες.
2. τρώγω το ψωμίμου, πλησιάζω προς το τέλος•он -жил свою жизнь, свой век αυτός τό φάγε το ψωμί του (πλησιάζει προς το θάνατο).
|| υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, γεύομαι•изжить горе περνώ φαρμάκια•
изжить печали περνώ θλίψη.
εκφρ.он -ил себя – τό φάγε το ψωμί του, γέρασε, έγινε άχρηστος.ξοδεύω, δαπανώ (για δυνάμεις, μέσα κλπ,). -
40 излишний
-яя, -ее, βρ: -шен, -шня, -шне.1. περίσσιος, περιττός, παραπανίσσιος, υπερβολικός•-ее любопытство υπερβολική περιέργεια•
-ие подробности περιττές λεπτομέρειες•
-яя роскошь περίσσια πολυτέλεια•
его при-суствие -е η παρουσία του είναι περιττή.
2. άδικος, χαμένος, άχρηστος.
См. также в других словарях:
ἄχρηστος — useless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχρηστος — η, ο (AM ἄχρηστος, ον) 1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε τίποτε, ανώφελος, περιττός 2. αισχρός, φαύλος μσν. 1. άκυρος 2. ανόητος, απερίσκεπτος αρχ. μσν. επίρρ. ἀχρήστως μάταια αρχ. 1. ο χωρίς αποτέλεσμα ή αποτελεσματικότητα 2. (για πρόσωπα) ανώφελος … Dictionary of Greek
άχρηστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι χρήσιμος, ο περιττός, ο ανώφελος: Πολλά από τα πράγματα που είχε ήταν άχρηστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχρηστότερον — ἄχρηστος useless adverbial comp ἄχρηστος useless masc acc comp sg ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστοτέρων — ἄχρηστος useless fem gen comp pl ἄχρηστος useless masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστότατα — ἄχρηστος useless adverbial superl ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστότατον — ἄχρηστος useless masc acc superl sg ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρήστως — ἄχρηστος useless adverbial ἄχρηστος useless masc/fem acc pl (doric) ἀ̱χρήστως , ἀχρηστόω make useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀχρηστόω make useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχρηστον — ἄχρηστος useless masc/fem acc sg ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστοτάτη — ἄχρηστος useless fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστοτάτην — ἄχρηστος useless fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)