Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

άχρηστος

  • 21 обиход

    обиход
    м ἡ χρήση [-ις]:
    предметы домашнего \обихода ἀντικείμενα οίκιακής καθημερινής χρήσης· пускать в \обиход βάζω σέ χρήση, λανσάρω· войти́ в \обиход μπαίνω σέ χρήση, ἀρχίζω νά χρησιμοποιούμαι· выйти из \обихода παύω νά χρησιμοποιούμαι, γίνομαι ἄχρηστος.

    Русско-новогреческий словарь > обиход

  • 22 отживший

    отживший
    прич. и прил ἐπηρχαιω-μένος, ἄχρηστος.

    Русско-новогреческий словарь > отживший

  • 23 приходить

    приходить
    несов
    1. Ερχομαι, φθάνω, ἀφικνοδμαι:
    \приходить домой ἐρχομαι στό σπίτι· пароход приходит в пять часов τό βαπόρι φθάνει στίς πέντε ἡ ῶρα· мне приходит в голову мысль... μοῦ ήρθε μιά Ιδέα στό νοῦ...·
    2. (наступать, наставать) ἐρχομαι, φθάνω:
    приходит ночь νύχτωσε·
    3. (в какое-л. состояние) ἐρχομαι, περιέρχομαι, πέφτω:
    \приходить в отчаяние ἀπελπίζομαι, μέ πιάνει ἀπόγνωση· -\приходить в восторг κατενθουσιάζομαι· \приходить в бешенство γίνομαι ἔξω φρενών· \приходить в изумление μένω κατάπληκτος· \приходить в негодность γίνομαι ἀχρηστος, πέφτω σέ ἀχρηστία· \приходить в упадок παρακμάζω, πέφτω σέ παρακμή· ◊ \приходить всебя συνέρχομαι· \приходить к заключению φθάνω στό συμπέρασμα· \приходить к соглашению καταλήγω σέ συμφωνία, συμφωνώ-\приходить на помощь Ιρχομαι νά βοηθήσω· \приходить к концу τελειώνω.

    Русско-новогреческий словарь > приходить

  • 24 употребление

    употреб||ление
    с ἡ χοησιμοποίηση [-ις]:
    выйти из \употреблениеления ἀχρηστεύομαι, γίνομαι ἄχρηστος· для наружного \употреблениеления γιά ἐξωτερική χρήση.

    Русско-новогреческий словарь > употребление

  • 25 устарелый

    устаре||лый
    прил παλιός, παλαιός, ἀπαρχαιωμένος, ἄχρηστος:
    \устарелый обычай ἡ παλιά συνήθεια· \устарелый взгляд ἡ ἀπαρχαιωμένη ἀντίληψη.

    Русско-новогреческий словарь > устарелый

  • 26 ненужный

    [νινούζνυϊ] εκ. περιττός, άσκοπος, άχρηστος

    Русско-греческий новый словарь > ненужный

  • 27 ненужный

    [νινούζνυϊ] εκ. περιττός, άσκοπος, άχρηστος

    Русско-греческий новый словарь > ненужный

  • 28 непригодный

    [νυιριγκόντνυϊ] εκ. άχρηστος, ανίκανος

    Русско-греческий новый словарь > непригодный

  • 29 отживший

    [ατζύβσυϊ] εκ. άχρηστος

    Русско-греческий новый словарь > отживший

  • 30 ненужный

    [νινούζνυϊ] επ περιττός, άσκοπος, άχρηστος

    Русско-эллинский словарь > ненужный

  • 31 ненужный

    [νινούζνυϊ] επ περιττός, άσκοπος, άχρηστος

    Русско-эллинский словарь > ненужный

  • 32 непригодный

    [νυιριγκόντνυϊ] επ άχρηστος, ανίκανος

    Русско-эллинский словарь > непригодный

  • 33 отживший

    [ατζύβσυϊ] επ άχρηστος

    Русско-эллинский словарь > отживший

  • 34 бракованный

    επ.
    σκάρτος, αποσκορακισμένος, ακατάλληλος, άχρηστος. || ελαττωματικός, βλαμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > бракованный

  • 35 бросовый

    επ.
    (απλ.) άχρηστος, κακής ποιότητας, για πέταγμα•

    бросовый товар άχρηστο εμπόρευμα.

    εκφρ.
    - ые земли – παρατημένη (άγονη) γη•
    - ая цена – υποτίμηση, τιμή κάτω της αξίας•
    бросовый экспорт – το ντάμπινγκ.

    Большой русско-греческий словарь > бросовый

  • 36 вовсе

    επίρ.
    ολότελα, εντελώς, τελείως, ολωσδιόλου, εξ ολοκλήρου, καθ’ ολοκληρία•

    не нужен εντελώς άχρηστος•

    вовсе пропал εντελώς αχρηστεύτηκε•

    вовсе не (нет) καθόλου, διόλου.

    Большой русско-греческий словарь > вовсе

  • 37 выношенный

    επ. από μτχ.
    1. καλομελετημένος, ώριμος•

    -ая идея καλομελετημένη ιδέα.

    2. άχρηστος από τη χρήση, φθαρμένος, κουρελιασμένος, λιωμένος.

    Большой русско-греческий словарь > выношенный

  • 38 годный

    επ., βρ: годен, -дна, -дно, πλθ. годны κ. годны χρήσιμος, κατάλληλος, χρησιμοποιήσιμος• ικανός•

    семена -ые для посева σπόροι κατάλληλοι για σπορά•

    вода -ая для питья νερό πόσιμο•

    годен к строевой службе ικανός για το στρατό, μάχημος•

    ни на что не годный για τίποτε δεν κάνει, είναι άχρηστος.

    Большой русско-греческий словарь > годный

  • 39 изжить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. изжил
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжитый, βρ: -жит, -а, -о
    κ. изжитой, βρ: -жит, -а
    -ο; ρ.σ.μ.
    1. εξαλείφω, ξεριζώνω•

    изжить недостатки εξαλείφω τις αδυναμίες.

    2. τρώγω το ψωμίμου, πλησιάζω προς το τέλος•

    он -жил свою жизнь, свой век αυτός τό φάγε το ψωμί του (πλησιάζει προς το θάνατο).

    || υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, γεύομαι•

    изжить горе περνώ φαρμάκια•

    изжить печали περνώ θλίψη.

    εκφρ.
    он -ил себя – τό φάγε το ψωμί του, γέρασε, έγινε άχρηστος.
    ξοδεύω, δαπανώ (για δυνάμεις, μέσα κλπ,).

    Большой русско-греческий словарь > изжить

  • 40 излишний

    -яя, -ее, βρ: -шен, -шня, -шне.
    1. περίσσιος, περιττός, παραπανίσσιος, υπερβολικός•

    -ее любопытство υπερβολική περιέργεια•

    -ие подробности περιττές λεπτομέρειες•

    -яя роскошь περίσσια πολυτέλεια•

    его при-суствие -е η παρουσία του είναι περιττή.

    2. άδικος, χαμένος, άχρηστος.

    Большой русско-греческий словарь > излишний

См. также в других словарях:

  • ἄχρηστος — useless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άχρηστος — η, ο (AM ἄχρηστος, ον) 1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε τίποτε, ανώφελος, περιττός 2. αισχρός, φαύλος μσν. 1. άκυρος 2. ανόητος, απερίσκεπτος αρχ. μσν. επίρρ. ἀχρήστως μάταια αρχ. 1. ο χωρίς αποτέλεσμα ή αποτελεσματικότητα 2. (για πρόσωπα) ανώφελος …   Dictionary of Greek

  • άχρηστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι χρήσιμος, ο περιττός, ο ανώφελος: Πολλά από τα πράγματα που είχε ήταν άχρηστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀχρηστότερον — ἄχρηστος useless adverbial comp ἄχρηστος useless masc acc comp sg ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηστοτέρων — ἄχρηστος useless fem gen comp pl ἄχρηστος useless masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηστότατα — ἄχρηστος useless adverbial superl ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηστότατον — ἄχρηστος useless masc acc superl sg ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρήστως — ἄχρηστος useless adverbial ἄχρηστος useless masc/fem acc pl (doric) ἀ̱χρήστως , ἀχρηστόω make useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀχρηστόω make useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχρηστον — ἄχρηστος useless masc/fem acc sg ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηστοτάτη — ἄχρηστος useless fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηστοτάτην — ἄχρηστος useless fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»