-
1 άπληστος
-
2 ἄπληστος
-
3 απληστος
21) ненасытный, алчный(χρημάτων Her., Xen., Plat., Dem., Plut.; τοῦ ἡδέος Arst.; τοῦ μανθάνειν Plut.)
ἄ. αἵματος Her. — кровожадный2) неистощимый(χαρά Soph.; κακῶν Aesch.)
ἄ. λύπης Aesch. — безутешный3) опустевший, покинутый(κοίτη Eur. - v. l. ἄπλατος)
-
4 άπληστος
η, ο [ος, ον ] алчный, жадный, ненасытный -
5 ἄπληστός
ненасытный чем -
6 άπληστος
[аплистос] εκ. ненасытный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άπληστος
-
7 ἄπληστος
-ος,-ον A 0-0-0-4-1=5 Ps 100(101),5; Prv 23,3; 27,20; 28,25; Sir 31,20insatiable Ps 100(101),5; greedy Prv 28,25 -
8 άπληστος
[аплистос] επ ненасытный. -
9 ἄπληστος
ἄπληστ-ος, ον,A insatiate, greedy, Thgn.109, S.El. 1336, Arist.HA 591b2, etc.; sts. confounded with ἄπλαστος (i.e. ἄπλατος), q.v.II Adv.-τως, ἔχειν Pl.Grg. 493c
, al.; ἀ. διακεῖσθαι orἔχειν πρός τι X.Cyr.4.1.14
, Isoc.5.135,8.7: also neut. pl. as Adv.,αἰάξας ἄπληστα CIG2240
([place name] Chios).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπληστος
-
10 ἄπληστος
ἄ-πληστος, nicht auszufüllen, unersättlich; übh. unendlich groß -
11 άπληστος
açgözlü, gözü doymaz -
12 άπληστος
avide -
13 άπληστος
1) chciwy przym.2) łakomy przym.3) łapczywy przym.4) pożądliwy przym.5) zachłanny przym.6) żarłoczny przym. -
14 άπληστος
1) chamtivý2) dravý3) dychtivý4) hltavý5) hrabivý6) lačný7) nenasytný8) zištný9) žravý -
15 άπληστος
1) acquisitive2) greedy3) rapacious4) voraciousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άπληστος
-
16 dravý
άπληστος -
17 zištný
άπληστος -
18 rapacious
άπληστος -
19 απλήστως
ἄπληστοςinsatiate: adverbialἄπληστοςinsatiate: masc /fem acc pl (doric)——————ἀπλήστως, ἄπληστοςinsatiate: adverbialἀπλήστως, ἄπληστοςinsatiate: masc /fem acc pl (doric) -
20 απληστότερον
ἄπληστοςinsatiate: adverbial compἄπληστοςinsatiate: masc acc comp sgἄπληστοςinsatiate: neut nom /voc /acc comp sg
См. также в других словарях:
ἄπληστος — insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπληστος — η, ο (AM ἄπληστος, ον) [πίμπλημι] ακόρεστος, αχόρταγος, πλεονέκτης … Dictionary of Greek
άπληστος — η, ο επίρρ. α αχόρταγος, πλεονέχτης: Ήταν υπερβολικά άπληστος· όλα τα ήθελε δικά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἄπληστος πίθος. — ἄπληστος πίθος. См. Бездонная бочка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀπληστότερον — ἄπληστος insatiate adverbial comp ἄπληστος insatiate masc acc comp sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστοτέρων — ἄπληστος insatiate fem gen comp pl ἄπληστος insatiate masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστότατα — ἄπληστος insatiate adverbial superl ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστότατον — ἄπληστος insatiate masc acc superl sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλήστως — ἄπληστος insatiate adverbial ἄπληστος insatiate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπληστον — ἄπληστος insatiate masc/fem acc sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστοτάτοις — ἄπληστος insatiate masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)