Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

άνευ+-+ών

  • 41 беспрецедентный

    беспрецедентный
    прил χωρίς προηγούμενο, ἀνευ προηγουμένου, πρωτοφανής.

    Русско-новогреческий словарь > беспрецедентный

  • 42 гром

    гром
    м
    1. ἡ βροντή:
    удар \грома ὁ κεραυνός· \гром гремит βροντά, βροντάει, μπου-μπουνίζει·
    2. перен (сильный шум) ἡ βροντή, ὁ κρότος, τό μπουμπουνητό:
    \гром пу́шек ἡ βροντή τῶν κανονιών \гром аплодисментов θύελλα χειροκροτημάτων ◊ как \громом пораженный κεραυνόπληκτος, ἐμβρόντητος· как \гром среди ясного неба ἀναπάντεχα, ἄνευ προειδοποιήσεως· метать \громы и молнии ἀπειλώ θεούς καί δαίμονες.

    Русско-новогреческий словарь > гром

  • 43 малоценный

    малоценный
    прил μικρής ἀξίας, ἀνευ ἀξίας.

    Русско-новогреческий словарь > малоценный

  • 44 министр

    министр
    м ὁ ὑπουργός:
    Совет министров τό Ύπουογικό[ν] Συμβούλιο[ν]· премьер-\министр ὁ πρωθυπουργός· заместитель \министра ὁ ὑφυπουργός· \министр без портфеля ὁ ὑπουργός ἄνευ χαρτοφυλακίου· полномочный \министр ὁ πληρεξούσιος πρεσβευτής.

    Русско-новогреческий словарь > министр

  • 45 неслыханный

    неслыханн||ый
    прил ἀνήκουστος, πρωτάκουστος, πρωτοφανής, ἄνευ προηγουμένου:
    \неслыханныйая вещь πρωτάκουστο πράγμα· \неслыханныйое преступление τό ἀνήκουστο Εγκλημα· \неслыханныйые жертвы οἱ ἀφάνταστες θυσίες· \неслыханный успέx ἡ πρωτοφανής ἐπιτυχία

    Русско-новогреческий словарь > неслыханный

  • 46 ограничение

    ограничение
    с ὁ περιορισμός:
    без \ограничениеий χωρίς περιορισμούς, ἄνευ περιορισμών.

    Русско-новогреческий словарь > ограничение

  • 47 портфель

    портфел||ь
    м в разн. знач. ὁ χαρτοφύλακας, τό χαρτοφυλακιο[ν], ἡ τσάντα:
    кожаный \портфель ὁ πέτσινος χαρτοφύλακας· министр без \портфелья ὁ ὑπουργός ἄνευ χαρτοφυλακίου.

    Русско-новогреческий словарь > портфель

  • 48 разгон

    разгон
    м
    1. (толпа, собрания и т. п.) ἡ διάλυση [-ις], ὁ διασκορπισμός·
    2. (разбег) ἡ φόρα, ἡ φορά:
    брать \разгон παίρνω φόρα· с \разгона μετά φοράς· без \разгона ἄνευ φοράς· ◊ быть в \разгоне разг λείπω.

    Русско-новогреческий словарь > разгон

  • 49 ссуда

    ссу́||да
    ж τό δάνειο[ν]:
    безвозвратная \ссуда δάνειο ἄνευ ἐπιστροφής· \ссуда под проценты τό ἔντοκο[ν] δάνειο[ν]· давать \ссудаду δίνω δάνειο, δανείζω· брать \ссудаду πέρνω δάνειο, δανείζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > ссуда

  • 50 уважительный

    уваж||ительный
    прил σοβαρός, εὐλογος, εὐλογοφανής:
    по \уважительныййтельной причине γιά σοβαρή αίτία· без \уважительныййтельной причины ἄνευ ἀποχρών-τος λόγου.

    Русско-новогреческий словарь > уважительный

  • 51 без

    κ. безо πρόθεση με γεν.
    1. χωρίς, δίχως, άνευ•

    без денег χωρίς χρήματα•

    без работы χωρίς δουλιά (άνεργος)•

    без потерь χωρίς απώλειες•

    без ответа χωρίς απάντηση (αναπάντητος)•

    без исключения χωρίς εξαίρεση (ανεξαίρετα)•

    без сомнения χωρίς αμφιβολία (αναμφίβολα)•

    без причины χωρίς αιτία (αναίτια)•

    вести χωρίς είδηση.

    2. παρά•

    без четверти час η ώρα είναι μια παρά τέταρτο.

    || κοντά, σχεδόν, περίπου•

    служил в армии без малого четыре года υπηρέτησα στο στρατό περίπου (ούτε πολύ ούτε λίγο) τέσσερα χρόνια•

    не без того υπάρχει δόση αλήθειας.

    Большой русско-греческий словарь > без

  • 52 безоговорочность

    θ.
    το ανανχίρρητο(ν), το απερίφραστο(ν), το άνευ όρων.

    Большой русско-греческий словарь > безоговорочность

  • 53 безоговорочный

    επ.
    αναντίρρητος, απερίφραστος, ο άνευ όρων•

    -ая капитуляция η χωρίς όρους συνθηκολόγηση.

    Большой русско-греческий словарь > безоговорочный

  • 54 вне

    επίρ.
    έξω, εκτός•

    вне города έξω από την πόλη.

    πρόθ.
    χωρίς, εκτός, άνευ•

    вне очереди χωρίς σειρά•

    вне плана εκτός, πλάνου.

    εκφρ.
    вне всяких правил – έξω από κάθε κανόνα•
    - времени и пространства – εκτός χρόνου και χώρου•
    вне закона – εκτός νόμου•
    вне себя – εκτός εαυτού (έξω φρενών)•
    вне всякого сомнения – χωρίς καμιά αμφιβολία, αναμφίβολα, εκτός πάσης αμφιβολίας.

    Большой русско-греческий словарь > вне

  • 55 капитулировать

    -рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.συνθηκολογώ•

    капитулировать безоговорочно συνθηκολογώ άνευ όρων.

    Большой русско-греческий словарь > капитулировать

  • 56 капитуляция

    θ.
    1. συνθηκολόγηση•

    капитуляция города συνθηκολόγηση πόλης•

    капитуляция армии συνθηκολόγηση του στρατού•

    безоговорочная капитуляция η άνευ όρων συνθηκολόγηση.

    || μτφ. το δίπλωμα, υποχώρηση από θέσεις που υποστηρίζω.
    2. παλ. άνιση συμφωνία (αποικιακής χώρας με καπιταλιστική).

    Большой русско-греческий словарь > капитуляция

  • 57 мимо

    1. επίρ. δίπλα, πλάι, κοντά• μπροστά•

    мимо прошёл знакомый κοντά μου πέρασε ένας γνωστός•

    он прошёл мимо моего дома αυτός πέρασε. προστά από το σπίτι μου•

    я прошёл мимо вас εγώ πέρασα κοντά σας•

    стрелять мимо цели αστοχώ στη βολή, ξεφεύγω λίγο από το στόχο.

    2. παρακάμπτοντας, αποφεύγοντας.
    3. πρόθ. παρά, κατ αντίθεση, χωρίς, άνευ•

    мимо воли παρά τη θέληση.

    εκφρ.
    пройти мимо – α) περνώ απαρατήρητα, β) περνώ χωρίς να θίξω, αντιπαρέρχομαι, αποσιωπώ•
    пропустить мимо ушей – κάνω πως δεν ακούω.

    Большой русско-греческий словарь > мимо

  • 58 министр

    α.
    υπουργός•

    совет -ов υπουργικό συμβούλιο•

    заместитель -а υφυπουργός.

    (αστ.) υπουργικό κεφάλι (έξυπνος).
    εκφρ.
    министр-президент – πρωθυπουργός•
    министр без портфеля – υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου.

    Большой русско-греческий словарь > министр

  • 59 небывалый

    επ.
    πρωτοφανής, ασυνήθιστος, ανήκουστος, άνευ προηγουμένου, πρωτοφάνερος, πρωτοείδωτος.
    (απλ.) αταξίδευτος.

    Большой русско-греческий словарь > небывалый

  • 60 непревзойдённый

    επ.
    ανυπέρβλητος, ανυπέρβατος, αξεπέρστος απαράμιλλος, άφθαστος•

    -ое древнегреческое искусство η άφθαστη αρχαιοελληνική Τέχνη.

    || πρωτοφανής, άνευ προηγουμένου, ανήκουστος•

    -ая жестокость πρωτοφανής σκληρότητα.

    Большой русско-греческий словарь > непревзойдённый

См. также в других словарях:

  • ἅνευ — ἄνευ , ἄνευ without indeclform (prep) ἄ̱νευ , ἄνω 1 accomplish imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἄνευ , ἄνω 1 accomplish pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνευ — without indeclform (prep) ἄ̱νευ , ἄνω 1 accomplish imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἄνω 1 accomplish pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) ἄνω 1 accomplish imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνευ — (AM ἄνευ) (πρόθ. καταχρηστική που προτάσσεται και σπάνια επιτάσεται στην Αρχαία) χωρίς, δίχως νεοελλ. φρ. «είναι εκ των ων ουκ άνευ» είναι απαραίτητος μσν. (και ως σύνδ.) εκτός (αν), παρά μόνο, αλλά αρχ. 1. μακριά 2. άσχετα από κάτι 3. εκτός του… …   Dictionary of Greek

  • κἄνευ — ἄνευ , ἄνευ without indeclform (prep) ἄ̱νευ , ἄνω 1 accomplish imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἄνευ , ἄνω 1 accomplish pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Eid des Hippokrates — Der Eid des Hippokrates, benannt nach dem griechischen Arzt Hippokrates von Kós (um 460 bis 370 v. Chr.), gilt als erste grundlegende Formulierung einer ärztlichen Ethik. Die Urheberschaft des Eides ist jedoch noch ungeklärt. Hippokrates.… …   Deutsch Wikipedia

  • Hippokratischer Eid — Hippokrates Der Eid des Hippokrates, benannt nach dem griechischen Arzt Hippokrates von Kós (um 460 bis 370 v. Chr.), gilt als erste grundlegende Formulierung einer ärztlichen Ethik. Hippokrates ist jedoch wohl nicht der Urheber des Eides. Der… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der Präpositionen im Neugriechischen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der neugriechischen Präpositionen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Präpositionen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… …   Deutsch Wikipedia

  • Präpositionen des Neugriechischen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»