Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

άδικα

  • 61 встрять

    -яну, -янешь, παρλθ. χρ. встрял, ла, -ло, ρ.σ. (απλ.) ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι•

    зря ты встрял в это дело άδικα ανακατεύτηκες σ’ αυτή την υπόθεση.

    Большой русско-греческий словарь > встрять

  • 62 всуе

    επίρ. παλ. άδικα, μάταια, χωρίς λόγο, στα χαμένα.

    Большой русско-греческий словарь > всуе

  • 63 втуне

    επίρ. παλ. χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς προσοχή ή σημασία, μάταια, άδικα, άσκοπα, στα χαμένα.

    Большой русско-греческий словарь > втуне

  • 64 грош

    α.
    1. γρόσι.
    2. πλθ. -и, -ей λίγα χρήματα•

    это стоит -и αυτό κοστίζει φτηνά.

    3. πλθ. -и, -ей (διαλκ.) χρήματα.
    εκφρ.
    грош цена ή -а медного (ή ломаного) не стоит – τίποτε δεν αξίζει., είναι άχρηστο•
    ни -а (-а) нет; -а (-а) нет; (ни) -а за душой нет – καθόλου, διόλου, απολύτως τίποτε•
    в грош не ставить кого-что – θεωρώ για τίποτε, δεν λογαριάζω καθόλου, πεντάρα δε δίνω σημασία•
    ни за -(погибнуть, пропастьκ.τ.τ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα, ανώφελα, τζάμπα•
    ни за грош нет – καθόλου, διόλου, ούτε σταλιά•
    быть без -а – είμαι απένταρος, αδέκαρος, άφραγκος.

    Большой русско-греческий словарь > грош

  • 65 даром

    επίρ.
    1. δωρεά, χάρισμα, τζάμπα, απΑερωτο, έτσι•

    и даром не нужно και τζάμπα δεν το παίρνω.

    || πάμφτηνα•

    даром я это купил совершен-!• но даром το αγόρασα τελείως! τζάμπα.

    2. άδικα, ανώφελα, μάταια, στα χαμένα, άσκοπα, τζάμπα•

    весь день даром пропал όλη η μέρα πέρασε στα χαμένα•

    это вам не пройдет даром αυτό δε θα σας περάσει έτσι•

    это не даром досталось αυτό δεν αποκτήθηκε χωρίς κόπο.

    εκφρ.
    даром что – αν και•
    даром что старый, а глупей ребенка – αν και γέρος, όμως κουτότερος κι άπο παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > даром

  • 66 загубить

    -гублю, -губишь, παθ. μτχ. ιταρλθ. χρ. загубленный, -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. θανατώνω, καταστρέφω, οδηγώ στο χαμό, χαλώ•

    -жизнь καταστρέφω τη ζωή•

    зря человека -ли άδικα χάλασαν (θανάτωσαν) τον άνθρωπο•

    он -ил свой талант κατέστρεψε το ταλέντο του.

    2. (απλ.) σπαταλώ.

    Большой русско-греческий словарь > загубить

  • 67 заряд

    α.
    1. γέμισμα, γόμος•

    подрывной заряд εκρηκρικό γέμισμα•

    пороховой заряд μπαρουτογέμισμα.

    2. όπλιση, γέμιση.
    3. φόρτιση ηλεκτρική. εφεδρεία, απόθεμα•

    понапрасну израсходовать заряд остроумия άδικα ξοδεύω κύτταρα (εγκεφαλικά).

    Большой русско-греческий словарь > заряд

  • 68 наговорить

    ρ.σ., παθ. \ιτχ, παρλθ. χρ. на-говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. λέγω πολλά• διηγούμαι πολλά•

    он -ил больше, чем нужно αυτός είπε παραπάνω απ ό,τι χρειάζονταν (έπρεπε).

    2. συκοφαντώ, κατηγορώ, διαβάλλω, κακολογώ, κουρκουσουρεύω•

    -ли ему на меня напрасно με κατηγόρησαν σ αυτόν άδικα•

    он не виноват, на него -ли αυτός δεν είναι ένοχος, τον συκοφάντησαν.

    3. μ. κάνω ηχοληψία, εγγράφω σε δίσκο ή ταινία.
    4. (ε)ξορκίζω, κάνω ξόρκια, μαγεύω με λόγια•

    -воду μαγεύω το νερό.

    μιλώ πολύ• χορταίνω κουβέντα•

    он не успел наговорить αυτός δεν είχε καιρό να μιλήσει αρκετά•

    друзья не могли οι φίλοι δε χόρταιναν να κουβεντιάζουν.

    Большой русско-греческий словарь > наговорить

  • 69 недаром

    επίρ.
    όχι άδικα; δίκαια, σωστά, ορθά. || όχι χωρίς λόγο ή αιτία. || όχι άσκοπα, όχι απλώς.

    Большой русско-греческий словарь > недаром

  • 70 незаслуженно

    επίρ.
    ανάξια άδικα.

    Большой русско-греческий словарь > незаслуженно

  • 71 несправедливо

    επίρ.
    άδικα.

    Большой русско-греческий словарь > несправедливо

  • 72 неспроста

    επίρ.
    όχι χωρίς λόγο. || όχι άδικα, όχι στα χαμένα, όχι άσκοπα.

    Большой русско-греческий словарь > неспроста

  • 73 нечего

    нечему, нечем, не о чем
    αντων. αρνητ. τίποτε, ουδέν•

    нечего читать δεν έχω• τίποτε για διάβασμα•

    нечего сказать δεν έχω τίποτε να πω•

    тебе нечего бояться δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς•

    нечем резать δεν έχω με τι να κόψω•

    нечему удивляться τίποτε το εκπληκτικό•

    тут нечему смеяться εδώ δεν υπάρχει τίποτε το γελοίο•

    не о чем жалеть άδικα λυπάσαι•

    -делать δεν μπορώ να κάνω τίποτε.

    ως κατηγ. δεν πρέπει, δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει δε χρειάζεται, δεν υπάρχει λόγος, δεν είναι ανάγκη•

    об этом и думать -γι αυτό ούτε καν να σκέφτεσαι•

    нечего вам в это дело мешаться δεν έχετε καμιά δουλειά να ανακατεύεστε σ αυτή την υπόθεση•

    вам нечего помогать δε χρειάζεται η βοήθεια σας•

    его жалеть δεν αξίζει να τον λυπάσαι ή αυτός δε θέλει λύπηση.

    Большой русско-греческий словарь > нечего

  • 74 обвинять

    ρ.δ., παθ. μτχ. ενστ. обвиняемый.
    1. μ. κατηγορώ, αποδίδω κατηγορία ενοχοποιώ•

    его -ют несправедливо τον κατηγορούν άδικα•

    обвинять в преступлении κατηγορώ για έγκλημα•

    взаимно обвинять αντεκαλώ, αντικατηγορώ.

    || διώκω δικαστικά. || μέμφομαι, ψέγω, επικρίνω•

    обвинять в лицемерии κατηγορώ για υποκρισία.

    2. κατηγορώ, μιλώ σαν εισαγγελέας.
    κατηγορούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > обвинять

  • 75 облыжно

    επίρ.
    ψεύτικα, άδικα.

    Большой русско-греческий словарь > облыжно

  • 76 погрешить

    -шу, -шишь ρ.σ.
    1. (γραπ. λόγος) αμαρταίνω σφάλλω πέφτω σε παράπτωμα αμαρταίνω για ένα χρον. διάστημα.
    2. κάνω αμαρτία (άδικα κατηγορώ, συκοφαντώ κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > погрешить

  • 77 понапрасну

    επίρ.
    μάταια, άσκοπα, άδικα, στά χαμένα.

    Большой русско-греческий словарь > понапрасну

  • 78 понюшка

    θ.
    1. βλ. нюханье.
    2. λιγάκι., ελάχιστο, μια στάλα, μια πρέζα.
    εκφρ.
    ни за -у табаку (пропасть, погибнутьκ.τ.τ.) εντελώς στα χαμένα, άδικα των αδίκων, για το τίποτε, εντελώς τζάμπα.

    Большой русско-греческий словарь > понюшка

  • 79 попусту

    επιρ. κούφια, στα χαμένα, άσκοπα, άδικα, μάταια, τζάμπα.

    Большой русско-греческий словарь > попусту

  • 80 порох

    -а (пороху) πλθ.α.
    1. μπαρούτη, πυρίτιδα•

    бездымный порох άκαπνη μπαρούτη•

    запах -а η μυρουδιά της μπαρούτης.

    2. μτφ. άνθρωπος ευέξαπτος, ευερέθιστος.
    εκφρ.
    держать -а сухим – κρατώ τη μπαρούτη στεγνή (είμαιπα-νέτοιμος για άμυνα, υπεράσπιση)•
    тратить (терять, изводить) порох даром (напрасно, по-пустому) – λέγω, πράττω κάτι στα χαμένα, άδικα, μάταια•
    - у не шкал – είναι άκαπνος (δεν πολέμησε)•
    не хватает -у – δεν έχει δραστηριότητα ή δυνάμεις για κάτι ή δε βαστούν τα κότσια του• (ни) синь -а нет ή не останется δε θα μείνει τίποτε απολύτως.

    Большой русско-греческий словарь > порох

См. также в других словарях:

  • ἄδικα — ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄδικ' — ἄδικα , ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc pl ἄδικε , ἄδικος wrongdoing masc/fem voc sg ἔδικε , δικεῖν throw aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄδικα — ἄδικα , ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄδικ' — ἄδικα , ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc pl ἄδικε , ἄδικος wrongdoing masc/fem voc sg ἔδικε , δικεῖν throw aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄδικα — ἄδικα , ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδικ' — ἄδικα , ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc pl ἄδικε , ἄδικος wrongdoing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • παράδικα — τα [παράδικος] 1. αδικίες, παρανομίες 2. (κυρίως ως επίρρ.) παράδικα ολωσδιόλου άδικα («άδικα και παράδικα» όχι απλώς άδικα αλλά αδικότατα) …   Dictionary of Greek

  • αγνωμονώ — (Α ἀγνωμονῶ έω) [ἀγνώμων] είμαι αγνώμων, αχάριστος, συμπεριφέρομαι άσπλαχνα ή άδικα σε κάποιον αρχ. παθ. μέ μεταχειρίζονται άσχημα, μού συμπεριφέρονται άδικα ή απρεπώς …   Dictionary of Greek

  • αδικοθάνατος — η, ο 1. αυτός που πέθανε άδικα, δηλ. βίαια ή πρόωρα 2. (για κατάρα) ο άξιος να πεθάνει άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + θάνατος. ΠΑΡ. αδικοθανατίζω] …   Dictionary of Greek

  • αδικοφορτώνω — 1. επιβάλλω σε κάποιον άδικα την εκτέλεση εργασίας, αγγαρείας 2. μέσ. κατηγορώ άδικα, συκοφαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + φορτώνω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»