-
1 регулярный
регулярный ταχτικός, κανονικός; \регулярныйая армия о ταχτικός (или μόνιμος) στρατός* * *ταχτικός, κανονικόςрегуля́рная а́рмия — ο ταχτικός ( или μόνιμος) στρατός
-
2 точный
точный ακριβής; σωστός, πιστός (правильный )9 ταχτικός (пунктуальный)' \точный перевод η ακριβής μετάφραση; быть \точныйым είμαι ταχτικός* * *ακριβής; σωστός, πιστός ( правильный); ταχτικός ( пунктуальный)то́чный перево́д — η ακριβής μετάφραση
быть то́чным — είμαι ταχτικός
-
3 аккуратный
аккуратный 1) ταχτικός, επιμελής 2) (точный ) ακριβής* * *1) ταχτικός, επιμελής2) ( точный) ακριβής -
4 ординарный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. (γραπ. λόγος)συνήθης, συνηθισμένος• καθημερινός, ταχτικός•ординарный случай συνηθισμένη περίπτωση.
2. παλ. μόνιμος (μη έκταχτος), ταχτικός•ординарный профессор μόνιμος καθηγητής.
-
5 неаккуратностьый
неаккуратность||ыйприл1. (неточный) μή ταχτικός, ἀκατάστατος·2. (небрежный) ἀμελής, τσαπατσούλικος / ἀτημέλητος, ἀπεριποίητος (об одежде). -
6 аккуратный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. κανονικός, ταχτικός• ακριβής.2. επιμελημένος, φροντισμένος•-ая работа επιμελημένη εργασία.
-
7 вхожий
επ., βρ: вхож, -а, -еο ελεύθερα εισερχόμενος. || ταχτικός επισκέπτης. -
8 регулярный
См. также в других словарях:
ταχτικός — ταχτικός, ή, ό και τακτικός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται σε ορισμένο χρόνο ή με ορισμένο τρόπο, ο μόνιμος, ο συνηθισμένος: Κάνω τον ταχτικό μου περίπατο. 2. ακριβής, συνεπής, μεθοδικός: Είναι ταχτικός στις πληρωμές του. 3. «ταχτικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχτικός — ή, ό, Ν βλ. τακτικός … Dictionary of Greek
τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… … Dictionary of Greek
νοικοκυρίστικος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται με τάξη, φροντίδα, επιμέλεια, ο ταχτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοικοκύρης — ο πληθ. ηδες και αίοι 1. οικοδεσπότης: Φωνάζει οκλέφτης να φύγει ο νοικοκύρης (παροιμ.). 2. ιδιοκτήτης κτήματος, εκμισθωτής: Ο νοικοκύρης ζητάει το νοίκι. 3. κύριος, υπεύθυνος, αυτεξούσιος: Νοικοκύρης είσαι και κάνε όπως καταλαβαίνεις. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκόβω — πρόκοψα, προκομμένος 1. προοδεύω, εξελίσσομαι, μεγαλώνω: Πρόκοψε στη δουλειά του. 2. είμαι ή γίνομαι εργατικός: Πρόκοψε η ακαμάτρα, όταν είδε την κόμματα (παροιμ.). 3. για ζώα και φυτά, μεγαλώνω, ευδοκιμώ, αποδίδω: Δεν προκόβουν τα αμπέλια στον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τακτικός — ή, ό βλ. ταχτικός, ή, ό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)