Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

)+φέρω+(

  • 81 губить

    гублю, губишь, ρ.δ.μ.
    1. καταστρέφω, εξολοθρεύω, ρημάζω, αφανίζω, χαλνώ•

    гусеница -ит листву η κάμπια καταστρέφει τα φύλλα.

    || μτφ. ξοδεύω άσκοπα, σπαταλώ.
    2. φέρω, (εν)σπείρω τον όλεθρο, το θάνατο,το χαμό, την καταστροφή.
    καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι κλπ. ρ. (1 σημ.). || ξοδεύομαι άσκοπα, σπαταλιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > губить

  • 82 датировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ. χρονολογώ, βάζω χρονολογία, ημερομηνία.
    χρονολογούμαι, φέρω χρονολογία, ημερομηνία.

    Большой русско-греческий словарь > датировать

  • 83 довезти

    -везу, -везшь; παρλθ. χρ. довз, -везла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. довезнный, -зн, -зена, -везено
    ρ.σ.μ.
    φέρω, μεταφέρω ως (γιά μετάβαση)•

    автобус -везт вас до самого вокзала το λεωφορείο θα σας μεταφέρει ως το σιδηροδρομικό σταθμό.

    Большой русско-греческий словарь > довезти

  • 84 довод

    α.
    επιχείρημα, ισχυρισμός• συλλογισμός•

    неоспоримый довод αδιαμφισβήτητο επιχείρημα•

    убедительный довод πειστικό επιχείρημα•

    приводить -ы φέρω επιχειρήματα•

    веский довод σοβαρό επιχείρημα.

    Большой русско-греческий словарь > довод

  • 85 доволочь

    -локу, -лочщь, παρλθ. χρ.-лок, -кла, -кло ρ.σ.μ. (απλ.) σέρνω, σύρω, τραβώ ως•

    с трудом -лок мешок до дому με δυσκολία έσυρα το τσουβάλι ως το σπίτι.

    || φέρω, οδηγώ ως•

    пьяного -кли до милиции το με θυσμένο τραβώντας τον τον πήγαν ως την αστυνομία.

    φτάνω με δυσκολία, σέρνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > доволочь

  • 86 доставить

    -авлга, -авишь ρ.σ.μ.
    1. φέρω, μεταφέρω, κομίζω (στον προορισμό)•

    я на автомобиле -авлю вас домой θα σας μεταφέρω με το αυτοκίνητο στο σπίτι.

    || παραδίδω, εγχειρίζω. || εφοδιάζω, παρέχω• προσφέρω, δίνω•

    -сведения παρέχω πληροφορίες•

    он -ил мне м-сто αυτός μου πρόσφερε θέση (υπηρεσιακή).

    2. προξενώ, προκαλώ•

    доставить горе προξενώ θλίψη•

    удовольствие προξενώ ευχαρίστηση.

    Большой русско-греческий словарь > доставить

  • 87 доход

    α.
    έσοδο, εισόδημα, πρόσοδος, κέρδος•

    ежегодный доход ετήσιο έσοδο•

    национальный -εθνικό εισόδημα•

    приносить доход φέρω (δίνω) κέρδος•

    извлекать доход (κυρλξ. κ. μτφ.) αποκομίζω (βγάζω) κέρδος (όφελος)•

    трудовые -ы εργατικά έσοδα.

    Большой русско-греческий словарь > доход

  • 88 жизнь

    θ.
    1. ζωή (κίνηση της ύλης)•

    возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.

    2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•

    остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,

    3. ο τρόπος της ζωής•

    общественная жизнь κοινωνική ζωή•

    хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•

    образ -и ο τρόπος της ζωής•

    праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.

    || βίος, ζωή•

    семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•

    духовная жизнь πνευματική ζωή•

    сидячая жизнь καθιστική ζωή•

    борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•

    вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•

    зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•

    средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•

    зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•

    лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•

    жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•

    никогда в -и ποτέ στη ζωή•

    покушение на жизнь απόπειρα φόνου•

    обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•

    жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.

    εκφρ.
    дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•
    прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•
    подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•
    право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•
    условия -и – συνθήκες ζωής•
    меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•
    - и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•
    ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > жизнь

  • 89 завести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. завел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заведенный, βρ: -ден, -дена, -о επιρ. μτχ. заведя
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω• πηγαίνω•

    завести в тупик οδηγώ σε αδιέξοδο•

    завести ребенка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο)•

    куда ты -вел меня? που με πήγες; που μ’ έφερες;

    2. δημιουργώ, φτιάχνω, ιδρύω•

    завести библиотеку φτιάχνω βιβλιοθήκη.

    || αποκτώ, παίρνω, έχω•

    -корову έχω δική μου αγελάδα•

    завести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    завести семью αποκτώ (φτιάνω) οικογένεια•

    завести привычку αποκτώ συνήθεια.

    3. εγκαθιδρύω, εγκατασαίνω, εισάγω, καθιερώνω•

    -новые порядки βάζω καινούργια τάξη•

    -обыкновение καθιερώνω συνήθεια.

    4. κουρδίζω•

    часы κουρδίζω το ρολόγι•

    завести машину βάζω μπρος στη μηχανή.

    5. αχίζω, ανοίγω•

    завести разговор ανοίγω κουβέντα•

    завести переписку ανοίγω αλληλο γραφία•

    завести знакомство πιάνω γνωριμίες•

    он за-вел канитель αυτός άρχισε ανιαρή ιστορία.

    εκφρ.
    завести глаза – α) ανασηκώνω τα μάτια. β) κλείνω τα μάτια, αποκοιμούμαι.
    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    в доме -лись мыши στο σπίτι εμφανίστηκαν ποντίκια.

    2. καθιερώνομαι•

    -лись новые порядки μπήκε καινούργια τάξη•

    -лось обыкновение καθιερώθηκε συνήθεια.

    3. παλ. προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•

    завести мебелью εφοδιάζομαι με έπιπλα.

    4. κουρδίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > завести

  • 90 заегозить

    ρ.σ. αρχίζω να στριφογυρίζω, να τα φέρω όλα γύρω.

    Большой русско-греческий словарь > заегозить

  • 91 закатить

    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закаченный
    -чел, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω κυλώντας, κυλώ•

    закатить телегу под навес βάζω το κάρο στο υπόστεγο.

    2. φεύγω μακριά (με όχημα).
    3. (απλ.) οργανώνω, (προ)ετοιμάζω•

    закатить скандал δημιουργώ σκάνταλο (καβγά)•

    -пир горой ετοιμάζω τρικούβερτο γλέντι.

    || περιφέρω•

    закатить глаза περιφέρω τους βολβούς των ματιών.

    || καταφέρω•

    закатить пощечину μπατσίζω, δίνω μπάτσο.

    1. κυλώ, κατρακυλώι•

    мяч -лся под кровать το τόπι κύλισε κάτω στο κρεβάτι,

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) βασιλεύω, δύω•

    солнце -лось ο ήλιος βασίλεψε•

    его слава -лась η δόξα του βασίλεψε.

    3. βλ. закатить (2 σημ.).
    4. σκάζω από τα γέλια, πηγαίνουν δάκρυα από τα γέλια, βήχω από τα πολλά γέλια. || (για ήχο) ακούομαι, διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•

    -лся свисток ακούστηκε σφύριγμα.

    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια γούρλωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > закатить

  • 92 закинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    закинуть невод ρίχνω το δίχτυ•

    закинуть мячик на крышу πετώ το τόπι στη στέγη.

    2. μτφ. φέρω σε δυσχερή θέρη•

    судьда -ла меня сюда η τύχη μ’ έρριξε εδώ•

    -петлю ρίχνω θηλειά•

    закинуть ногу на ногу ρίχνω το πόδι απανωτό•

    высоко закинуть голову σηκώνω ψηλά το κεφάλι, τινάζω το κεφάλι επάνω•

    закинуть голову назад γέρνω απότομα το κεφάλι πίσω•

    бурей -ло корабль к неизвестным берегам η τρικυμία έρριξε το καράβι σε άγνωστες ακτές. закинуть дело παραμελώ υπόθεση.

    εκφρ.
    закинуть словечко – α) πετώ μια λεξούλα (κάυω υπαινιγμό)• β) λέγω ένα καλό λόγο (συνηγορώ)•
    закинуть удочку – ψαρεύω, προσπαθώ να μάθω.
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι.
    2. γέρνω πίσω.
    3. τρέχοντας πετάγομαι στην άκρη (για άλογο).

    Большой русско-греческий словарь > закинуть

  • 93 замешательство

    ουδ.
    σύγχυση, ταραχή, καταθορύβηση•

    произошло замешательство в рядах войск επήρθε σύγχυση στις τάξεις του οτρατού•

    вносить замешательство φέρω σύγχυση.

    || αμηχανία, ενδοιασμός.

    Большой русско-греческий словарь > замешательство

  • 94 занести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. занес
    -ела, -ело, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занесенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    друг -нес мне новую книгу ο φίλος μου έφερε καινούργιο βιβλίο•

    судьба меня -ела сюда η τύχη με έφερε εδώ•

    как вас это -сло сюда τι σας έφερε εδώ• πως κι έτσι εδώ.

    2. βάζω, μεταφέρω μέσα•

    занести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.

    3. εγγράφω•

    занести в список εγγράφω στον κατάλογο.

    4. βάζω• σηκώνω, υψώνω•

    занести ногу на стремя βάζω το πόδι στον αναβολέα (της σέλας)•

    занести руку для удара οηκώνω το χέρι για να χτυπήσω.

    || εκτρέπω, ρίχνω, πετώ στην άκρη.
    5. σκεπάζω, καλύπτω (με λεπτά σώματα)•

    занести песком σκεπάζω με άμμο.

    || απρόσ. вся дорога -ело песком όλος ο δρόμος σκεπάστηκε με άμμο•

    каким ветром вас сюда -ело? ποιο καράβι σας έβγαλε εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > занести

  • 95 зацентровать

    -рую, -руешь
    ρ.σ.μ. (τεχ.)
    επισημαίνω το κέντρο, φέρω στα κέντρα.

    Большой русско-греческий словарь > зацентровать

  • 96 конец

    -нца α.
    1. τέλος, τέρμα, πέρας•

    месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•

    -песни τέλος του τραγουδιού•

    без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•

    при - жизни προς το τέλος της ζωής•

    доводить до -а φέρω σε πέρας•

    от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•

    -нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.

    2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•

    пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.

    3. θάνατος•

    тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.

    4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.
    5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.
    6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.
    εκφρ.
    до -а – ως το τέλος•
    под -ом – προς το τέλος•
    из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•
    во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•
    в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•
    на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•
    со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•
    в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•
    нет -а – δεν υπάρχει τέλος•
    -а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•
    - ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•
    - ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•
    пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•
    положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•
    сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•
    едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•
    хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•
    и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε.

    Большой русско-греческий словарь > конец

  • 97 крыть

    крою, кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крытый, βρ: крыт, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σκεπάζω, καλύπτω•

    крыть кладовую соломой σκεπάζω την αποθήκη με άχυρο.

    2. επενδύω, ντύνω.
    3. παλ. κρύβω, συγκαλύπτω.
    4. (χαρτπ.) τσακίζω, παίρνω, χτυπώ, νικώ•

    крыть короля тузом παίρνω τον παπά με τον άσσο.

    5. αμ. (απλ.) χρησιμοποιείται αντί άλλου ρ. που εννοείται από τα συμφραζόμενα και προσδίνει επίταση•

    крой через море полным ходом! πλέε στη θάλασσα με όλη την ταχύτητα!

    6. μαλώνω, επιπλήττω.
    εκφρ.
    крыть крышу – φτιάχνω τη στέγη με (υλικό)• крыть
    нечем δεν έχω να πώ τίποτε, δε φέρω αντίρρηση.
    κρύβομαι•

    в словах его кроется лесть στα λόγια του κρύβεται κολακεία•

    что-то тут кроется κάτι κρύβεται εδώ, κάτι λάκκο έχ η φάβα που χαμογελά το λάδι.

    || καλύπτομαι, σκεπάζομαι. || επενδύομαι, ντύνομαι.
    (χαρτπ.) απλ. χτυπιέμαι, νικιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > крыть

  • 98 кутить

    кучу, кутишь
    ρ.δ. γλεντοκοπώ, χαροκοπώ, ξεφαντώνω. || διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι.
    εκφρ.
    кутить и мутить; кутить да мутить – α) φέρω διχόνοια, σύγχυση, β) στροβιλίζω.

    Большой русско-греческий словарь > кутить

  • 99 лечь

    лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла
    -ло, προστκ. ляг ρ.σ.
    1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•

    лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.
    2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•

    на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.

    3. πέφτω, κάθομαι•

    платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.

    4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).
    5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•

    ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•

    могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.

    6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•

    на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.

    Большой русско-греческий словарь > лечь

  • 100 маска

    θ.
    1. προσωπίδα, προσωπείο, μάσκα.
    2. μτφ. πρόσχημα, προσποίηση•

    маска равнодушия μάσκα απάθειας, αδιαφορίας•

    под -ой лояльности με τη μάσκα της νομιμοφροσύνης.

    || άγαλμα κεφαλιού ανθρώπου ή ζώου. || εκμαγείο, γύψινη μάσκα.
    3. προφυλακτικό μέσο•

    противогазная маска αντιασφυξιογονική μάσκα•

    фехтовальная маска μάσκα ξιφασκίας.

    4. (στρατ.) καμουφλάζ, -άρισμα.
    надеть (на себя) -у φορώ μάσκα (κρύβω την πραγματικότητα)• προσποιούμαι•

    носить -у φέρω (φορώ) μάσκα κρύβω το ουσιώδες, την αλήθεια προσποιούμαι•

    сорвать -у αφαιρώτο προσωπείο (φανερώνω).

    Большой русско-греческий словарь > маска

См. также в других словарях:

  • φέρω — φέρω, έφερα βλ. πίν. 217 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φέρω — και φέρνω έφερα, φέρθηκα, φερμένος 1. μτβ., σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω, υποβαστάζω: Φέρνει τη στάμνα στον ώμο του. 2. έχω κάτι πάνω μου ή από τη φύση μου ή ως εξάρτημα ή γραμμένο, και γενικά έχω: Τα ζώα που φέρουν κέρατα λέγονται κερασφόρα. –… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέρω — fero pres subj act 1st sg φέρω fero pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • φέρεσθον — φέρω fero pres imperat mp 2nd dual φέρω fero pres ind mp 3rd dual φέρω fero pres ind mp 2nd dual φέρω fero imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρετον — φέρω fero pres imperat act 2nd dual φέρω fero pres ind act 3rd dual φέρω fero pres ind act 2nd dual φέρω fero imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρον — φέρω fero pres part act masc voc sg φέρω fero pres part act neut nom/voc/acc sg φέρω fero imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φέρω fero imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρεσθε — φέρω fero pres imperat mp 2nd pl φέρω fero pres ind mp 2nd pl φέρω fero imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρετε — φέρω fero pres imperat act 2nd pl φέρω fero pres ind act 2nd pl φέρω fero imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρῃ — φέρω fero pres subj mp 2nd sg φέρω fero pres ind mp 2nd sg φέρω fero pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηνεγμένα — φέρω fero perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐνηνεγμένᾱ , φέρω fero perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐνηνεγμένᾱ , φέρω fero perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»