Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)+το+χάρισμα

  • 21 наделение

    ουδ.
    1. απονομή, παραχώρηση μεριδίου.
    2. εφοδιασμός, προμήθευση.
    3. χάρισμα, προίκιση.

    Большой русско-греческий словарь > наделение

  • 22 ниспослание

    ουδ.
    αποστολή, στάλσιμο, χάρισμα (συνήθως από το θεό).

    Большой русско-греческий словарь > ниспослание

  • 23 подарок

    -рка α. δώρο, δώρημα• δωρεά χάρισμα•

    сделать подарок κάνω δώρο (δωρίζω)•

    свадебный подарок γαμήλιο δώρο•

    новогодный подарок πρωτοχρονιάτικο δώρο•

    получить подарок παίρνω δώρο•

    дать в подарок δίνω για δώρο.

    Большой русско-греческий словарь > подарок

  • 24 подношение

    ουδ.
    1. προσφορά, χάρισμα, δωρεά.
    2. κέρασμα, τρατάρισμα, φίλεμα.

    Большой русско-греческий словарь > подношение

  • 25 пожалование

    ουδ.
    βράβευση• αμοιβή,χάρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > пожалование

  • 26 прекрасный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. ωραιότατος, πανέμορφος, πανώριος, πεντάμορφος, πάγκαλος.
    2. θαυμάσιος, εξαίσιος, έξοχος, υπέροχος, λαμπρός.
    3. ουσ. ουδ. -ое το ωραίο, το ιδανικό.
    εκφρ.
    в один прекрасный вечер, ночь, утро – ένα καλό βραδάκι, μια καλή νύχτα, ένα καλά πρωί•
    в один прекрасный день – μια καλή μέρα ή κάποια μέρα•
    ради -ых глаз – για τα μάτια, χάριν του ωραίου (τζάμπα, χάρισμα).

    Большой русско-греческий словарь > прекрасный

  • 27 раздарить

    ρ.σ.μ. δωρίζω, μοιράζω, δίνω δώρα χάρισμα (σε πολλούς)•

    раздарить игрушки δωρίζω παιγν ίδια.

    Большой русско-греческий словарь > раздарить

  • 28 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

См. также в других словарях:

  • Χάρισμα —         (charisma) (греч.) см. Xаризма. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • χάρισμα — grace neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάρισμα — το, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] κάθε πνευματικό δώρο τού Θεού και, ιδίως, τού Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους, δωρεά νεοελλ. 1. (γενικά) προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει πολλά χαρίσματα») 2. καθετί που δίνεται δωρεάν, δώρο 3. (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • χάρισμα — το, ατος 1. ό,τι χαρίζεται, δώρο, δωρεά. 2. προσόν, προτέρημα, αρετή, δώρο της φύσης, ταλέντο: Η ομορφιά είναι φυσικό χάρισμα. 3. ως επίρρ. σημαίνει δωρεάν, τζάμπα: Μου τα δωσε χάρισμα. 4. φρ., «χάρισμά σου», σου το χαρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάρισμ' — χάρισμα , χάρισμα grace neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρισμάτων — χάρισμα grace neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρίσμασι — χάρισμα grace neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρίσμασιν — χάρισμα grace neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρίσματα — χάρισμα grace neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρίσματι — χάρισμα grace neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρίσματος — χάρισμα grace neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»