Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

)+το+ξύλο

  • 41 деревяшка

    θ.
    1. κούτσουρο, ξύλο. || άνθρωπος αναίσθητος, απαθής, χαυνος.
    2. ξύλινο πόδι, ξυλοπόδαρο•

    он ходит на -е αυτός βαδίζει σε ξυλοπόδαρο.

    Большой русско-греческий словарь > деревяшка

  • 42 древесина

    θ.
    ξύλο (η ξυλώδης ουσία ανάμεσα από τη φλούδα και την εντεριώνη). || ξυλεία.

    Большой русско-греческий словарь > древесина

  • 43 древесница

    θ.
    1. βάτραχος πράσινος.
    2. κάμπια (τρεφόμενη από ξύλο).

    Большой русско-греческий словарь > древесница

  • 44 дуб

    -а, προθτ. в дубе κ. в дубу, на дубе κ. на дубу, πλθ. дубы.
    1. η δρυς, βαλανιδιά•

    пробковый дуб η φελλόδρυς (φελλοφόρα δρυς)•

    каменный дуб το πουρνάρι (δρυς η αρία).

    || τό ξύλο της βαλανιδιάς,
    2. μτφ. κούτσουρο, ντουβάρι (κουτός, ανόητος).
    3. (διαλκ.) ντουμπ, είδος βάρκας.

    Большой русско-греческий словарь > дуб

  • 45 дуга

    -и, πλθ. дуги θ.
    1. λαιμαργία, περιαυχένιο, το τοξοειδές ξύλο της; λαιμαργίας.
    2. τόξο κύκλου.
    3. κεραία των τρ αμ.
    εκφρ.
    брови -ой – γαί'τανόφρυδα, καγκελόφρυδα, καμαρό-φρυδα•
    электрическая дуга ή вольтова дуга – βολταϊκό τόξο.

    Большой русско-греческий словарь > дуга

  • 46 дуть

    дую, дуешь, ρ.δ.
    1. φυσώ, πνέω•

    -ет сильный ветер φυσά δυνατός άνεμος•

    в это окно -ет απ' αυτό το παράθυρο φυσά•

    дуть в трубку φυσώ στο σωλήνα.

    2. μτφ. κατασκευάζω με φύσημα•

    дуть бутылки φυσώ μποκάλια.

    4. φουσκώνω, διογκώνω.
    5. πράττω, επιδίδομαι με ζήλο. || πίνω πολύ, κατεβάζω•

    дуть водку πίνω πολλή βότκα.

    || μτφ. ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω, φουσκώνω στο ξύλο.
    εκφρ.
    дуть губы (губки) – φυσώ από το κακό•
    и в ус (себе) не дуть καρφί δε μου καίγεται, δε με νοιάζει, καθόλου.
    φουσκώνω, διογκώνομαι•

    живот -лся φούσκωνε η κοιλία.

    || μτφ. περηφανεύομαι, κορδώνομαι, φουσκώνω σαν το γάλο. || πεισματώνω, γινατώνω, φουρκίζομαι, τσατίζομαι. || παίζω με πάθος•

    дуть в карты παίζω με μανία τα χαρτιά.

    ουδ. (τεχ.) φυσητήρας. || φύσημα (κατασκευής γυαλιού).

    Большой русско-греческий словарь > дуть

  • 47 журавль

    α. -иха, -и θ.
    1. γερανός, γερανός (πτηνό).
    2. κηλώνιο, γεράνι (μακρύ ξύλο με το οποίο βγάζουν νερό από το πηγάδι).

    Большой русско-греческий словарь > журавль

  • 48 заболонь

    θ.
    στέαρ, το ξύλο που βρίσκεται αμέσως μετά το φλοιό.

    Большой русско-греческий словарь > заболонь

  • 49 запытать

    ρ.σ.μ. καταβασανίζω, κατατυραννώ, πεθαίνω, σκοτώνω ατο ξύλο.

    Большой русско-греческий словарь > запытать

  • 50 истукан

    α.
    1. άγαλμα, είδωλο.
    2. (απλ.) άκαρδος, σκληρόκαρδος. || κουτός, ανόητος.
    εκφρ.
    стоять (сидеть) -ом ή как истукан – α) στέκομαι σαν άγαλμα (ακίνητος). β) στέκομαι σαν ξύλο (ανόητος).

    Большой русско-греческий словарь > истукан

  • 51 калёвка

    θ.
    πλάνισμα βαθουλό. || πλάνη αυλακάσεων. || ξύλο αυλακωμένο με πλάνη.

    Большой русско-греческий словарь > калёвка

  • 52 козёл

    -зла α.
    1. τράγος, τραγί.
    2. αγριόγιδο, αίγαγρος.
    3. είδος χαρτοπαιγνίου και ντόμινου.
    4. μικρό εφαλτήριο, (ξύλο)γαϊδάρα.
    εκφρ.
    козёл отпущения – (για σφάλματα) και τα βαριά και τ αλαφριά τα φορτώνουν στο γάιδαρο•
    пустить -зла в огород – αφήνω το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα•
    как от козла молока; как от -зла ни-шерсти,ни молокаπαρμ. όπως γεννά ο κόκορας τ αυγά•
    драть -злом; -злим петь – (απλ.) τραγουδώ άσχημα, ρεκο!ζω.

    Большой русско-греческий словарь > козёл

  • 53 кокосовый

    επ.
    από κοκκοφοίνικα• από ινδοκάρυο•

    -ая скорлупа περικάρπιο ινδοκάρυου•

    -ая древесина ξύλο από κοκκοφοίνικα•

    кокосовый орех ινδοκάρυο•

    -ое масло κοκόλιπος, βεζεταλίνη•

    -ое волокно ίνες από κοκκοφοίνικα.

    εκφρ.
    - ая палъмаβλ. кокос.

    Большой русско-греческий словарь > кокосовый

  • 54 колодка

    θ.
    1. καλαπόδι.
    2. ποδόφρενο.
    3. ξύλινο μέρος μερικών εργαλείων — рубанки το ξύλο της ροκάνης.
    4. πλθ.παλ. ποδοπέδες ξύλινες.
    5. ταινία παρασήμων (για καρφίτσωμα).
    6. κυψέλη, σκάφη (σκαλιστή).
    εκφρ.
    все на одну -у – όλοι τους το ίδιο είναι, πάρ τον έναν και χτύπα τον άλλον.

    Большой русско-греческий словарь > колодка

  • 55 коломенский

    επ.
    στην έκφραση: -ая верста ή с -ую версту πολύ ψηλός άνθρωπος, τηλέγραφο ξύλο, κρεμανταλάς, μαντράχαλος.

    Большой русско-греческий словарь > коломенский

  • 56 коромысло

    ουδ.
    1. ζυγάρι (ξύλο του νεροκουβαλητή).
    2. ζυγός πλάστιγγας.
    3. βλ. журавль (2 σημ.).
    4. είδος ζυγοπτέρου εντόμου.

    Большой русско-греческий словарь > коромысло

  • 57 красный

    επ., βρ: -сен, -сни, -сно.
    1. κόκκινος, ερυθρός•

    -ое знамя κόκκινη σημαία•

    -цвет κόκκινο χρώμα.

    2. αριστερός (στις ιδέες).
    ουσ. ο αριστερός.
    3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•

    -ая девица όμορφο κορίτσι.

    4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•

    красный день καθαρή μέρα.

    5. παλ. τιμητικός, επίσημος.
    εκφρ.
    - ая Армия – Κόκκινος Στρατός•
    - ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•
    красный грибβλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•
    красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•
    - ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•
    - ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•
    - ая икра – κόκκινο χαβιαρι•
    красный крест – ερυθρός σταυρός•
    общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•
    красный лесβλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•
    - ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•
    красный товар – τα υφάσματα•
    - ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•
    -ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•
    красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•
    - ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•
    -ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•
    под -ую шапку попасть ή угодитьπαλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•
    красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•
    красный фонарьπαλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•
    красный петухβλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια.

    Большой русско-греческий словарь > красный

  • 58 крепкий

    επ., βρ: -пок
    -πκό, -πκο.
    1. γερός, σκληρός•

    крепкий орех σκληρό καρύδι•

    -ое дерево σκληρό ξύλο•

    -ая ткань γερό ύφασμα•

    организм γερός οργανισμός.

    || στερεός, στέρ-γιος, σταθερός, ακούνητος. || μτφ. σίγουρος• πιστός.
    2. δυνατός, ισχυρός•

    крепкий ветер σφοδρός άνεμος•

    крепкий мороз δυνατό κρύο.

    3. πηχτός, μεγάλης ποσότητας ή περιεκτικότητας•

    крепкий кофе βαρύς καφές•

    крепкий раствор ισχυρό διάλυμα•

    крепкий уксус δυνατό ξίδι•

    крепкий табак βαρύς καπνός•

    -ое вино δυνατό κρασί.

    εκφρ.
    - ая дисциплина – γερή πειθαρχία•
    - ие напитки – οινοπνευματώδη ποτά•
    -ое слово ή словцо – υβριστική λέξη•
    - сон – βαθύς ύπνος•
    крепок на ухо – ο βαρόκοος.

    Большой русско-греческий словарь > крепкий

  • 59 лакировать

    -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лакированный, βρ: -ван, -а, -о.
    1. βερνικώνω• λουστράρω.
    2. μτφ. ωραιοποιώ, εξωραΐζω, παρουσιάζω κάτι ωραίο χωρίς να είναι•

    лакировать действительность ωραιοποιώ την πραγματικότητα.

    βερνικώνομαι•

    это дерево хорошо -ется αυτό το ξύλο βερνικώνεται καλά.

    Большой русско-греческий словарь > лакировать

  • 60 луб

    α., πλθ. лубья
    -ьев.
    1. σομφό ξύλο. || το εσωτερικό του φλοιού (το ινώδες μέρος).
    2. οι ίνες του λιναριού, κανναβιού κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > луб

См. также в других словарях:

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — το 1. το μέρος του δέντρου κάτω από τη φλούδα του. 2. κομμάτι από κομμένο δέντρο. 3. κούτσουρο, ύλη για κάψιμο. 4. μτφ., ξυλοκόπημα, δαρμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγελίνης, ξύλο — Σκληρό και ελαστικό κόκκινο ξύλο του δέντρου που είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ανδίρα η ανάκανθος, το οποίο φυτρώνει στη Νότια Αμερική. Το ξύλο αυτό είναι πολύ χρήσιμο στην επιπλοποιία …   Dictionary of Greek

  • αιματόξυλο ή καμπεχιανό ξύλο — Κεντρικό μέρος του κορμού από το δέντρο της Κεντρικής Αμερικής και των Αντιλλών α. το καμπεχιανό (οικογένεια ελλοβοκάρπων, δικοτυλήδονα), από το οποίο παρασκευάζεται η αιματοξυλίνη. Η ουσία αυτή χρησιμεύει για το βάψιμο επιστημονικών… …   Dictionary of Greek

  • ξυλιάζω — [ξύλο] 1. γίνομαι σκληρός και άκαμπτος σαν το ξύλο («ξύλιασαν τα πόδια μου από το κρύο») 2. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκληρό και άκαμπτο όπως το ξύλο («το ξεροβόρι μού ξύλιασε τη μύτη») 3. ξυλοκοπώ, δέρνω …   Dictionary of Greek

  • παλίσσανδρο — Ξύλο από εξωτικά φυτά, πολύ χρήσιμο στην επιπλοποιία. Το γνωστότερο είναι το π. της Βραζιλίας, ξύλο, βαρύ, σκληρό σε διάφορα χρώματα, κυρίως σοκολατόχρωμο, γκρίζο, ακόμα και μαυροκόκκινο, και το π. της Ονδούρας, που αν και έχει πολύ χοντρές ίνες …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»