-
1 подарок
-рка α. δώρο, δώρημα• δωρεά χάρισμα•сделать подарок κάνω δώρο (δωρίζω)•
свадебный подарок γαμήλιο δώρο•
новогодный подарок πρωτοχρονιάτικο δώρο•
получить подарок παίρνω δώρο•
дать в подарок δίνω για δώρο.
-
2 премия
1. (награда за успехи, заслуги) το βραβείο 2. (дополнительное денежное вознаграждение, выдаваемое за превышение обязательных производственных норм) το δώρο, το πρίμ (ξεν.), το μπόνους (ξεν.) 3. эк. (в поощрении вывоза товаров) η επιδότηση (των εξαγωγών), το ασφάλιστρο 4. фин. (разница между биржевой и номинальной стоимостью ценной бумаги) η διαφορά 5. (бесплатное приложение к журналу, газете, бесплатная придача при покупке некоторых товаров) το (δωρεάν) ένθετο (περιοδικού, εφημερίδας, ενός προϊόντος), το δώροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > премия
-
3 дар
дар м 1) (подарок ) το δώρο 2) (способность ) το χάρισμα* * *м1) ( подарок) το δώρο2) ( способность) το χάρισμα -
4 дарить
дарить χαρίζω, κάνω δώρο \дарить на память δίνω για ενθύμιο* * *χαρίζω, κάνω δώροдари́ть на па́мять — δίνω για ενθύμιο
-
5 подарок
-
6 новогодний
нового́дн||ийприл πρωτοχρονιάτικος, τοῦ νέου ἐτους, ἀγιοβασιλειάτικος:\новогодний подарок τό πρωτοχρονιάτικο δῶρο, τό ἀγιο-βασιλειάτικο δῶρο\новогодний \новогоднийие поздравления οἱ πρωτοχρονιάτικες εὐχές· \новогоднийяя елка τό ἀγιοβασιλειάτικο δένδρο· \новогоднийяя ночь ἡ νύχτα τῆς πρωτοχρονιβς. -
7 подарок
подарокм τό δῶρο[ν], τό χάρισμα:сделать \подарок κά(μ)νω δῶρο. -
8 дар
-а, πλθ. -ы α.1. δώρο•-ы данайцев τα δώρα των Δαναών•
дар бесценный ανεκτίμητο δώρο.
2. χάρισμα, προίκισμα•природный дар το προίκισμα της φύσης (ταλέντο)•
дивный дар θαυμάσιο ταλέντο.
3. πλθ. -ы, -ов εκκλσ.: святые -ы θεία Μετάληψη.εκφρ.дар слова ή речи, – α) χάρισμα του λόγου•животное не обладает -ом речи – το ζώο στερείται, του χαρίσματος του λόγου, β) ταλέντο του λέγειν (της ευφράδειας)’ -ы фортуны εύνοια της τύχης. -
9 подарочный
επ.του δώρου, των δώρων• για δώρο•подарочный магазин κατάστημα δώρων•
-ая коробка κουτί για δώρο.
-
10 презент
-а α. παλ.δώρο•сделать презент κάνω δώρο.
-
11 вознаграждение
η αμοιβ/ή, η ανταμοιβή-капитану с фрахта мор. о επίναυλοςпремиальное - η επί πλέον αμοιβή, το δώρο, η αμοιβή παρότρυνσης ή απόδοσης, το πρίμ, το μπόνους (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вознаграждение
-
12 тантьема
фин. το δώρο/μπόνους (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тантьема
-
13 гостниец
гости́иецм разг τό δώρο, τό πεσκέσι, τό κανίσκι. -
14 дар
дарм1. (подарок) τό δῶρο[ν], ἡ δωρεά·2. (способность) τό χάρισμα, τό ταλέντο, τό τάλαντο[ν], τό προσόν:природный \дар τό φυσικό χάρισμα· \дар слова τό χάρισμα τοῦ λόγου· ◊ святые \дарώ церк. τά ἄχραντα μυστήρια. -
15 долг
долгм1. (обязанность) τό καθήκο[ν], ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος:чувство \долга ἡ συναίσθηση τοό καθήκοντος· человек \долга ἀνθρωπος τοῦ καθήκοντος· выполнить свой \долг ἐκπληρῶ τό καθήκον μου προς, κάνω τό χρέος μου· считать своим \долгом θεωρῶ χρέος μου, θεωρώ καθήκον μου· по \долгу слу́жбы ἐκτελώντας τά ὑπηρεσιακά χρέη·2. (взятое взаймы) ἡ ὁφειλή, τό χρέος; брать в \долг δανείζομαι, παίρνω δανεικά· дава́ть в \долг δανείζω, δίνω δανεικά· делать \долгй χρεώνομαι, κάνω χρέη· отдавать \долг πληρώνω τό χρέος· влезать в \долги́ разг μπαίνω στά χρέη· ◊ быть в \долгу́ перед кем-л. ὁφείλω σέ κάποιον, ἔχω ὑποχρέωση σέ κάποιον не оставаться в \долгу́ ἀνταποδίδω τήν ἐξυπηρέτηση, ξοφλάω τήν ὑποχρέωση· первым \долгом πρώτα πρῶτα, πρώτα ἀπ' ὅλα· быть по́ уши в \долгах, в \долгу́ как в шелку погов. εἶμαι πνιγμένος στά χρέη, εἶμαι καταχρεωμένος· \долг платежом красен погов. τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο· отдать последний \долг усопшему ἀποχαιρετώ τόν νεκρό. -
16 красный
красн||ыйприл в разн. знач. κόκκινος, ἐρυθρός:Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός, ὁ 'Ερυθρός Στρατός· \красныйое знамя ἡ κόκκινη σημαία, ἡ ἐρυθρά σημαία· \красныйая гли́на τό κοκκινόχωμα, ἡ ἐρυθρά ἄργιλλος· \красныйая капуста τό κόκκινο λάχανο· \красный перец τό κόκκινο πιπέρι· ◊ \красныйая доска ὁ κόκκινος πίνακας, ὁ πίνακας τιμής· \красный уголо́к ἡ κόκκινη γωνιά, ἡ αίθουσα (δωμάτιο) ἐκπολιτισμοῦ· \красныйое вино τό μαΰρο (или τό κόκκινο) κρασί· \красныйое дерево τό ἀνακάρδιο, τό μαόνι, τό ἀκάϊον \красныйая рыба τό κοκκινόψα-ρο, τό ἐρυθρόψαρο· \красныйая строка ἡ νέα παράγραφος· с \красныйой строки ἀρχίζω μέ νέα παράγραφο· \красныйая цени ἡ καλή τιμή· \красныйая девица ἡ ὀμορφη κοπέλλα, ἡ λυγερή· Красная Шапочка (в сказке) ἡ Κοκκινοσκουφίτσα· ради \красныйого словца разг γιά νά κάνει πνεύμα· проходить \красныйой ни́тыо διαποτίζω ἀπ' ἀρχής μέχρι τέλους, προβάλλω, κυριαρχώ· долг платежом красен погов. -г·· τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο. -
17 подношение
подношениес ἡ προσφορά, τό δῶρο[ν]. -
18 прииошение
приио||шениес ἡ προσφορά, τό δώρο[ν], ἡ δωρεά. -
19 принимать
приним||атьнесов1. (получать) παίρνω, λαβαίνω, (παρα)λαμβάνω / δέχομαι (предложенное):\принимать пакет λαβαίνω τό δέμα· \принимать раднограмму παίρνω ραδιογράφημα· \принимать подарок δέχομαι δῶρο·2. (должность и т. ἡ.) ἀναλαμβάνω, ἀναλα-βαίνω·3. (включать в состав) δέχομαι, παίρνω:\принимать в партию δέχομαι στό κόμμα· \принимать на работу παίρνω στή δουλειά·4. (гостей, посетителей и т. п.) δέχομαι, δεξιοδμαι:холодно \принимать кого́-л. ὑποδέχομαι ψυχρά κάποιον врач \приниматьа́ет с часу до пяти ὁ γιατρός δέχεται ἀπό τήν μία ὡς τις πέντε·5. (резолюцию, постановление и т. п.) ψηφίζω, παίρνω, ἐγκρίνω:\принимать закон ψηφίζω νόμο·6. (пищу, лекарство и т. п.) παίρνω, πίνω:\принимать пилюлю παίρνω χάπι· \принимать порошок πίνω σκονάκι·7. (за кого-л., что-л.) παίρνω γιά, ὑπολαμ-βάνω:\принимать за знакомого τόν παίρνω γιά γνώριμο, τόν παίρνω γιά γνωστό· \принимать что-л. за чистую монету τό παίρνω κάτι τοις μετρητοίς·8. (характер, форму и т. п.) ἀποκτω:дело \приниматьа́ет дурной оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἄσχημη τροπή· \принимать всерьез τό παίρνω στά σοβαρά· \принимать что-л. в шу́тку τό παίρνω στ' ἀστεΐα· ◊ \принимать ванну κάνω μπάνιο· \принимать бой δέχομαι μάχη· \принимать гражданство πολιτογραφοῦμαι· \принимать присягу ὀρκοδοτώ, παίρνω δρκον, ὀρκωμοτώ· \принимать меры λαμβάνω μέτρα· \принимать участие в чем-либо παίρνω μέρος σέ κάτι· \принимать к сведению λαμβάνω ὁπ· δψη· \принимать во внимание λαμβάνω ὑπ' δψιν, ἀναλογίζομαι· \принимать что-л. близко к сердцу τό παίρνω κατάκαρδα· не \принимать в расчет δέν (τό) λογαριάζω· \принимать обязательства ἀναλαμβάνω ὑποχρεώσεις· \принимать вид παίρνω ὕφος, κάνω τόν...· \принимать за правило θεωρώ κανόνα· \принимать на себя ἀναλαμβάνω· \принимать по́зу παίρνω πόζα· \приниматьа́я во внимание, что... παίρνοντας ὑπ' ὅψη ὅτι...· не \приниматьа́я во внимание... μην παίρνοντας ὑπ' ὅψη, ἀγνοώντας· \принимать ро́ды, \принимать ребенка ξεγεννώ γυναίκα. -
20 свадебный
свадебныйприл γαμήλιος, τοῦ γάμου:\свадебный подарок τό γαμήλιο δώρο.
См. также в других словарях:
δώρο — το (AM δῶρον) 1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο») 2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» η ομορφιά είναι δώρο τής φύσεως) 3. προσφορές τών… … Dictionary of Greek
δώρο — το χάρισμα, προσφορά: Το αυτοκίνητο που οδηγώ είναι δώρο των γονιών μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Doro Theou — Δώρο Θεού Studio album by Katy Garbi Released June 23, 1999 … Wikipedia
Икономопулос, Никос — Никос Икономопулос Выступление в Thea Nightclub, Афины … Википедия
δωρώ — δωρῶ ( έω) (AM) (συνήθως δωρούμαι) δίνω, προσφέρω δώρο, χαρίζω («γνοὺς ἀπὸ τοῡ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ») αρχ. 1. παραχωρώ, επιτρέπω 2. (παθ. για πράγμ.) προσφέρομαι ως δώρο («μισθὸν ἀφθόνως δωρηθησόμενον») 3. (παθ. για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
χάρισμα — το, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] κάθε πνευματικό δώρο τού Θεού και, ιδίως, τού Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους, δωρεά νεοελλ. 1. (γενικά) προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει πολλά χαρίσματα») 2. καθετί που δίνεται δωρεάν, δώρο 3. (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
έρμαιο — το (AM ἕρμαιον) μσν. νεοελλ. οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων») νεοελλ. κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή… … Dictionary of Greek
αντιπροίκι — το (Μ ἀντιπροίκι) προγαμιαία δωρεά του γαμπρού προς τους γονείς της νύφης, ως αντάλλαγμα για την προίκα που θα πάρει («συ που χεις κάλλη για προικιά και χάρες γι αντιπροίκια», Γρυπάρης) νεοελλ. 1. δώρο ή δωρεά του γαμπρού προς τη νύφη πριν από… … Dictionary of Greek
δόση — η (AM δόσις) 1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο 2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων 3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα μσν. 1. (για ακίνητο) μεταβίβαση … Dictionary of Greek