-
21 антракт
-а α.(θεατρ.) διάλειμμα. || η μουσική αυτών στα διαλείμματα. -
22 зашабашить
-шу, -шишьρ.σ. (απλ.) κάνω διάλειμμα, ξεκουράζομαι. -
23 минутный
επ.του λεπτού•-ая стрелка λεπτοδείκτης.
|| διαρκείας ενός λεπτού•минутный перерыв διάλειμμα ενός λεπτού.
|| ολιγόλεπτος, βραχύχρονος• παροδικός•-ая встреча ολιγόλεπτη συνάντηση (αντάμωμα)•
-ая радость φευγαλέα χαρά•
-ое дело υπόθεση εύκολη (ενός λεπτού).
-
24 обеденный
επ.του γεύματος, του φαγητού•обеденный стол τραπέζι φαγητού•
обеденный перерыв διάλειμμα φαγητού•
-ое время το γιόμα, ώρα φαγητού.
-
25 окончить
-чу, -чишьρ.σ.μ.τελειώνω, τερματίζω, περατώνω, περαιώνω• τελειώνω τη δουλειά•скоро вы -ите? γρήγορα θα τελειώσετε;•
окончить институт τελειώνω το ινστιτούτο.
τελειώνω•перерыв -лся το διάλειμμα τέλειωσε•
совещание -лось η σύσκεψη τέλειωσε.
-
26 перекур
-а α.μικρό διάλειμμα (για κάπνισμα). -
27 перемежка
-и θ.σταμάτημα, παύση, διακοπή διάλειμμα. -
28 перемена
-ы θ.1. αλλαγή•перемена квартиры αλλαγή διαμερίσματος•
перемена профессии αλλαγή επαγγέλματος•
перемена обстановки и климата αλλαγή περιβάλλοντος και κλίματος.
2. μεταβολή, μετατροπή•резкая перемена погоды απότομη αλλαγή του καιρού•
перемена жизни αλλαγή της ζωής.
3. αλλαξιά•захвати с собой в дорогу две -ы белья πάρε μαζί σου για το δρόμο δυο αλλαξιές. εσώρουχα.
4. παλ. • φαγητό5. διάλειμμα σχολικό. -
29 рекреация
-и θ. παλ. διάλειμμα σχολικό. -
30 роздых
-а (роздыху) α. (απλ.) μικρό διάλειμμα στην εργασία ή μικρή ανάπαυση (στάση) στην πορεία. -
31 шабашить
-шу, -шишьρ.δ.μ. (παλ. κ. απλ.) τελειώνω δουλειά ή υπόθεση. || κάνω διάλειμμα, ανάπαυλα, αναπαύομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διάλειμμα — interstice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλειμμα — το (AM διάλειμμα, ατος) [διαλείπω] (για χρόνο) προσωρινή παύση, προσωρινή διακοπή, ανάπαυλα νεοελλ. 1. (για σχολεία) διακοπή, ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο μαθήματα 2. (σε θέατρο) χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράξεις 3. φρ. «κατά διαλείμματα» με… … Dictionary of Greek
διάλειμμα — το η σύντομη διακοπή μιας ενέργειας ή κατάστασης, η ανάπαυλα: Οι μαθητές περιμένουν το διάλειμμα με ανυπομονησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλειμμάτων — διάλειμμα interstice neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμμασι — διάλειμμα interstice neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμμασιν — διάλειμμα interstice neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμματα — διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμματι — διάλειμμα interstice neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμματος — διάλειμμα interstice neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμματ' — διαλείμματα , διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc pl διαλείμματι , διάλειμμα interstice neut dat sg διαλείμματε , διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιαναπαύω — Α 1. επιτρέπω σε κάποιον να αναπαυθεί για λίγο προηγουμένως 2. μέσ. προδιαναπαύομαι αναπαύομαι για λίγο, κάνω διάλειμμα πριν να κάνω κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαναπαύω «κάνω διάλειμμα αναπαύσεως»] … Dictionary of Greek