-
1 блюдо
блюдо с 1) (посуда ) η πια τέλα 2) (кушанье) το φα(γ)η τό, το φα(γ)ί обед из трёх блюд το γεύμα με τρία είδη φαγητά* * *с1) ( посуда) η πιατέλα2) ( кушанье) το φα(γ)ητό, το φα(γ)ίобе́д из трёх блюд — το γεύμα με τρία είδη φαγητά
-
2 поднос
-
3 угощение
угощение с 1) (действие ) το φίλεμα, το τρατάρισμα; το κέρασμα (вином ) 2) (еда ) τα φαγητά* * *с2) ( еда) τα φαγητά -
4 обед
обед м 1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητό· \обед из трёх блюд το γεύμα με τρία φαγητλ· готовить \обед μαγειρεύω· давать \обед δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι 2) (обеденное время) το μεσημέρι· до \обеда πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι ( π μ)· после \обеда μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ. μ.)· во время \обеда, за г-ом την ώρα του φαγητού* * *м1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητόобе́д из трёх блюд — το γεύμα με τρία φαγητά
гото́вить обе́д — μαγειρεύω
дава́ть обе́д — δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι
2) ( обеденное время) το μεσημέριдо обе́да — πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι (π. μ.)
по́сле обе́да — μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ.μ.)
во вре́мя обе́да, за обе́дом — την ώρα του φαγητού
-
5 домашний
домашн||ий1. прил οἰκιακός, σπιτικός, σπιτίσιος:\домашнийее хозяйство τό νοικοκυριό· \домашний телефон τηλέφωνο τοῦ σπιτιού· \домашний адрес ἡ διεύθυνση τοῦ σπιτιού· \домашнийяя хозяйка ἡ νοικοκυρά, ἡ οίκοκυρά· \домашнийяя работница ἡ ὑπηρέτρια· \домашнийие ту́фли οἱ παντόφλες, οἱ παντούφλες· \домашний костюм τό ρούχο τοῦ σπιτιοῦ· \домашний арест ὁ περιορισμός· в \домашнийей обстановке στό περιβάλλον τοῦ σπιτιού· одетый по-\домашнийему μέ τά ρούχα τοῦ σπιτιοῦ·2. прил (прирученный, не дикий) κατοικίδιος, οἰκιακός:\домашнийее животное τό οἰκιακό ζῶο· \домашнийяя птица τά πουλερικά·3. прил (приготовленный дома, не покупной) σπιτίσιος / οίκότευκτος (самодельный):\домашнийие обеды τά σπιτίσια φαγητά· \домашний хлеб τό σπιτίσιο ψωμἴ4. \домашнийие мн. (семья) οἱ δικοί μου, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμελιά μου. -
6 закуска
закус||каж ὁ μεζές, τά ὁρεκτικά, τό προσφάϊ:легкая \закуска τό κολατσιό· холодные \закускаки τά κρύα φαγητά· на \закускаку прям., перен γιά μεζέ. -
7 из
из(изо) предлог с род. п. ἀπό, ἐκ. ἐξ:выходить из театра βγαίνω ἀπό τό θέατρο· приехать из Афин ἔρχομαι ἀπό τήν "Αθήνα· дом из камня σπίτι ἀπό πέτρα, πέτρινο σπίτι· каждый из нас ὁ καθένας ἀπό μϋς· из любопытства ἀπό περιέργεια, χάριν περιέργειας· из зависти ἀπό φθόνο, ἀπό ζήλεια· изо дня в де́нь ἀπό μέρα σέ μέρα, μέρα μέ τή μέρα· из года в год ἀπό χρόνο σέ χρόνο· из бедной семьи́ ἀπό φτωχή οἰκογένεια· одно из двух ἕνα ἀπ· τά δυό· обед из трех блюд γεῦμα μέ τρία φαγητά. -
8 изысканный
изысканн||ыйприл λεπτός, ἐξεζητημένος:\изысканныйые манеры οἱ λεπτοί τρόποι· \изысканныйые блюда οἱ λιχουδιές, τά ἐκλεκτά φαγητά. -
9 лакомиться
лаком||итьсянесов λιχουδιάζω, τρώγω νόστιμα φαγητά. -
10 холодный
холодн||ыйприл прям., перен κρύος, ψυχρός:\холодныйая вода κρύο νερό· \холодныйая погода κρύος καιρός· \холодныйое пальто́ τό κρύο παλτό, τό παλτό πού δέν ζεσταίνει· \холодный как лед κρύος (σάν) πάγος· поставить в \холодныйое место βάζω σέ κρύο μέρος· \холодныйые блюда τά κρύα φαγητά· \холодный пояс геогр. ἡ ψυχρή ζώνη· \холодныйые отношения οἱ ψυχρές σχέσεις· быть \холодныйым с-кем-л. φέρνομαι μέ ψυχρότητα σέ κάποιον \холодный прием ἡ ψυχρή ὑποδοχή· \холодный взгляд τό ψυχρό βλέμμα· \холодный человек ψυχρός ἄνθρωπος· облить кого́-л. \холодныйой водой а) περεχύνω κάποιον μέ κρύο νερό, б) перен κάμνω σέ κάποιον ψυχρολουσία· ◊ \холодныйая война ὁ ψυχρός πόλεμος· \холодныйое ору́жие τό ἀγχέμαχο ὅπλο. -
11 яства
яствамн. τά φαγητά, τά ἐδέσματα -
12 яства
[γιάστβα] ουσ. κληθ. τα φαγητά -
13 яства
[γιάστβα] ουσ πληθ τα φαγητά -
14 блюдо
-
15 доспеть
-спеет ρ.σ.1. ωριμάζω, γίνομαι καλά•фрукты ещё не -ли τα φρούτα ακόμα δεν ωρίμασαν καλά.
2. παλ. • (για καιρό)• έρχομαι.(διαλκ.) γίνομαι (για φαγητά). -
16 закуска
-и θ.1. κολάτσισμα, τσίμπημα.2. εζές, μεζελίκι•на -у γι,α μεζέ•
холодные закускаи πρόχειρα κρύα φαγητά (μεζέδες)•
легкая закуска το κολατσιό (πρόχειρο φαγητό).
-
17 кулинария
-и θ.η μαγειρική. || φαγητά, εδέσματα. -
18 маланьин
-а, -оεπ. маланьин счёт μπακάλικος λογαριασμός•как на -у свадьбу πάρα πολλά (περίσσια) φαγητά.
-
19 наготовить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. ετοιμάζω, εφοδιάζομαι•наготовить дрова ни зиму εφοδιάζομαι ξύλα για το χειμώνα.
2. (με ποσοτική σημασία) μαγειρεύω, ετοιμάζω, φτιάχνω•наготовить на всех гостей ετοιμάζω για όλους τους φιλοξενούμενους•
наготовить всякой всячины ετοιμάζω λογιών-λογιών φαγητά.
εφοδιάζω, προμηθεύω•на всех не наготовить όλους δεν μπορώ να τους εφοδιάσω ή να τους προκάνω (προφτάσω)•
на этого мальчика не -ишься обуви αυτό το παιδάκι δεν το προκάνομε από παπούτσια.
-
20 неразборчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. δυσανάγνωστος, δυσκολοδιάβαστος•неразборчивый почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας.
|| ακατάληπτος, δυσκολονόητος, ακατανόητος•-ая речь δυσκολονόητη ομιλία.
2. μη εκλεκτικός, μη απαιτητικός, που δε διαλέγει•он неразборчивый в ед αυτός δε διαλέγει φαγητά (δεν είναι ψιλοστό-μαχος).
|| που δεν κάνει διάκριση•он -чив в средствах αυτός δεν κάνει διάκριση στα μέσα ή αυτός χρησιμοποιεί όλα τα μέσα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
επανίημι — ἐπανίημι (Α) [ίημι] 1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.) 3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ… … Dictionary of Greek
εψανός — ἑψανός, ή, ον (Α) 1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος 2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος 3. ζωμός, σούπα 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.… … Dictionary of Greek
κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… … Dictionary of Greek