-
21 прочь
прочьнареч1. (в сторону) στήν ἄκ-ρη, πέρα:отойти \прочь παραμερίζω (άμεχ.), ἀποτραβιέμαι· уберите \прочь πάρετε τό ἀπό δῶ·2. (вон, долой) ἐξω!:\прочь с дороги! κάνε στήν ἄκρη!, τραβήξου νά περάσω!· \прочь с глаз моих! χάσου ἀπό τά μάτια μου!· \прочь отси́да! φύγε ἀπ' ἐδῶ!, ξεκουμπίσου!· поди́ \прочь! ξεκουμπίσου ἀπό δω!· ру́кн \прочь! κάτω τά χέρια!· ◊ он был не \прочь... δέν είχε ἀντίρρηση..., ήταν πρόθυμος... -
22 раздаваться
раздаваться Iнесов (о звуке) ἀκούομαι, ἀντηχώ.раздаваться IIнесов1. (раздвигаться, расступаться) παραμερίζω (а.нет.):толпа постепенно (\раздаватьсява́лась τό πλήθος παραμέριζε σιγάσιγά·2. (становиться просторнее) разг φαρδαίνω, ἀνοίγω (ά,οετ.)·3. (толстеть) разг χοντραίνω (ά^ετ.), παχαίνω. -
23 расступаться
расступатьсянесов, расступиться сов παραμερίζω, κάνω πέρα:толпа расступилась τό πλήθος παραμέρισε. -
24 сторониться
сторонитьсянесов1. παραμερίζω (άμετ.)·2. перен (избегать) ἀποφεύγω. -
25 убирать
убиратьнесов1. (откуда-л.) βγάζω, παραμερίζω, ἀπομακρύνω, μαζεύω:\убирать с дороги βγάζω ἀπ' τή μέση, ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο· \убирать со стола σηκώνω τό τραπέζι· \убирать паруса μαζεύω τά πανιά·2. (прятать) βάζω, χώνω, κρύβω, (αποκρύπτω:\убирать книги в шкаф βάζω τά βιβλία στό ντουλάπι·3. (урожай и т. ἡ.) μαζεύω, συγκομίζω, συλλεγω:\убирать хлеб μαζεύω τή συγκομιδή·4. (приводить в порядок) τακτοποιώ, συγυρίζω, συμμαζεύω, εὐπρεπίζω·5. (украшать) στολίζω, δια-κοσμώ. -
26 уступать
уступатьнесов, уступить сов1. (отказываться добровольно) παραχωρώ, ἐκχωρώ, ἀφήνω:\уступать место παραχωρώ τήν θέση μου· \уступать кому́-л. дорогу παραμερίζω· \уступать первенство παραχωρώ τά πρωτεία·2. (соглашаться, покоряться) ὑποχωρώ, ἐνδίδω:\уступать просьбам ἐνδίδω στίς παρακλήσεις· \уступать силе ὑποχωρώ μπροστά στή δύναμη· \уступать желанию Ικανοποιώ τήν ἐπιθυμία κάποιου· не \уступать ни на шаг δέν ὑποχωρώ οὔτε βήμα·3. (в чем-л.\уступатьпри сравнениях) ὑστερω:\уступать кому́-л. в храбрости ὑστερώ σέ ἀνδρεία· не \уступать кому-л. в чем-л. δέν ὑστερώ ἀπό κάποιον σέ τίποτα·4. (в цене) κάνω ἐκπτωση, κάνω σκόντο:не \уступать ни копейки δέν κάνω σκόντο ὁὔτε ἕνα καπίκι. -
27 уходить
уходитьнесов1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):\уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:\уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:\уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:\уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά. -
28 шарахаться
шарахатьсянесов, шарахнуться сов разг παραμερίζω ἀπότομα, ρίχνομαι στήν μπάντα. -
29 отваливать
[ατβάλιβατ'] ρ. παραμερίζω κάτι -
30 раздаваться
[ραζνταβάτσα] ρ. παραμερίζω -
31 расступаться
[ρασστσυπάτσα] ρ. παραμερίζω -
32 сторониться
[σταρανίτσα] ρ. παραμερίζω -
33 отваливать
[ατβάλιβατ'] ρ παραμερίζω κάτι -
34 раздаваться
[ραζνταβάτσα] ρ παραμερίζω -
35 расступаться
[ρασστσυπάτσα] ρ παραμερίζω -
36 сторониться
[σταρανίτσα] ρ παραμερίζω -
37 отбросить
-бшу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отброшенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•отбросить камни от дороги πετώ τις πέτρες από το δρόμο.
|| αναμερίζω, παραμερίζω. || μτφ. αποβάλλω, διώχνω, βγάζω•отбросить сомнения βγάζω τις αμφιβολίες•
отбросить страх αποβάλλω το φόβο.
2. αποκρούω, απωθώ (επιτιθέμενο)..3. μτφ. (με τα ουσ. тень, свет, луч κ.τ.τ.)• ρίχνω•отбросить тень ρίχνω σκιά.
-
38 отвезти
-езу,.-езшь, παρλθ. χρ. отвз-езла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. отвзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвезнный, βρ: -зн, -зена, -зеноρ.σ.μ.1. μεταφέρω, μετακομίζω (με μεταφορικό μέσο).2. αναμερίζω,, παραμερίζω, απομακρύνω μεταφέροντας. -
39 отворотить
-рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвороченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. μετακινώ, παραμερίζω•отворотить камень μετακινώ την πέτρα.
2. στρέφω, αποστρέφω, γυρίζω•отворотить лицо αποστρέφω το πρόσωπο.
|| αποτρέπω, προλαβαίνω, αποσοβώ.(απλ.) αναστρέφω, γυρίζω ανάποδα, αντιστρέφω. || ξεσφίγγω ανοίγωβλ. отвернуться. -
40 откатить
-ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. παραμερίζω, αναμερίζω κυλώντας μετακυλώ.2. (για οχήματα)• φεύγω αναχωρώ γρήγορα.1. μετατοπίζομαι με κύλιση• μετακυλιέμαι. || φεύγω γλιστρώντας•откатить на коньках φεύγω με τα παγοπέδιλα.
2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω•волна -лась το κύμα (χτυπώντας) γύρισε πίσω.
|| μτφ. ανατρέπομαι, υποχωρώ κάτω από την πίεση του εχθρού, κατρακυλώ.
См. также в других словарях:
παραμερίζω — παραμερίζω, παραμέρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραμερίζω — [παράμερα] 1. απομακρύνω κάτι από τη μέση, θέτω παράμερα 2. αποσύρομαι από τη μέση, κάνω στην άκρη κάνω τόπο σε κάποιον για να περάσει ή να καθήσει («παραμέρισε για να περάσω») 3. μτφ. α) υποσκελίζω, παραγκωνίζω β) αγνοώ ηθελημένα … Dictionary of Greek
παραμερίζω — παραμέρισα, παραμερίστηκα, παραμερισμένος 1. μτβ., βάζω κάτι ή σπρώχνω κάποιον στην άκρη: Παραμέρισε με τα χέρια του το πλήθος και πήγε κοντά στο χτυπημένο. 2. αμτβ., πάω στην άκρη, παράμερα, στην μπάντα: Ο κόσμος παραμέριζε, όταν περνούσε ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
μεριάζω — [μεριά] 1. παραμερίζω, μετακινούμαι, υποχωρώ από τον τόπο μου («μέριασε, βράχε, να διαβώ», Βαλαωρ.) 2. μετακινώ, απομακρύνω, παραμερίζω κάτι … Dictionary of Greek
παραμέρισμα — το [παραμερίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραμερίζω 2. μτφ. υποσκελισμός, παραγκωνισμός … Dictionary of Greek
χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… … Dictionary of Greek
θέτω — έθεσα, τέθηκα, τεθειμένος 1. βάζω, τοποθετώ: Δεν έχουν τεθεί τα θεμέλια. – Έθεσε τους φακέλους στο αρχείο. – Τέθηκαν σε άλλο μέρος τα έπιπλα. 2. μτφ., προτείνω, υποβάλλω: Θέτω πρώτος το ζήτημα. – Η πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία. 3. αποδέχομαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρίζω — (Α ἀκρίζω) νεοελλ. 1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον 2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω 3. (για πλεούμενο) πλευρίζω μσν. 1. τρώω τις άκρες 2. κόβω την άκρη αρχ. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος. ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα. ΣΥΝΘ … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αναμερίζω — (Α ἀναμερίζω) (Ν και ανεμερίζω και αναμερώ) νεοελλ. 1. απομακρύνω κάτι από τη θέση του, παραμερίζω, μετακινώ 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. απομακρύνομαι από τη θέση μου, στέκω παράμερα 4. (η παθ. μτχ. πρκμ.) αναμερισμένος, η, ο περιφρονημένος αρχ.… … Dictionary of Greek