Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)+παραμερίζω+2)+(

  • 21 прочь

    прочь
    нареч
    1. (в сторону) στήν ἄκ-ρη, πέρα:
    отойти \прочь παραμερίζω (άμεχ.), ἀποτραβιέμαι· уберите \прочь πάρετε τό ἀπό δῶ·
    2. (вон, долой) ἐξω!:
    \прочь с дороги! κάνε στήν ἄκρη!, τραβήξου νά περάσω!· \прочь с глаз моих! χάσου ἀπό τά μάτια μου!· \прочь отси́да! φύγε ἀπ' ἐδῶ!, ξεκουμπίσου!· поди́ \прочь! ξεκουμπίσου ἀπό δω!· ру́кн \прочь! κάτω τά χέρια!· ◊ он был не \прочь... δέν είχε ἀντίρρηση..., ήταν πρόθυμος...

    Русско-новогреческий словарь > прочь

  • 22 раздаваться

    раздаваться I
    несов (о звуке) ἀκούομαι, ἀντηχώ.
    раздаваться II
    несов
    1. (раздвигаться, расступаться) παραμερίζω (а.нет.):
    толпа постепенно (\раздаватьсява́лась τό πλήθος παραμέριζε σιγάσιγά·
    2. (становиться просторнее) разг φαρδαίνω, ἀνοίγω (ά,οετ.)·
    3. (толстеть) разг χοντραίνω (ά^ετ.), παχαίνω.

    Русско-новогреческий словарь > раздаваться

  • 23 расступаться

    расступаться
    несов, расступиться сов παραμερίζω, κάνω πέρα:
    толпа расступилась τό πλήθος παραμέρισε.

    Русско-новогреческий словарь > расступаться

  • 24 сторониться

    сторониться
    несов
    1. παραμερίζω (άμετ.)·
    2. перен (избегать) ἀποφεύγω.

    Русско-новогреческий словарь > сторониться

  • 25 убирать

    убирать
    несов
    1. (откуда-л.) βγάζω, παραμερίζω, ἀπομακρύνω, μαζεύω:
    \убирать с дороги βγάζω ἀπ' τή μέση, ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο· \убирать со стола σηκώνω τό τραπέζι· \убирать паруса μαζεύω τά πανιά·
    2. (прятать) βάζω, χώνω, κρύβω, (αποκρύπτω:
    \убирать книги в шкаф βάζω τά βιβλία στό ντουλάπι·
    3. (урожай и т. ἡ.) μαζεύω, συγκομίζω, συλλεγω:
    \убирать хлеб μαζεύω τή συγκομιδή·
    4. (приводить в порядок) τακτοποιώ, συγυρίζω, συμμαζεύω, εὐπρεπίζω·
    5. (украшать) στολίζω, δια-κοσμώ.

    Русско-новогреческий словарь > убирать

  • 26 уступать

    уступать
    несов, уступить сов
    1. (отказываться добровольно) παραχωρώ, ἐκχωρώ, ἀφήνω:
    \уступать место παραχωρώ τήν θέση μου· \уступать кому́-л. дорогу παραμερίζω· \уступать первенство παραχωρώ τά πρωτεία·
    2. (соглашаться, покоряться) ὑποχωρώ, ἐνδίδω:
    \уступать просьбам ἐνδίδω στίς παρακλήσεις· \уступать силе ὑποχωρώ μπροστά στή δύναμη· \уступать желанию Ικανοποιώ τήν ἐπιθυμία κάποιου· не \уступать ни на шаг δέν ὑποχωρώ οὔτε βήμα·
    3. (в чем-л.\уступатьпри сравнениях) ὑστερω:
    \уступать кому́-л. в храбрости ὑστερώ σέ ἀνδρεία· не \уступать кому-л. в чем-л. δέν ὑστερώ ἀπό κάποιον σέ τίποτα·
    4. (в цене) κάνω ἐκπτωση, κάνω σκόντο:
    не \уступать ни копейки δέν κάνω σκόντο ὁὔτε ἕνα καπίκι.

    Русско-новогреческий словарь > уступать

  • 27 уходить

    уходить
    несов
    1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):
    \уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·
    2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:
    \уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·
    3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·
    4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:
    \уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·
    5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:
    целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·
    6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:
    все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·
    7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:
    \уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·
    8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:
    молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > уходить

  • 28 шарахаться

    шарахаться
    несов, шарахнуться сов разг παραμερίζω ἀπότομα, ρίχνομαι στήν μπάντα.

    Русско-новогреческий словарь > шарахаться

  • 29 отваливать

    [ατβάλιβατ'] ρ. παραμερίζω κάτι

    Русско-греческий новый словарь > отваливать

  • 30 раздаваться

    [ραζνταβάτσα] ρ. παραμερίζω

    Русско-греческий новый словарь > раздаваться

  • 31 расступаться

    [ρασστσυπάτσα] ρ. παραμερίζω

    Русско-греческий новый словарь > расступаться

  • 32 сторониться

    [σταρανίτσα] ρ. παραμερίζω

    Русско-греческий новый словарь > сторониться

  • 33 отваливать

    [ατβάλιβατ'] ρ παραμερίζω κάτι

    Русско-эллинский словарь > отваливать

  • 34 раздаваться

    [ραζνταβάτσα] ρ παραμερίζω

    Русско-эллинский словарь > раздаваться

  • 35 расступаться

    [ρασστσυπάτσα] ρ παραμερίζω

    Русско-эллинский словарь > расступаться

  • 36 сторониться

    [σταρανίτσα] ρ παραμερίζω

    Русско-эллинский словарь > сторониться

  • 37 отбросить

    -бшу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отброшенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    отбросить камни от дороги πετώ τις πέτρες από το δρόμο.

    || αναμερίζω, παραμερίζω. || μτφ. αποβάλλω, διώχνω, βγάζω•

    отбросить сомнения βγάζω τις αμφιβολίες•

    отбросить страх αποβάλλω το φόβο.

    2. αποκρούω, απωθώ (επιτιθέμενο)..
    3. μτφ. (με τα ουσ. тень, свет, луч κ.τ.τ.)• ρίχνω•

    отбросить тень ρίχνω σκιά.

    Большой русско-греческий словарь > отбросить

  • 38 отвезти

    -езу,.-езшь, παρλθ. χρ. отвз
    -езла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. отвзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвезнный, βρ: -зн, -зена, -зено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, μετακομίζω (με μεταφορικό μέσο).
    2. αναμερίζω,, παραμερίζω, απομακρύνω μεταφέροντας.

    Большой русско-греческий словарь > отвезти

  • 39 отворотить

    -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвороченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, παραμερίζω•

    отворотить камень μετακινώ την πέτρα.

    2. στρέφω, αποστρέφω, γυρίζω•

    отворотить лицо αποστρέφω το πρόσωπο.

    || αποτρέπω, προλαβαίνω, αποσοβώ.
    (απλ.) αναστρέφω, γυρίζω ανάποδα, αντιστρέφω. || ξεσφίγγω ανοίγω
    βλ. отвернуться.

    Большой русско-греческий словарь > отворотить

  • 40 откатить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. παραμερίζω, αναμερίζω κυλώντας μετακυλώ.
    2. (για οχήματα)• φεύγω αναχωρώ γρήγορα.
    1. μετατοπίζομαι με κύλιση• μετακυλιέμαι. || φεύγω γλιστρώντας•

    откатить на коньках φεύγω με τα παγοπέδιλα.

    2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω•

    волна -лась το κύμα (χτυπώντας) γύρισε πίσω.

    || μτφ. ανατρέπομαι, υποχωρώ κάτω από την πίεση του εχθρού, κατρακυλώ.

    Большой русско-греческий словарь > откатить

См. также в других словарях:

  • παραμερίζω — παραμερίζω, παραμέρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραμερίζω — [παράμερα] 1. απομακρύνω κάτι από τη μέση, θέτω παράμερα 2. αποσύρομαι από τη μέση, κάνω στην άκρη κάνω τόπο σε κάποιον για να περάσει ή να καθήσει («παραμέρισε για να περάσω») 3. μτφ. α) υποσκελίζω, παραγκωνίζω β) αγνοώ ηθελημένα …   Dictionary of Greek

  • παραμερίζω — παραμέρισα, παραμερίστηκα, παραμερισμένος 1. μτβ., βάζω κάτι ή σπρώχνω κάποιον στην άκρη: Παραμέρισε με τα χέρια του το πλήθος και πήγε κοντά στο χτυπημένο. 2. αμτβ., πάω στην άκρη, παράμερα, στην μπάντα: Ο κόσμος παραμέριζε, όταν περνούσε ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • μεριάζω — [μεριά] 1. παραμερίζω, μετακινούμαι, υποχωρώ από τον τόπο μου («μέριασε, βράχε, να διαβώ», Βαλαωρ.) 2. μετακινώ, απομακρύνω, παραμερίζω κάτι …   Dictionary of Greek

  • παραμέρισμα — το [παραμερίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραμερίζω 2. μτφ. υποσκελισμός, παραγκωνισμός …   Dictionary of Greek

  • χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… …   Dictionary of Greek

  • θέτω — έθεσα, τέθηκα, τεθειμένος 1. βάζω, τοποθετώ: Δεν έχουν τεθεί τα θεμέλια. – Έθεσε τους φακέλους στο αρχείο. – Τέθηκαν σε άλλο μέρος τα έπιπλα. 2. μτφ., προτείνω, υποβάλλω: Θέτω πρώτος το ζήτημα. – Η πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία. 3. αποδέχομαι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρίζω — (Α ἀκρίζω) νεοελλ. 1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον 2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω 3. (για πλεούμενο) πλευρίζω μσν. 1. τρώω τις άκρες 2. κόβω την άκρη αρχ. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος. ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα. ΣΥΝΘ …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • αναμερίζω — (Α ἀναμερίζω) (Ν και ανεμερίζω και αναμερώ) νεοελλ. 1. απομακρύνω κάτι από τη θέση του, παραμερίζω, μετακινώ 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. απομακρύνομαι από τη θέση μου, στέκω παράμερα 4. (η παθ. μτχ. πρκμ.) αναμερισμένος, η, ο περιφρονημένος αρχ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»