Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

)+η+φρουρά

  • 21 конвой

    конвой
    м
    1. ἡ συνοδεία, ἡ ἐνοπλος φρουρά·
    2. мор. ἡ νηοπομπή.

    Русско-новогреческий словарь > конвой

  • 22 лейб-гвардия

    лейб-гвардия
    ж воен. ист. ἡ ἀνακτορική φρουρά, ἡ σωματοφυλακή.

    Русско-новогреческий словарь > лейб-гвардия

  • 23 пост

    пост I
    м I. воен. τό φυλακιον, τό φυ-λακεῖον, ὁ σταθμός, ἡ σκοπιά:
    передовой \пост τό προχωρημένο φυλάκιον сторожевой \пост ἡ σκοπιά· наблюдательный \пост τό παρατηρητήριον стоять на \посту́ στέκομαι φρουρός, εἶμαι σκοπιά· сменить \пост-ы ἀλλάσσω τήν φρουρά, ἀλλάσσω τίς βάρδιες·
    2. (должность) τό πόστο, τό ἀξίωμα, ἡ θέση:
    занимать важный \пост κατέχω θέσιν, κρατώ πόστο· покинуть свой \пост ἐγκαταλείπω τή θέση μου.
    пост II
    м рел. ἡ νηστεία:
    соблюдать \пост νηστεύω· великий \пост ἡ μεγάλη σαρακοστή.

    Русско-новогреческий словарь > пост

  • 24 почетный

    почет||ный
    прил τιμητικός, ἐπίτιμος, ἀξιότιμος, ἀξιοσέβαστος:
    \почетныйный член... τό ἐπίτιμο μέλος...· \почетныйный кара· у́л воен. ἡ τιμητική φρουρά· \почетныйное звание ὁ τιμητικός τίτλος.

    Русско-новогреческий словарь > почетный

  • 25 сменять

    сменя||ть
    несов
    1. (заменять) ἀλλάζω 0ι«.), ἀλλάσσω, ἀνταλλασσω·
    2. (заменять) ἀντικαθιστώ, ἀναπληρώ:
    \сменять часового (карау́л) ἀλλάζω τόν σκοπό (τήν φρουρά)· \сменять друг дру́га ἀντικαθιστώ ὁ ἕνας τόν ἄλλον.

    Русско-новогреческий словарь > сменять

  • 26 час

    час
    м в разн. знач. ἡ ῶρα:
    который \час? τί ὠρα εἶναι;· двенадцать \часо́в дня τό μεσημέρι· двенадцать \часо́в ночи τά μεσάνυχτα· \час ночи μιά μετά τά μεσάνυχτα· в пять \часо́в утра στίς πέντε ἡ ὠρα τό πρωί· в два \часа дия στίς δύο τό ἀπόγευμα· четверть \часа τό τέταρτον τής ὠρας· три четверти \часа τρία τέταρτα τής ὠρας· целых два \часа разг δυό ὁλόκληρες ὠρες· каждые два \часа κάθε δύο ὠρες· за \час до... μιά ὠρα πρίν...· \час обеда ἡ ὠρα τοῦ φαγητοὔ· \часы отдыха ἡ ὠρα τής ἀνάπαυσης· свободные \часы οἱ ἐλεύθερες ὠρες· \часы работы (занятий) οἱ ὠρες τής ἐργασίας (τών μαθημάτων)· приемные \часώ ἡ ὠρα ἐπίσκεψης· неурочный \час ἡ ἀκατάλληλη ὠρα· опоздать на \час ἀργώ μιά ὠρα· ехать со скоростью сто км в \час τρέχω μέ ταχύτητα ἐκατό χιλιόμετρα τήν ὠρα· ждать \часа́ми περιμένω ὠρες ὁλόκληρες· ◊ битый \час μιαν ὁλόκληρη ὠρα· академический \час ἡ ἀκαδημαϊκή ὠρα· комендантский \час ἡ ἀπαγόρευση τής κυκλοφορίας τή νύχτα· \часы пик οἱ ὠρες τοῦ συνωστισμού· стоять на \часа́х воен. εἶμαι φρουρά, φυλάω σκοπός· с \часу на \час а) (в ближайшее время) ὅπου νάναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή, б) (с каждым часом) ἀπό ὠρα σέ ὠρα, ὁλοένα καί· в добрый \часΙ ὠρα καλή!, στό καλό!· не ровен \час... δέν ξέρεις τί γίνεται.., \час пробил σήμανε ἡ ὠρα· не по дням, а по \часа́м ὄχι μέ τίς ἡμέρες ἀλλα μέ τίς ὠρες· через \час по чайной ложке μέ τό σταγονόμετρο.

    Русско-новогреческий словарь > час

  • 27 гарнизон

    [γκαρνιζόν] ουσ. α. φρουρά

    Русско-греческий новый словарь > гарнизон

  • 28 караул

    [καραούλ] ουσ. α φρουρά

    Русско-греческий новый словарь > караул

  • 29 стража

    [στράζα] ουσ. θ. φρουρά

    Русско-греческий новый словарь > стража

  • 30 гарнизон

    [γκαρνιζόν] ουσ α φρουρά

    Русско-эллинский словарь > гарнизон

  • 31 караул

    [καραούλ] ουσ α φρουρά

    Русско-эллинский словарь > караул

  • 32 стража

    [στράζα] ουσ θ φρουρά

    Русско-эллинский словарь > стража

  • 33 бессменный

    επ.
    άνάλλακτος, αναντικατάστατος• διαρκής•

    -ая стража αναντικατάστατη φρουρά.

    Большой русско-греческий словарь > бессменный

  • 34 бессонный

    επ.
    άυπνος. ακοίμητος, άγρυπνος•

    -ая стража άγρυπνη φρουρά.

    Большой русско-греческий словарь > бессонный

  • 35 вахта

    θ.
    φρουρά, σκοπιά στό πλοίο. || μτφ. φρούρηση• βάρδια.

    Большой русско-греческий словарь > вахта

  • 36 выставить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω, αφαιρώ•

    выставить раму из окна βγάζω το πλαίσιο του παραθύρου.

    2. μετακινώ, τοποθετώ αλλού•

    -щкаф в коридор βγάζω τη ντουλάπα στο διάδρομο.

    || μτφ. (απλ.) διώχνω, εκδιώκω• выставить кого-н. из комнаты βγάζω κάποιον έξω από το δωμάτιο. || εκθέτω σε θέα.
    3. προβάλλω, προεκβάλλω•

    грудь προτείνω το στήθος.

    4. βάζω, εκθέτω•

    выставить кандидатуру βάζω υποψηφιότητα•

    выставить требования βάζω τα αιτήματα.

    5. τοποθετώ•

    выставить охрану βάζω φρουρά•

    выставить часовых βάζω σκοπούς.

    6. παρουσιάζω, παραστοάνω•

    выставить в смешном виде παρουσιάζω γελοίου•

    выставить себя ученым παρουσιάζομαι, σαν επιστήμονας.

    7. εγγράφω•

    выставить оценки за четверть βάζω τους μαθητικούς βαθμούς τού τρίμηνου.

    8. παοατάσσω•

    выставить большую армию παρατάσσω πολύ στρατό•

    выставить веские аргументы αραδιάζω σοβαρά επιχειρήματα•

    выставить возражения προβάλλω αντιρρήσεις.

    βγαίνω, προβάλλω, -ομαι•

    из окна -лась лохматая голова από το παράθυρο πρόβαλε αναμαλλιασμένο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > выставить

  • 37 гридь

    θ. αθρσ. νεαρή φρουρά δούκα.

    Большой русско-греческий словарь > гридь

  • 38 дворцовый

    επ.
    αυλικός, παλατιανός•

    -ая стража ανακτορική φρουρά•

    дворцовый переворот αυλικό πραξικόπημα.

    Большой русско-греческий словарь > дворцовый

  • 39 додержать

    держу, -держишь ρ.σ.μ.
    1. (για χρον. όριο) κρατώ ως•

    -у чижика до лта и выпущу θα κρατήσω το καναρινάκι ως το καλοκαίρι και μετά θα τ' αφήσω ελεύθερο.

    2. κρατώ ως το τέλος, όσο χρειάζεται•

    додержать экзамены δίνω με επιτυχία τις τελευταίες εξετάσεις.

    κρατώ ώσπου•

    гарнизон -лся до прихода подкрепления η φρουρά κράτησε ώσπου έφτασε ενίσχυση.

    Большой русско-греческий словарь > додержать

  • 40 дружина

    θ.
    1. παλ. φρουρά, ντρουζίνα• στρατιωτικό τμήμα.
    2. τμήμα, απόσπασμα•

    пожирная дружина πυροσβεστικό τμήμα ή λόχος•

    пионерская дружина πιονέρικο τμήμα ή ομάδα•

    санитарная дружина υγειονομικό τμήμα.

    Большой русско-греческий словарь > дружина

См. также в других словарях:

  • φρουρά — φρουρά̱ , φρουρά look out fem nom/voc/acc dual φρουρά̱ , φρουρά look out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρᾷ — φρουρά look out fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φρουρή Α 1. φρούρηση, φύλαξη, υπεράσπιση 2. ομάδα προσώπων, ιδίως στρατιωτών, που είναι υπεύθυνη για τη φρούρηση θέσεως, κτηρίου ή προσώπου (α. «η φρουρά τής βουλής» β. «καταλιπὼν ἐν ταῖς ἄκραις ἰσχυρὰς Περσέων φρουράς», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • φρουρά — η 1. ομάδα ατόμων, ιδίως στρατιωτικών, που έχει αναλάβει τη φρούρηση θέσης, ιδρύματος ή προσώπου: Η φρουρά των φυλακών. – Η φρουρά του προέδρου. 2. το σύνολο των στρατευμάτων που εδρεύουν σε μια πόλη: Η φρουρά Θεσσαλονίκης. 3. η υπηρεσία του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σιδηρά Φρουρά — Φασιστική οργάνωση που δημιουργήθηκε το 1931 στη Ρουμανία. Τα μέλη της χρησίμευσαν σαν πράκτορες του Χίτλερ στη Ρουμανία. Αφού οργάνωσε και εκτέλεσε τη δολοφονία του Ρουμάνου πρωθυπουργού I. Γκ. Ντούκα (1934) τυπικά διαλύθηκε. Ουσιαστικά όμως… …   Dictionary of Greek

  • φρουρᾶι — φρουρᾷ , φρουρά look out fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουράν — φρουρά̱ν , φρουρά look out fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουράς — φρουρά̱ς , φρουρά look out fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουραῖς — φρουρά look out fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουραί — φρουρά look out fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρᾶς — φρουρά look out fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»