Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)+η+περιποίηση

  • 21 любезность

    θ.
    φιλοφρόνηση, περιποίηση, αβρότητα• ευπροσηγορία. || πλθ. -и φιλοφρονήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > любезность

  • 22 медвежий

    -ья, -ье
    επ.
    της αρκούδας, α. αρκουδίσιος•

    медвежий след ίχνος (τορός) αρκούδας•

    -ье мясо κρέας αρκούδας•

    -ья шуба αρκουδόγουνα•

    -ья шкура αρκτή, αρκουδοτόμαρο.

    || μτφ. αρκουδοειδής.
    εκφρ.
    - ья болезнь – αρκουδοδιάρροια (από φόβο), δειλία•
    медвежий угол – μέρος απόκεντρο, απομακρυσμένο•
    - ья услуга – η κακή εξυπηρέτηση (περιποίηση).

    Большой русско-греческий словарь > медвежий

  • 23 побаловать

    ρ.σ.
    1. περιποιούμαι, ικανοποιώ, κάνω τα χατήρια, προσφέρω περιποίηση• προσέχω, κοιτάζω (για ένα χρονικό διάστημα).
    2. ασχολούμαι με κάτι χάρη δ ιασκέδασης.
    1. βλ. баловаться.
    2. ασχολούμαι για διασκέδαση.

    Большой русско-греческий словарь > побаловать

  • 24 подтянутость

    θ.
    ταχτοποίηση, διευθέτηση• περιποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > подтянутость

  • 25 предупредительность

    θ.
    περιποίηση, ε-ξυπηρετικότητα, φιλοφρόνηση.

    Большой русско-греческий словарь > предупредительность

  • 26 прислуживание

    ουδ.
    1. εξυπηρέτηση.
    2. περιποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > прислуживание

  • 27 сеанс

    α.
    καθορισμένα χρονικά όρια επίδειξης ή ώρες επίδειξης•

    сеанс показа моделей ώρες επίδειξης μοντέλων•

    сеанс одновременной игры в шахматы επίδειξη αγώνα σκακιού με πολλούς αντίπαλους.

    || προβολή κινηματογραφική•

    дневной сеанс ημερήσια προβολή•

    ночной -εσπερινή (νυκτερινή) προβολή.

    || περιποίηση αρρώστου. || ποζάρισμα μπροστά στο ζωγράφο.

    Большой русско-греческий словарь > сеанс

  • 28 соответственно

    1. επίρ. αντίστοιχα, ανάλογα•

    когда получу инструкцию, тогда соответственно и поступлю όταν θα πάρω οδηγίες, τότε θα πράξω ανάλογα.

    2. πρόθ. κατά (σύμφωνα)•

    поступить соответственно своим убеждениям πράττω κατά τις πεποιθήσεις μου.

    3. επίσης, καθώς και•

    фруктовые деревья, соответственно и прочие культурные растения, требуют ухода τα οπωροφόρα δέντρα καθώς και, τ άλλα καλλιεργήσιμα φυτά θέλουν περιποίηση.

    εκφρ.
    соответственно с... – σύμφωνα με...

    Большой русско-греческий словарь > соответственно

  • 29 требовать

    -бую, -буешь
    ρ.δ.
    1. απαιτώ, αξιώνω, ζητώ•

    требовать повышения зарплаты ζητώ αύξηση αποδοχών•

    требовать объяснений ζητώ εξηγήσεις•, требовать точного исполнения распоряжений απαιτώακριβή εκτέλεση των διαταγών•

    требовать много ζητώπολλά•

    требовать уплаты долга ζητώ εξόφληση του χρέους.

    2. χρειάζομαι, έχω ανάγκη• θέλω•

    больной -ет покоя ο άρρωστος θέλει ησυχία•

    растния -ют ухода τα φυτά θέλουν περιποίηση.

    || καλώ, ζητώ•

    его -ют в суд τον ζητούν στο δικαστήριο•

    меня -ют домой με ζητούν να πάωστο σπίτι.

    απαιτούμαι, χρειάζομαι• ζητούμαι•

    -ется рабочая сила ζητείται εργατική δύναμη•

    -ются рабочие ζητούνται εργάτες•

    -ется ремонт χρειάζεται (να γίνει) επισκευή.

    || καλούμαι, με καλούν, με ζητούν.

    Большой русско-греческий словарь > требовать

  • 30 ухаживание

    ουδ.
    1. περιποίηση, φροντίδα, επιμέλεια.
    2. εξυπηρέτηση, φιλόφρονη συμπεριφορά.
    3. καλοπάρσιμο, καλοπιάσιμο, κο-πλιμέντο, καλοκοίταγμα (για επιτυχία επιδιωκόμενου).

    Большой русско-греческий словарь > ухаживание

  • 31 учтивость

    θ.
    φιλοφροσύνη, περιποίηση, ευπροσηγορία. || σεβασμός, εκτίμηση.

    Большой русско-греческий словарь > учтивость

  • 32 холя

    θ.
    περιποίηση, φροντ ίδα, μέρ ιμνα.

    Большой русско-греческий словарь > холя

См. также в других словарях:

  • περιποίηση — η / περιποίησις, ήσεως ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. 1. πρόθυμη εξυπηρέτηση, στοργική μεταχείριση κάποιου, πρόθυμη παροχή υπηρεσιών σε κάποιον 2. υπηρεσία που παρέχεται αντί συγκεκριμένης αμοιβής («η περιποίηση τού αρρώστου ανατέθηκε σε ειδική… …   Dictionary of Greek

  • περιποίηση — η πρόθυμη εξυπηρέτηση, φροντίδα, καλή μεταχείριση: Η περιποίησή σας με συγκίνησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιποιήσῃ — περιποιήσηι , περιποίησις keeping safe fem dat sg (epic) περιποιέω cause to remain over and above aor subj mid 2nd sg περιποιέω cause to remain over and above aor subj act 3rd sg περιποιέω cause to remain over and above fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… …   Dictionary of Greek

  • γεροκόμιο — και γεροκόμι, το [γεροκομώ] 1. η περιποίηση τών γερόντων 2. η περιποίηση ασθενών γερόντων …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • θερμοκοιτίδα — Συσκευή ικανή να διατηρεί σε ιδεώδες περιβάλλον τα πρόωρα νεογνά ή γενικά τα νεογνά που πρέπει να προφυλαχθούν ιδιαίτερα από τις μολύνσεις και τις μεταβολές της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Πρόκειται για μικρούς θαλάμους με διαφανή τοιχώματα,… …   Dictionary of Greek

  • κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …   Dictionary of Greek

  • παιδαγωγία — η (Α παιδαγωγία) [παιδαγωγός] η αγωγή και η μόρφωση τών παιδιών, η εκπαίδευση («τὰς ψυχὰς οὕτω φῶμεν τὰς εὐφυεστάτους κακής παιδαγωγίας τυχούσας διαφερόντως κακὰς γίγνεσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. το λειτούργημα, το επάγγελμα τού παιδαγωγού 2. η… …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»