-
61 планирование
I. 1. (составление плана или проекта постройки, сооружения и т.п.) η σχεδίαση, ο σχεδιασμός 2. (расположение чего-л. согласно чертежу, плану) η σχεδίαση 3. (составление плана каких-л. мероприятий, развития чего-л.) το πρόγραμμα, το σχέδιο 4. эк. о σχεδιασμ/ός, ο προγραμματισμός II. ав. η ανεμοπορία, η ανεμοπλοία, η ομαλή κάθοδος με σβηστό κινητήρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планирование
-
62 порядок
1. (размещение, расположение по какому-л. признаку) η διάταξη, η τάξη, η σειρά 2. (последовательный ход чего-л.) η σειρά, η διαδικασία алфавитный - αλφαβητική - 3. (числовая характеристика кривой, уравнения и т.п.) η τάξη. - дифференциального уравнения - της διαφορικής εξίσωσης- числа (вчт.мат.) - του αριθμού4. (состояние налаженности, благоустройства, систематичности и т.п.) η τάξη, η διευθέτηση, η τακτοποίηση 5. (уста-новленная организация, систематичность) η διαδικασία, ο τρόπος, η τάξη 6. (система общественного устройства, строй) το καθεστώς 7. (способ, метод, правила, по которым совершается что-л.) о τρόπος, о κανονισμός, η μέθοδος, οι κανόνες 8. (свойство, качество, характер) η τάξη, η φύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порядок
-
63 поточный
συνεχής, αδιάκοπος- - метод η μέθοδος της αλυσίδας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поточный
-
64 правило
ο κανόν/αςаукционные - а - ες δημοπρασίας/πλειστηριασμού- а безопасности - ες ασφαλείας, οι κανονισμοί ασφαλείαςтройное - мат. η μέθοδος των τριών- а уличного движения ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας (К.О.К.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правило
-
65 приём
1. (способность достижения, осуществления чего-л.) о τρόπος, η μέθοδος, η τεχνική 2. (сообщений) η λήψη 3. (напр. у врача) η επίσκεψη 4. (количество чего-л, принимаемое за один раз) η δόση, η λήψη 5. (движение, упражнение) η κίνηση, ο τρόπος, η λαβή 6. (встреча, собрание приглашённых лиц у кого-л.) η δεξίωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приём
-
66 прогнозирование
η πρόγνωσ/η, η πρόβλεψηметод - я μέθοδος της - ης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прогнозирование
-
67 способ
ο τρόπος, η μέθοδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > способ
-
68 сравнение
η σύγκρισ/η, η παραβολή* метод - я μέθοδος - ηςпо - ю с... σε - με...Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сравнение
-
69 демонстративный
демонстр||ати́вныйприл1. (вызывающий) ἐπιδεικτικός, προκλητικός·2. (наглядный) ἀποδεικτικός:\демонстративныйати́вный метод ἡ ἀποδεικτική μέθοδος. -
70 звуковой
звук||овойприл ἡχητικός / ὁμιλών (о кино):\звуковойовая волна физ. τό ἡχητικό κδμα· \звуковойовой сигнал τό ἡχητικό σήμα· \звуковойово́й фильм ἡ ὁμιλούσα ταινία· \звуковойово́й метод (при обучении чтению) ἡ φωνητική μέθοδος. -
71 индуктивный
индуктивныйприл филос, физ. ἐπαγωγικός:\индуктивный метод ἡ ἐπαγωγική μέθοδος. -
72 методика
методикаж ἡ μέθοδος. -
73 порочный
пороч||ныйприл1. διεφθαρμένος, ἀκόλαστος, φαῦ-λος·2. черен. λανθασμένος, ἐσφαλμένος:\порочныйный метод ἡ ἐλαττωματική μέθοδος· ◊ \порочныйный круг ὁ φαῦλος κύκλος. -
74 поточный
поточныйприл συνεχής, ἀδιάκοπος:\поточный метод ἡ μέθοδος τής ἀλυσίδας. -
75 прогрессйвный
прогресс||йвныйприл1. (возрастающий) προδευτικός, ἀΰξων:\прогрессйвныйи́вный налог ἡ προοδευτική φορολογία·2. (передовой) προοδευτικός:\прогрессйвныййвное движение ἡ προοδευτική κίνηση· \прогрессйвныййв-ный метод ἡ προοδευτική μέθοδος· ◊ \прогрессйвныййвный паралич ἡ προϊοῦσα παράλυση. -
76 рациональный
рациона́льн||ыйприл1. ὀρθολογι(στι)-κός/ λογικός (разумный):\рациональный метод ἡ ὁρθολογική μέθοδος· \рациональныйая организация труда ἡ ὀρθολογι(στι)κή ὁργάνωση τής δουλείας·2. мат:\рациональныйое число́ ἀλγεβρικός ἀριθμός. -
77 тройиои
тройи||оиприл в разн. знач. τριπλάσιος, τριπλούς:\тройиоиое правило мат ἡ μέθοδος τών τριών. -
78 убеждение
убежд||ениес1. (действие) ἡ πειθώ:действовать путем \убеждениеения ἐπιδρώ μέ τήν πειθώ· метод \убеждениеения ἡ μέθοδος τής πειθοῦς· легко поддаваться \убеждениеению πείθομαι εὔκολα·2. (мнение) ἡ πεποίθηση [-ις], τό φρόνημα, ἡ δοξασία· политические \убеждениеения οἱ πολιτικές πεποιθήσεις, τά πολιτικά φρονήματα· менять свой· \убеждениеения ἀλλάζω φρονήματα. -
79 цепной
цепн||ойприл1. ἀλυσιδωτός, μέ ἀλυσίδες:\цепной мост ἡ κρεμαστή γέφυρα· \цепнойая передача тех. ἡ μετάδοση κίνησης μέ ἀλυσίδα·2. (привязанный на цепь) δεμένος:\цепнойая собака τό μαντρόσκυλο· ◊ \цепнойая реакция физ.\ хим. ἡ ἀλυσοειδής ἀντίδραση· \цепнойо́е правило мат ἡ μέθοδος τῶν τριών. -
80 эффективный
эффекти́вн||ыйприл ἀποτελεσματικός, δραστικός, τελεσφόρος:\эффективный метод ἡ ἀποτελεσματική μέθοδος· \эффективныйые меры τά δραστικά μέτρα· \эффективныйое средство τό δραστικό φάρμακο.
См. также в других словарях:
μέθοδος — following after fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθοδος — η (ΑM μέθοδος) συστηματικός και προγραμματισμένος τρόπος πορείας για την επίλυση προβλημάτων θεωρίας και πρακτικής η οποία οδηγεί από προσδιορισμένες προϋποθέσεις στην πραγματοποίηση ενός σκοπού νεοελλ. 1. (φιλοσ.) σύστημα κανόνων ή αρχών έρευνας … Dictionary of Greek
μέθοδος — η μεθόδου 1. η συστηματική εξέταση και ερμηνεία ενός ζητήματος ή φαινομένου με ορισμένους επιστημονικούς κανόνες: Ακολουθεί συνεχώς νέες μεθόδους στη δουλειά του. 2. τρόπος ενέργειας για την πραγματοποίηση ορισμένου σκοπού: Αυτή είναι αλάνθαστη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαγωγική μέθοδος — Μέθοδος της φιλοσοφίας και της επιστημονικής έρευνας που κάνει δυνατή τη μετάβαση από το γενικό στο μερικό, από την αρχή στο επακολούθημα. Η α.μ. πραγματοποιείται με τον απαγωγικό συλλογισμό και την απαγωγική απόδειξη. Με τον απαγωγικό συλλογισμό … Dictionary of Greek
Μπέρλιτς, μέθοδος — (Berlitz Method). Ειδική μέθοδος διδασκαλίας ξένων γλωσσών, που επινόησε ο Μαξιμίλιαν Μπέρλιτς το 1878 στο Πρόβιντενς (ΗΠΑ). Βασίζεται στη διαπίστωση ότι μια γλώσσα μαθαίνεται πάντοτε γρηγορότερα και ευκολότερα στον τόπο όπου μιλιέται και ότι δεν … Dictionary of Greek
αλλοπαθητική μέθοδος θεραπείας — Θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία χρησιμοποιούνται φάρμακα που προκαλούν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που θέλουν να θεραπεύσουν. Ο όρος χρησιμοποιείται μόνο σε αντίθεση με την ομοιοπαθητική μέθοδο θεραπείας … Dictionary of Greek
αλληλοδιδακτική μέθοδος — Μορφή σχολικής αγωγής. Βλ. λ. Μπελ, Άντριου … Dictionary of Greek
αυτόμορφη συνάρτηση — Μέθοδος για τη λύση εξισώσεων. Ονομάζονται επίσης και συναρτήσεις Φουξ, από το όνομα του μαθηματικού που γύρω στο 1870 μελέτησε το πρόβλημα της λύσης γραμμικών διαφορικών εξισώσεων της τάξης V. Οι συναρτήσεις αυτές αποτελούσαν λύσεις των… … Dictionary of Greek
αξονομετρία — Μέθοδος παράστασης στερεών σχημάτων πάνω σε επίπεδο (προβολικό). Ονομάζεται και παράλληλη προβολή, διότι συνίσταται στην προβολή του αντικειμένου στο προβολικό επίπεδοπαράλληλα με ορισμένη διεύθυνση. Εδώ, το κέντρο προβολής, που κατά την κεντρική … Dictionary of Greek
επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… … Dictionary of Greek
αεροθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας διαφόρων παθήσεων, ιδιαίτερα του αναπνευστικού συστήματος (φυματίωση, εμφύσημα κλπ.). Η α., που αποτελεί τομέα του ιδιαίτερου κλάδου της κλιματοθεραπείας, ενεργείται με διάφορους τρόπους ανάλογα με την πάθηση: με θερμά… … Dictionary of Greek