Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)+η+εποχή+3)+(

  • 81 древность

    θ.
    1. αρχαιότητα, αρχαία εποχή•

    в -и στην αρχαιότητα•

    седая древность τα πολύ παλιά χρόνια, η βαθιά αρχαιότητα.

    || ο αρχαίος κόσμος, οι αρχαίοι•

    идеи аристотеля разделяла вся древность τις ιδέες του Αριστοτέλη τις παραδέχονταν όλη η αρχαιότητα.

    2. οι αρχαιότητες, τα αρχαία μνημεία•

    музей -ей μουσείο αρχαιοτήτων.

    3. (απλ.) βαθιά γηρατειά.

    Большой русско-греческий словарь > древность

  • 82 жатва

    θ.
    1. θέρος, θέρισμα, θερισμός. || η εποχή του θερισμού.
    2. παλ. ώριμοι δημητριακοί καρποί.
    3. συγκομιδή, σοδειά.

    Большой русско-греческий словарь > жатва

  • 83 жатвенный

    επ.
    του θέρου•

    жатвенный сезон η εποχή του θέρου.

    || θεριστικός•

    -ая машина θεριστική μηχανή.

    Большой русско-греческий словарь > жатвенный

  • 84 железный

    επ.
    1. σιδερένιος•

    -ая кровать σιδερένιο κρεβάτι.

    || σιδηρούχος•

    -ая руда σιδηρομετάλλευμα•

    -ые рудники σιδηρωρυχεία. -лом παλιοσίδερα.

    2. μτφ. δυνατός, ισχυρός, άκαμπτος•

    -ая воля ισχυρή θέληση•

    железный закон σιδερένιος νόμος•

    железный кулак σιδερένια γροθιά•

    -ая дисциплина σιδερένια πειθαρχία.

    εκφρ.
    железный блеск – οξείδιο του σιδήρου•
    железный век – εποχή του σιδήρου•
    - ое дерево – το σιδηρόξυλο•
    - ая дорога – σιδηροδρομική οδός ή γραμμή• τα ιδρύματα των σιδηροδρομικών•
    железный шпат – ο σιδερίτης.

    Большой русско-греческий словарь > железный

  • 85 жниво

    ουδ. (διαλκ.)
    1. βλ. жнивье (1, 2, 3 σημ.).
    2. θέρος, θερισμός, θέρισμα• εποχή θερισμού.

    Большой русско-греческий словарь > жниво

  • 86 жнивьё

    -α, πλθ. жнивья
    -ъев ουδ.
    1. χωράφι, ανόργωτο (μετά το θέρισμα).
    2. καλαμιές (που μένουν μετά το θέρισμα).
    3. (διαλκ.) θέρος (εποχή).

    Большой русско-греческий словарь > жнивьё

  • 87 зимний

    επ.
    χειμωνιάτικος, χειμερινός•

    зимний вечер χειμωνιάτικη βραδιά•

    -ее время χειμωνιάτικος καιρός• εποχή του χειμώνα•

    -ее помещение το χειμωνιάτικο (δωμάτιο)•

    -яя од-жда χειμερινή ενδυμασία•

    -яя груша χειμωνιάτικο αχλάδι•

    -яя спячка χειμερινή νάρκη•

    -ее солнцестояние χειμερινό ηλιοστάσιο.

    Большой русско-греческий словарь > зимний

  • 88 золотой

    επ.
    1. χρυσός• χρυσαφένιος• μαλαματένιος•

    золотой песок χρυσοφόρος άμμος ή χρυσί-τιδα γη•

    золотой перстень χρυσό δαχτυλίδι.

    || χρυσαφής•

    -ые кудры χρυσόξανθες μπούκλες•

    -ая рыба το χρυσόψαρο•

    золотой жук ο χρυσοκάνθαρος.

    2. μτφ. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός•

    -ые слова χρυσά λόγια•

    золотой характер μάλαμα-χαρα-κτήρας•

    золотой человек μάλαμα-άνθρωπος.

    3. Μτφ. ευτυχής, ευτυχισμένος.
    4. μτφ. αγαπητός, προσφιλής, ακριβός•

    золотой мальчик χρυσό μου παιδάκι•

    -ая моя χρυσή μου.

    εκφρ.
    золотой век – χρυσός αιώνας (εποχή ακμής των επιστημών και των Καλών Τεχνών)•
    - ая осень – το χρυσό φθινόπωρο (από το κιτρίνισμα των φύλλων)•
    - ая молоджьειρν. η μαμμόθρεπτη νεολαία (ευγενών, αστών)•
    - ая ротаπαλ. τάγμα ξυπόλυτων ή ξεβράκωτων (οι αλήτες)- -ые руки τα χρυσά (προκομμένα) χέρια•
    - ая свадьба – χρυσοί γάμοι•
    - ое сечение – χρυσός αριθμός ή χρυσή τομή•
    золотой стандарт – χρυσός κανόνας•
    золотой фонт – χρυσό απόθεμα (εφεδρεία ύψιστης σημασίας)•
    - ое время – ο πολύτιμος χρόνος•
    сулить ή обещать -ые горы – τάζω λαγούς με πετραχήλια•
    - ых дел мастер – ο χρυσοχόος.

    Большой русско-греческий словарь > золотой

  • 89 изначальность

    θ.
    η αρχή, το πανάρχαιο, η αρχαιότατη εποχή.

    Большой русско-греческий словарь > изначальность

  • 90 каменный

    επ.
    1. πέτρινος, λίθινος•

    -ые плиты πέτρινες πλάκες•

    каменный дом λιθόκτιστο σπίτι•

    -ая гора πετροβούνι, βραχοβούνι•

    каменный мост πέτρινο γεφύρι•

    каменный уголь πετροκάρβουνο, λιθάνθρακας.

    2. μτφ. ακίνητος, άψυχος•

    -ое лицо άψυχο (χωρίς ζωντάνια) πρόσωπο.

    3. μτφ. άκαρδος, άσπλαχνος, ασυγκίνητος,αναίσθητος, αδιάφορος•

    -ое сердце πέτρινη καρδιά.

    4. μτφ. ακλόνητος, σταθερός.
    εκφρ.
    каменный дрозд – πετροκάσυφας•
    - ая соль – ορυκτό αλάτι•
    - ая баба – αρχαίο πέτρινο είδωλο•
    - ая болезньπαλ. λιθίαση (νόσος)•
    каменный век – η λίθινη εποχή•
    каменный мешок – αδιαχώρητο κελί• φυλακή, μπουντρούμι.

    Большой русско-греческий словарь > каменный

  • 91 колон

    α. (στη ρωμ. εποχή) πακτωτής, μισθωτής αγρού.

    Большой русско-греческий словарь > колон

  • 92 колумбарий

    α.
    κολουμβάριο, οστεοθήκη (στη ρωμ. εποχή)• κάλπη οστών ή στάχτης.

    Большой русско-греческий словарь > колумбарий

  • 93 косовица

    θ.
    1. βλ. косьба.
    2. εποχή χορτοκοπής.

    Большой русско-греческий словарь > косовица

  • 94 купальный

    επ.
    του μπάνιου•

    купальный костюм μαγιό, μπανιερό, κουστούμι του μπάνιου•

    купальный сезон η εποχή του μπάνιου.

    Большой русско-греческий словарь > купальный

  • 95 лихолетье

    ουδ. παλ.
    εποχή συγκλονιστικών γεγονότων, συμφορών.

    Большой русско-греческий словарь > лихолетье

  • 96 медный

    επ.
    1. χάλκινος, χαλκοματένιος•

    -ая посуда χάλκινο αγγείο•

    -ые деньги χάλκινα χρήματα (χαλκούνες).

    || του χαλκού•

    -ая промышленность βιομηχανία χαλκού.

    || χαλκούχος, χαλκο.φόρος•

    -ая руда χαλκομετάλλευμα•

    медный колчедан χαλκοπυρίτης•

    медный купорос θειτκός χαλκός (γαλαζόπετρα ή βιτριόλι του χαλκού).

    2. χαλκόχρωμος•

    -ое лицо χαλκόχρωμο πρόσωπο.

    εκφρ.
    медный век – η εποχή του χαλκού•
    медный лобβλ. меднолобый•

    Большой русско-греческий словарь > медный

  • 97 межень

    θ.
    το κατώτατο όριο νερού ποταμού ή λίμνης. || εποχή κατώτατου όριου νερού ποταμού ή λίμνης.

    Большой русско-греческий словарь > межень

  • 98 мезолит

    α.
    μεσολιθική (ή μεταβατική) εποχή.

    Большой русско-греческий словарь > мезолит

  • 99 мёртвый

    επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы
    1. νεκρός, πεθαμένος•

    -ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•

    приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.

    2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•

    мёртвый вид νεκρική όψη•

    -ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•

    на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•

    мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•

    -ые знания νεκρές γνώσεις•

    -ые краски εξίτηλα χρώματα.

    3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.
    εκφρ.
    - ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•
    - ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•
    мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•
    - ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.
    4. (αερπ.) το λούπιγκ•
    - ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•
    - ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•
    - ая природа – νεκρή φύση•
    - ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•
    мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•
    мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•
    мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•
    мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•
    ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•
    пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•
    спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά.

    Большой русско-греческий словарь > мёртвый

  • 100 неолит

    α.
    νεολιθική εποχή.

    Большой русско-греческий словарь > неолит

См. также в других словарях:

  • Εποχή —         (epoche) (греч.) воздержание от суждения.         см. Эпохе. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ἐποχή — check fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εποχή — η (AM ἐποχή) 1. το σημείο τού ουράνιου θόλου όπου ο αστέρας φαίνεται ότι διακόπτει την κίνησή του και μένει ακίνητος στο ζενίθ τής τροχιάς του 2. καθεμιά από τις τέσσερεις, ίσες κατά προσέγγιση, υποδιαιρέσεις τού έτους νεοελλ. 1. χρονική περίοδος …   Dictionary of Greek

  • εποχή — η 1. χρονική περίοδος στην οποία συνέβη κάποιο σημαντικό γεγονός, από το οποίο και ονομάζεται αυτή: Εποχή της γαλλικής επανάστασης. 2. καθένα από τα μεγάλα χρονικά διαστήματα στα οποία υποδιαιρείται η ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπινου βίου, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐποχῇ — ἐποχέομαι be carried upon pres subj mp 2nd sg ἐποχέομαι be carried upon pres ind mp 2nd sg ἐποχέομαι be carried upon pres subj mp 2nd sg ἐποχέομαι be carried upon pres ind mp 2nd sg ἐποχέομαι be carried upon pres subj act 3rd sg ἐποχή check fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… …   Dictionary of Greek

  • παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… …   Dictionary of Greek

  • σιδήρου, εποχή του- — Προϊστορική εποχή, που χαρακτηρίζεται από τη χρήση εργαλείων και όπλων φτιαγμένων από το μέταλλο αυτό. Η επεξεργασία του σίδηρου, που ήταν σπανιότατη και χρησιμοποιούνταν μόνο για διακοσμητικά αντικείμενα, χρονολογείται στην Εγγύς Ανατολή από την …   Dictionary of Greek

  • μουστέριο ή μουστιαία εποχή — Πολιτισμός της μέσης Παλαιολιθικής εποχής, που πήρε το όνομα από τον βράχο Le Moustier στην Ντορντόν (νότια Γαλλία). Η ακμή του τοποθετείται κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους φάσης, που αντιστοιχεί στο μέσο πλειστόκαινο. To μ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • ακάδια εποχή — Η μεσαία από τις τρεις γεωλογικές εποχές ή βαθμίδες της καμβρίου (βλ. λ.) περιόδου που πήρε το όνομά της από την Ακαδία, παλαιά ονομασία της περιοχής Νιου Μπράουνσγουιγκ και Νόβα Σκότια του Καναδά. Τα στρώματα της α.ε. χαρακτηρίζονται από… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Εποχή — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία εφημερίδα (1858 70), με έδρα αρχικά την Κέρκυρα και έπειτα την Κεφαλλονιά. 2. Εβδομαδιαία πολιτική και οικονομική εφημερίδα (1924 28). Ιδρύθηκε από τον Ηρ. Μάλλωση με έδρα την Αθήνα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»