-
101 родительский
επ.των γονέων•-ое собрание συνέλευση των γονέων•
родительский комитет η επιτροπή γονέων.
|| πατρικός•родительский дом πατρικό σπίτι.
εκφρ.- ая суббота – το ψυχοσάββατο. -
102 сенатский
επ.1. της γερουσίας•-ая комиссия επιτροπή γερουσίας.
2. παλ. του ανώτατου δικαστηρίου•-ое здание το μέγαρο ανώτατου δικαστηρίου.
-
103 смешанный
επ. από μτχ.από διασταύρωση. || μικτός•-ая комиссия μικτή επιτροπή.
|| ανάμεικτος, ανακατωμένος, ανάκατος.εκφρ.смешанный лес – μικτό δάσος (από κωνοφόρα και φυλλοφόρα δέντρα)•- ое число – συμμιγής αριθμός. -
104 смотровой
κ. смотровыйεπ.1. οπτικός• διο-πτήρ ιος, διοπτικός• κατοπτικός.2. της επιθεώρησης•-ая комиссия επιτροπή επιθεώρησης.
-
105 согласительный
επ.συμφιλιωτικός•-ая комиссия επιτροπή συμφιλίωσης.
-
106 стачечный
επ.απεργιακός•-ое движение απεργιακό κίνημα•
-ая борьба απεργιακός αγώνας•
стачечный комитет απεργιακή επιτροπή.
-
107 таксовый
επ.της διατίμησης•-ая комиссия επιτροπή διατίμησης•
-ая цена τιμή καθορ ισμένη.
-
108 тройка
-и, γεν. πλθ. троек, δοτ. тройкам θ.1. τρία, ο αριθμός 3• написать -у γράφω τον αριθμό τρία.2. ο σχολικός βαθμός τρία (3).3. το τριάρι, το τρία (παιγνιόχαρτο, ζάρι κ.τ.τ.).4. η τρόικα (αμάξι με τρία άλογα• τα τρία άλογα του αμαξιού).5. τριάδα, τριμελής επιτροπή ή τριμελές όργανο.6. κοστούμι από τρία μέρη: σακκάκι, παντελόνι, γιλέκο ή γυναικείο ταγέρ ι: σακκάκι, φούστα, γιλέκο. -
109 трудоустройство
-
110 участковый
επ.1. τομεακός•-ая комиссия η τομεακή επιτροπή•
участковый агроном τομεακός γεωπόνος.
2. (για γη)• τμηματικός, κατά τμήματα ή κατά κλήρους.3. ουσ. αστυνομικός τμήματος (για την τάξη).4. ο διοικητής αστυνομικού τμήματος.εκφρ.участковый уполномоченный – βλ. 3 σημασία•участковый пристав – βλ. 4 σημ. -
111 учком
-а α.μαθητική επιτροπή. -
112 фабричный
επ.1. της φάμπρικας, του εργοστασίου, εργοαστασιακός•фабричный гудок η σειρήνα της φάμπρικας•
-ая марка η μάρκα της φάμπρικας•
-ые трубы οι καμινάδες του εργοστασίου•
-ое полотно ύφασμα φάμπρικας•
фабричный комитет η επιτροπή της φάμπρικας•
-ая контора τα γραφεία της φάμπρικας.
2. παλ. εργάτης φάμπρικας•-ые забастовали οι εργάτες της φάμπρικας απήργησαν.
-
113 центр
-а α. (κυρλξ. κ. μτφ.)• το κέντρο•центр города το κέντρο της πόλης•
центр линзы το κέντρο του φακού•
культурный центр πολιτιστικό κέντρο•
торговый центр εμπορικό κέντρο•
промышленный центр βιομηχανικό κέντρο.
|| ανώτατο διοικητικό ή οργανωτικό κέντρο•комиссия от центра επιτροπή από το κέντρο•
директива -а οδηγία από το κέντρο.
εκφρ.партия -а – το κόμμα του κέντρου. -
114 центральный
επ.κεντρικός•-ая точка κεντρικό σημείο•
-ая улица κεντρική οδός•
-ая Европа κεντρική Ευρώπη•
центральный орган партии κεντρικό όργανο του κόμματος•
центральный нападающий ο κεντρικός κυνηγός ποδοσφαίρου, σέντερ-φορ•
-комитет профсоюзов κεντρική επιτροπή των συνδικάτων•
-ая власть η κεντρική εξουσία.
εκφρ.- ая нервная система – το κεντρικό νευρικό σύστημα•ружь -ого боя – το οπισθογεμές όπλο. -
115 чека
-
116 чрезвычайный
επ., βρ: -чаен, -чаина, -о;1. εξαιρετικός, εξαίρετος• σπάνιος•-ая память εξαιρετική (διαβολεμένη) μνήμη•
чрезвычайный успех εξαιρετική (λαμπρή) επιτυχία•
-ое происшествие εξαιρετικό γεγονός.
2. έκτακτος• απρόβλεπτος•-ые меры έκτακτα μέτρα•
-ые расходы έκτακτα έξοδα•
-аякомиссия έκτακτη επιτροπή•
-ое заседание έκτακτη συνεδρίαση•
чрезвычайный съезд έκτακτο συνέδριο•
чрезвычайный посол έκτακτος πρεσβευτής•
-ое положение έκτακτη κατάσταση ή κατάσταση έκτακτης ανάγκης•
-ые налоги έκτακτοι φόροι.
-
117 эвакуационный
επ.εκκενωτικός, της εκκένωσης• εκκενωμένος•эвакуационный период η περίοδος εκκένωσης•
эвакуационный район εκκενωμένη περιοχή•
-ая комиссия επιτροπή εκκένωσης. -
118 экзаменационный
επ.εξεταστικός, των εξετάσεων•-ая комиссия η εξεταστική επιτροπή•
экзаменационный билет ο κλήρος των εξετάσεων•
-ая сессия η εξεταστική περίοδος. -
119 экспертиза
-ы θ.εμπειρογνωμοσύνη, πραγματογνωμοσύνη. || επιτροπή εμπειρογνωμοσύνης, πραγματογνωμοσύνης.
См. также в других словарях:
ἐπιτροπή — reference fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επιτροπή των Περιφερειών — Συμβουλευτικό όργανο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει 222 μέλη που διορίζονται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση των κρατών μελών. Η θητεία τους… … Dictionary of Greek
επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… … Dictionary of Greek
επιτροπή — η συμβούλιο ατόμων στα οποία ανατέθηκε κάποια εντολή (π.χ. η επίβλεψη ή ο έλεγχος έργου, η διαχείριση περιουσίας, η γνωμάτευση σε κάποιο θέμα κτλ.): Εφορευτική επιτροπή εκλογικού τμήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτροπῇ — ἐπιτροπέω to be an administrator pres subj mp 2nd sg ἐπιτροπέω to be an administrator pres ind mp 2nd sg ἐπιτροπέω to be an administrator pres subj act 3rd sg ἐπιτροπή reference fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας — Όργανο του επαναστατικού καθεστώτος στη Γαλλία (1793). Την αποτελούσαν 12 μέλη και συγκροτήθηκε από την Εθνοσυνέλευση, που το 1792 ανακήρυξε την Α’ Δημοκρατία. Σε αυτήν, που γρήγορα συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες, δέσποζαν οι μορφές του… … Dictionary of Greek
Επιτροπή των Ελλήνων — Φιλελληνικό σωματείο του Παρισιού (1823). Βλ. λ. φιλελληνισμός … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Επιτροπή — Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.) με εκτελεστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες. Αποτελεί τον θεματοφύλακα των συνθηκών παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (βλ. λ.) και εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση στον διεθνή χώρο. Είναι γνωστή και ως… … Dictionary of Greek
Σωτηρίας, Επιτροπή Κοινής- — (Comite du Salut Public). Επιτροπή της γαλλικής Συμβατικής Συνέλευσης που συγκροτήθηκε στις 6 Απριλίου 1793. Η Επιτροπή είχε εννέα μέλη, ανάμεσα στα οποία και οι Δαντών, Μπαρέρ και Καμπόν. Σκοπός της ήταν η λήψη μέτρων για την απόκρουση της… … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή — (ΔΟΕ).Διεθνής, μη κυβερνητικός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1894 στο Παρίσι, ύστερα από απόφαση διεθνούς συνεδρίου που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία των γαλλικών αθλητικών σωματείων. Στο πλαίσιο του συνεδρίου και έπειτα από πρόταση… … Dictionary of Greek