-
21 печать
1. (средство массовой информации) о τύποςвыйти из - и τυπώνομαι, εκδίδομαιнаходиться в - и βρίσκεται στην/υπό εκτύπωση/έκδοσηпоступать в - εκδίδομαι, βγαίνω (από την εκτύπωση)2. (типографский или иной сходный процесс) η εκτύπωσηглубокая - полигр. βαθιά -, η βαθυτυπία3. (издательское и типографское дело) η έκδοση 4. (прибор с вырезанными знаками для оттискивания их на чём-л. 5. (след, отпечаток чего-л.) το αποτύπωμα, το ίχνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > печать
-
22 выдача
выдача ж 1) η χορήγηση η διανομή (раздача )' η πλη ρωμή (выплата ) 2) (преступ ника ) η έκδοση* * *ж2) ( преступника) η έκδοση -
23 новинка
новинка ж о νεωτερισμός· η πρωτοφανής έκδοση (о книге)* * *жο νεωτερισμός; η πρωτοφανής έκδοση ( о книге) -
24 экстренный
экстренный επείγων (срочный)· έκτακτος (особый)· \экстренныйвыпуск η έκτακτη έκδοση* * *э́кстренный вы́пуск — έκτακτη έκδοση
-
25 выпуск
выпускм1. βκ. ἡ ἔκδοση (денег, акций, займа и т. п.)Ι ἡ παραγωγή (товаров, предметов производства):экстренный \выпуск последних известий ἔκτακτη Εκδοση τῶν τελευταίων είδἡσεων·2. (часть издания) τό τεῦχος:словарь издается \выпусками τό λεξικό ἐκδίδεται κατά τεύχη·3. (учащихся) ἡ τάξη τελειοφοίτων, ἀποφοίτων:прошлогодний \выпуск был очень хороший ἡ περσινή τάξη τῶν τελειοφοίτων ήταν πολύ κάλή· на этой фотографии \выпуск наш \выпуск στή φωτογραφία εἶναι ἡ τάξη μας ὀταν ἀποφοιτούσαμε. -
26 публикация
публикацияж1. (действие) ἡ δημο-σίευση [-ις], ἡ ἐκδοση:\публикация книги ἡ ἐκδοση βιβλίου· \публикация статьи ἡ δημοσίευση ἄρθρου·2. (объявление) ἡ ἀγγελία, ἡ είδοποίηση[-ις], τό δημοσίευμα:\публикация в газете ἀγγελία στίς ἐφημερίδες. -
27 выдача
-и θ.1. χορήγηση, δόσιμο, πληρωμή. || παράδοση, έκδοση.2. αποκάλυψη, φανέρωση•προδοσία.3. εξαγωγή, βγάλσιμο.4. έκδοση (βιβλίου, έργου). -
28 выписка
-1и θ.1. αντιγραφή (περικοπής, αποσπάσματος).2. αντίγραφο περικοπής. || έκδοση, δόσιμο•выписка квитанции έκδοση απόδειξης.
|| εγγραφή συνδρομητή•выписка газет εγγραφή συνδρομητών στις εφημερίδες.
3. περικοπή, απόσπασμα, χωρίο.4. εξιτήριο νοσοκομείου. -
29 выход
-а α.1. έξοδος•выход из дому έξοδος από το σπίτι,• выход кораблей на море απόπλους των πλοίων.
2. έκδοση•выход книги в свет έκδοση του βιβλιου,
3. εμφάνιση στη σκηνή.4. θύρα εξόδου•запасной выход έξοδος κινδύνου.
|| μτφ. απαλλαγή•выход из трудного положения έξοδος από δύσκολη κατάσταση.
5. εξαγωγή•выход масла из подсолнечных семян εξαγωγή λαδιού από ηλιόσπορο.
6. (για ορυκτά) έξοδος, εμφάνιση στην επιφάνεια.εκφρ.дать выход чувству, гневу – κ.τ.τ. αφήνω να ξεσπάσει το αίσθημα, ο θυμός•знать все входы и -ы – ξέρω όλες τις τρύπες (τα αρμόδια γραφεία)•на -е – κ. на -ах στα βουβά, στους βουβούς ρόλους•дать выход – δίνω τη δυνατότητα να εμφανιστεί. -
30 издание
-я ουδ.έκδοση•издание книги έκδοση βιβλίου.
|| δημοσίευση•издание закона, указа• δημοσίευση νόμου, διατάγματος.
-
31 эмиссия
-и θ.1. (οικον.) έκδοση (γραμματίων κλπ.)•инфляционная эмиссия πληθωριακή έκδοση.
2. (φυσ.) ανάδοση, εκβολή, εκπομπή•термоэлектронная эмиссия θερμοηλεκτρονική εκπομπή.
-
32 бюллетень
1. (краткое официальное сообщение) το δελτίο, το ανακοινωθένинформационный - των πληροφοριών/γεγονότων2. (какого-л. учреждения) η περιοδική έκδοση, το περιοδικό 3. (отчёт) το δελτίο 4. (избирательный) το ψηφοδέλτιο 5. (больничный лист) το πιστοποιητικό ασθενείας/νοσηλείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бюллетень
-
33 вознаграждение
η αμοιβ/ή, η ανταμοιβή-капитану с фрахта мор. о επίναυλοςпремиальное - η επί πλέον αμοιβή, το δώρο, η αμοιβή παρότρυνσης ή απόδοσης, το πρίμ, το μπόνους (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вознаграждение
-
34 выход
1. (место выхода) η έξοδοςзапасный (в зданиях) - κινδύνου, εφεδρική -пожарный - κινδύνου/πυρκαγιάς2. (объём или количество конечного продукта) η παραγωγή 3. (геол., горн.) η εμφάνιση (στρώματος, επιφανειακή) 4. вчт. η έξοδος 5. (в космос) η έξοδος στο διάστημα 6. (из строя) η παύση/το σταμάτημα λόγω βλάβης 7. (за установленные пределы) η υπέρβαση (των προκαθορισμένων παραμέτρων) 8. (способ, решение) η λύση, η έξοδος 9. театр. η εμφάνιση (στη σκηνή) 10. (о книге, статье) η έκδοση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выход
-
35 журнал
1. (периодическое издание) το περιοδικόη περιοδική έκδοση2. (техниче-ской документации) о κατάλογος (τεχνικών εγγράφων) 3. (судовой) мор. το ημερολόγιο (του πλοίου)бортовой ав. - του σκάφουςвахтенный черновой - βάρδιας, πρόχειρο- φυλακής, πρόχειροмашинный мор. - μηχανοστασίου/μηχανής4. (школьный) о κατάλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > журнал
-
36 издание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > издание
-
37 консультация
1. (совет специалиста) η γνωμοδότηση, η γνωμάτευση, η συμβουλή, юридическая - νομική - 2. (заседание специалистов) η επίσκεψη, η σύσκεψη, το συμβούλιο (για την έκδοση γνωμοδότησης) 3. (учреждение) το ίδρυμα, το γραφείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > консультация
-
38 лицензия
η άδει/ατο προνόμιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лицензия
-
39 модель
1. (образец какого-л. изделия, образец для изготовления чего-л) το μοντέλο, το πρότυποлитейная - χύτευσης 2 (уменьшенное или в натуральную величину воспроизведение или схема чего-л.) το πρόπλασμα, το μοντέλοмасштабная - υπό/σε κλίμακα3. (тип, марка конструкции) о τύπος, η έκδοση, το μοντέλο 4. (схема какого-л. явления или физического объекта) το πρότυπο, το μοντέλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модель
-
40 отпуск
1. (выдача чего-л) η έκδοση, η παράδοση 2. (снабжение) η παροχή, η παραχώρηση, η χορήγηση 3. (стали) η επαναφορά του χάλυβαвысокий - στους 450-650°С, η επιβελτίωσηнизкий - στους 120-250°С средний - στους 300-400°С 4. (освобождение от работы на определённый срок для отдыха) η άδειαдекретный - του τοκετού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отпуск
См. также в других словарях:
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
έκδοση — η 1. η σύλληψη και παράδοση αλλοδαπού εγκληματία στις καταδιωκτικές αρχές της πατρίδας του: Έγινε η έκδοση στη Γαλλία του μεγάλου Γάλλου καταχραστή. 2. εκτύπωση και δημοσίευση έργου (βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας κτλ.) καθώς και το σύνολο των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαχειοφόρο δάνειο — Έκδοση ομολογιών δανείου σε συνδυασμό με λαχείο. Τα λ.δ. συνάπτονται σε εποχές και σε χώρες που η προθυμία του κοινού για εγγραφή στα δημόσια δάνεια δεν είναι μεγάλη. Έτσι, η παροχή λαχείου αποτελεί κίνητρο για την κάλυψη των δημόσιων δανείων. Βλ … Dictionary of Greek
Отдельная дивизия (Греция) — Офицеры Отдельной дивизии. Отдельная дивизия или Независимая дивизия ( … Википедия
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Эниан, Димитриос — Димитриос Эниан В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Эниан. Димитриос Эниан (греч … Википедия
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
διπλωματική — Επιστήμη η οποία με τη βοήθεια άλλων κλάδων, όπως η παλαιογραφία, η χρονολογία, η σφραγιδογραφία και η ιστορία του δικαίου, μελετά τα έγγραφα (διπλώματα) και καθορίζει τα απαραίτητα κριτήρια για την εξακρίβωση της αυθεντικότητάς τους, με σκοπό να … Dictionary of Greek