Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)+ερεθίζω

  • 61 подирать

    -ает
    ρ.δ. ερεθίζω, προκαλώ απέχθεια.
    (απρόσ.) με τρώει•

    горло -ает ο λαιμός με τρώει.

    Большой русско-греческий словарь > подирать

  • 62 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 63 подразнивать

    ρ.δ. πειράζω, ερεθίζω, εκνευρίζω λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > подразнивать

  • 64 подтравить

    ρ.σ.μ.
    1. διαβιβρώσκω, τρώγω(με οζέα).
    2. δηλητηριάζω λίγο.
    3. θυμώνω, ερεθίζω, πειράζω.

    Большой русско-греческий словарь > подтравить

  • 65 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

  • 66 разгорячить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разгоряченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    ανάβω, φλογίζω, καίω• θερμαίνω. || μτφ. εξάπτω, ερεθίζω, αψώνω.
    εξάπτομαι, ανάβω, ερεθίζομαι αψώνω.

    Большой русско-греческий словарь > разгорячить

  • 67 раздразнить

    -азню -азнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздразнённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    ερεθίζω, αψώνω, φουρκίζω, τσιγκλώ, πικάρω• αγριεύω. || κεντώ• διεγείρω•

    -аппетит κινώ την όρεξη.

    Большой русско-греческий словарь > раздразнить

  • 68 раззадорить

    -рго -ришь
    ρ.σ.μ.
    ερεθίζω, αψώνω, διεγείρω• προκαλώ• γινατώνω.
    αψώνω, το βάζω πείσμα, γινάτι, πεισματώνω.

    Большой русско-греческий словарь > раззадорить

  • 69 рассердить

    -ержу, -ердишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассерженный, βρ: -жен, -а, -о, - ρ.σ.μ.
    ερεθίζω, αψώνω, ανάβω, εξεγείρω•

    рассердить сильно εζερεθίζω• εξοργίζω.

    ερεθίζομαι, αψώνω, θυμώνω.

    Большой русско-греческий словарь > рассердить

  • 70 травить

    травлю, травишь, παθ. μτχ. παρ λ θ. χρ. травленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω με δηλητήριο•

    травить мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια με δηλητήριο (ποντ ικοφάρμακο).

    || φθείρω, βλάπτω με τοξίνες•

    травить свой организм алкоголем δηλητηριάζω τον οργανισμό μου με αλκοόλη.

    2. ερεθίζω με καυστική ουσία, καίω. || μτφ. αναθυμίζω, αναθυμούμαι δυσάρεστα• ξύνω παλαιές πληγές.
    3. (τεχ.) επεξεργάζομαι επιφάνεια με οξέα. || χαράσσω σχέδια με οξέα.
    4. ποδοπατώ, τσαλαπατώ (λιβάδι, χωράφι).
    5. (απλ.) χρησιμοποιώ, ξοδεύω για ζωοτροφή•

    мы солому -им, а сено бережм ξοδεύομε το άχυρο και το χόρτο το φυλάγομε (το τσιγκουνευόμε).

    6. σπαταλώ.
    7. κυνηγώ (με σκυλιά). || παρορμώ, παροτρύνω (τα σκυλιά).
    8. κατατρέχω, καταδιώκω τον αντίπαλο.
    1. δηλητηριάζομαι, εξολοθρεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αυτοκτονώ με δηλητήριο.
    ρ.δ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. тра-вить1).
    1. ξεσφίγγω, ξελασκάρω, αμολάρω.
    2. αφήνω να διαφύγει, να διαρρεύσει (για ατμό, αέρα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. (ναυτ.). α) βλ. тошнить, β) βλ. врать.
    ξελασκάρω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > травить

См. также в других словарях:

  • ἐρεθίζω — rouse to anger pres subj act 1st sg ἐρεθίζω rouse to anger pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερεθίζω — ερεθίζω, ερέθισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ερεθίζω — (AM ἐρεθίζω) 1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.) 2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα») 3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει… …   Dictionary of Greek

  • ερεθίζω — ερέθισα, ερεθίστηκα, ερεθισμένος 1. οργίζω, διεγείρω, παροξύνω, εξάπτω: Μη μ ερεθίζεις, γιατί θα σε χτυπήσω. 2. αυξάνω την ευαισθησία, φλογίζω: Με την αλοιφή αυτή ερεθίστηκε περισσότερο το τραύμα μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρεθίζετε — ἐρεθίζω rouse to anger pres imperat act 2nd pl ἐρεθίζω rouse to anger pres ind act 2nd pl ἐρεθίζω rouse to anger imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθίζῃ — ἐρεθίζω rouse to anger pres subj mp 2nd sg ἐρεθίζω rouse to anger pres ind mp 2nd sg ἐρεθίζω rouse to anger pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθίσει — ἐρεθίζω rouse to anger aor subj act 3rd sg (epic) ἐρεθίζω rouse to anger fut ind mid 2nd sg ἐρεθίζω rouse to anger fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθίσω — ἐρεθίζω rouse to anger aor subj act 1st sg ἐρεθίζω rouse to anger fut ind act 1st sg ἐρεθίζω rouse to anger aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθίσῃ — ἐρεθίζω rouse to anger aor subj mid 2nd sg ἐρεθίζω rouse to anger aor subj act 3rd sg ἐρεθίζω rouse to anger fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρεθισμένα — ἐρεθίζω rouse to anger perf part mp neut nom/voc/acc pl ἠρεθισμένᾱ , ἐρεθίζω rouse to anger perf part mp fem nom/voc/acc dual ἠρεθισμένᾱ , ἐρεθίζω rouse to anger perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρέθισθε — ἐρεθίζω rouse to anger plup ind mp 2nd pl ἐρεθίζω rouse to anger perf imperat mp 2nd pl ἐρεθίζω rouse to anger perf ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»