Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)+από+πίσω+(

  • 41 один

    одного α., одна, одной θ., одно, одного ουδ., πλθ. одни
    -их (αριθμ.ποσοτικό)•
    1. ο αριθμός 1. || ένας•

    один метр ένα μέτρο•

    одна книга ένα βιβλίο•

    комната в одно окно δωμάτιο μ ένα παράθυρο.

    || ως ουσ. ο ένας•

    с-меро одного не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα•

    все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους•

    все до одного όλοι μέχρι τον ένα•

    одно ему не доставало ένα του έλειπε.

    2. ως επ. μόνος, μοναχός•

    я живу один в доме ζω μοναχός στο σπίτι.

    || μοναδικός•

    у него один только сын αυτός έχει ένα μοναδικό παιδί.

    3. ως επ. ίδιος, όμοιος•

    жить в -ом доме ζω στο ίδιο σπίτι•

    он со мной -их лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομήλικοι•

    одно и то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα.

    || οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος• μόνος μου•

    я один это сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα.

    || ενιαίος, σαν ένας.
    4. ως αντων. με την πρόθεση «из»; ένας απο... один из всех ένας απ όλους•

    один из нас ένας από μας.

    || με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ από τη μια θέση στην άλλη. || ως ουσ. ο μεν, ο ένας•

    один говорить так, другой не так ο μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα.

    5. άλλος, διαφορετικός•

    одно дело поэзия один другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος•

    говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται.

    6. αόρ. αντων. κάποιος, ένας•

    один день μια μέρα•

    одно время έναν καιρό (κάποτε).

    εκφρ.
    один за другим – ο ένας κοντά (πίσω) από τον άλλον•
    один к одному – ένας τον άλλον παρόμοιος•
    - о к одному – το ένα διαδέχεται το άλλο•
    один на один – α) ένας με έναν, τετ α τετ• κατά μόνας, κατ ιδίαν, β) ένας προς έναν•
    все как один – όλοι σαν ένας άνθρωπος (σύσσωμα)•
    одну минуту, секунду – ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)•
    ставить на одну доску с кем – παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον•
    стать на одну доску с кем – εξομοιάζομαι με.

    Большой русско-греческий словарь > один

  • 42 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 43 рассеяние

    1. (физ., рад.) η σκέδαση, атмосферное - ατμοσφαιρική -, беспорядочное - ακανόνιστη -
    магнитное - (поток рассеяния) μαγνητική -, η μαγνητική διαρροή
    2. (света) η διάχυση, η διασκόρπιση, ο διασκορπισμός, η σκέδαση 3. (мощности, энергии) η διάχυση, η απώλεια 4. (разброс данных) η διασπορά

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассеяние

  • 44 завалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ.
    παρλθ. χρ. заваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω•

    завалить яму кэмними γεμίζω το λάκκο με πέτρες.

    || κλείνω, φράζω•

    бревнами -ли улицу με κούτσουρα έκλεισαν το δρόμο.

    || συσσωρεύω, στοιβάζω. || μτφ. είμαι παραφορτωμένος•

    работой я завален всегда από δουλειά είμαι πάντοτε παραφορτωμένος.

    2. γέρνω, κλίνω•

    больной -ил голову назад ο άρρωστος έγειρε πίσω το κεφάλι.

    3. ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    завалить стену γκρεμίζω τον τοίχο.

    4. μτφ. (απλ.) χαλαρώνω, ξεχαρβαλώνω.
    5. απρόσ. (απλ.) αισθάνομαι βάρος (στο λαιμό, στήθος, αυτιά κ.τ.τ.).
    1. πέφτω•

    книга -лась за диван το βιβλίο έπεσε πίσω στο ντιβάνι.

    || χώνομαι, εισδύω.
    2. γέρνω, κλίνω•

    голова -лась το κεφάλι έγειρε.

    3. γκρεμίζομαι, πέφτω, σωριάζομαι•

    старый дом -лся το παλιόσπιτο έπεσε.

    4. μτφ. (απλ.) αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση ναυάγησε.

    εκφρ.
    (хоть) завались – (απλ.) αφθονία.

    Большой русско-греческий словарь > завалить

  • 45 откатить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. παραμερίζω, αναμερίζω κυλώντας μετακυλώ.
    2. (για οχήματα)• φεύγω αναχωρώ γρήγορα.
    1. μετατοπίζομαι με κύλιση• μετακυλιέμαι. || φεύγω γλιστρώντας•

    откатить на коньках φεύγω με τα παγοπέδιλα.

    2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω•

    волна -лась το κύμα (χτυπώντας) γύρισε πίσω.

    || μτφ. ανατρέπομαι, υποχωρώ κάτω από την πίεση του εχθρού, κατρακυλώ.

    Большой русско-греческий словарь > откатить

  • 46 отлететь

    -лечу, -летишь ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ πετώντας, πετώ, αφίπταμαι•

    ласточки -ли τα χελιδόνια έφυγαν (αποδήμησαν), са-молт -л το αεροπλάνο πέταξε.

    || εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνω•

    -ла молодость πάνε (έφυγαν) τα νιάτα•

    -ла от не улыбка έσβησε το χαμόγελο της.

    2. αναπηδώ, ανατινάζομαι, τίτ-νάζομαι, πετιέμαι πίσω•

    мяч -л от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε προς τα πίσω.

    3. αποσπώμαι, πετιέμαι πέρα ξεκολλώ•

    подошва -ла η σόλα βγήκε•

    пуговицы -ли τα κουμπιά (από το τέντωμα) πετάχτηκαν πέρα.

    || απομακρύνομαι• αφίπταμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отлететь

  • 47 спина

    -ы, αιτ. спину, πλθ. спины θ. Η ράχη του σώματος, τα νώτα, η πλάτη•

    согнуть спинау λυγίζω τη ράχη•

    взвалить ношу в -у ρίχνω το φορτίο στη ράχη.

    εκφρ.
    за -ой остаться – μένω πίσω (υστερώ)•
    за -ой у кого делать – κάνω κάτι πίσω•
    сото – τις πλάτες κάποιου (κρυφά από κάποιον)•
    не разгибая спинаы работать – εργάζομαι χωρίς να σηκώσω κεφάλι•
    на собственной -е испытывать – δοκιμάζω στην καμπούρα μου, στο τομάρι μου•
    повернуть спинау к кому-чему ή повернуться -ой к кому-чему – γυρίζω τις πλάτες (τα νώτα) σε κάποιον, σε κάτι• δε δίνω προσοχή, σημασία•
    прятаться за чью -у – αποφεύγω προφασιζόμενος•
    жить (сидеть, быть) за чьей -ой – έχω τη βοήθεια ή προστασία κάποιου•
    выезжать ή ездить на чьей -е – χρησιμοποιώ κάποιον για επιτυχία του σκοπού μου•
    нож в -у кому – πισόπλατο χτύπημα σε κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > спина

  • 48 тыльный

    επ.
    πισινός, οπίσθιος, ο πίσω•

    с -ой стороны дома από το πίσω μέρος του σπιτιού.

    || εξωτερικός•

    -ая сторона руки το εξωτερικό μέρος του χεριού (ως προς το σώμα).

    Большой русско-греческий словарь > тыльный

  • 49 время

    врем||я
    с
    1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:
    с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·
    2. (час, срок) ἡ ῶρα:
    сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·
    3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:
    рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·
    4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:
    во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·
    5. грам. ὁ χρόνος:
    настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ.

    Русско-новогреческий словарь > время

  • 50 отклонить

    -лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. κλίνω, γέρνω•

    отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.

    || λυγίζω•

    -ветку λυγίζω το κλαδάκι.

    || αποκλίνω παρεκκλίνω•

    изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.

    || κινώ, κουνώ•

    отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.

    || απομακρύνω•

    отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.

    2. αποτρέπω, εμποδίζω•

    он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,

    3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•

    отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•

    отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.

    1. αποκλίνω•

    стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.

    || εκκλίνω, αποφεύγω•

    от удара αποφεύγω το χτύπημα.

    2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•

    -от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    Большой русско-греческий словарь > отклонить

  • 51 отступить

    -уйлю, -упишь,
    επιρ. μτχ. отступив κ. отступя ρ.σ.
    1. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, πισωδρομώ•

    отступить два шага κάνω πίσω δυό βήματα.

    2. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι•

    море -ло η θάλασσα αποσύρθηκε μακρύτερα (από την ακτή).

    3. κάμπτομαι• λυγίζω•

    отступить перед превосходными силами противника υποχωρώ μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού•

    отступить перед опасностью υποχωρώ μπροστά στον κίνδυνο•

    отступить перед трудностями λυγίζω μπροστά στις δυσκολίες.

    || παραιτούμαι, απέχω αρνούμαι•

    отступить от своей веры αποστατώ, αλλαξοπιστώ•

    отступить от своих требований υποχωρώ από τις απαιτήσεις ή διεκδικήσεις•

    -от своих взглядов αναθεωρώ τις απόψεις μου.

    4. παραβαίνω, ξεφεύγω• αθετώ, εκτρέπομαι•

    от правила παραβαίνω τον κανόνα•

    отступить от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    5. αρχίζω με νέα παράγραφο.
    1. υποχωρώ παραιτούμαι• απαρνούμαι. || αθετώ• αρνούμαι, δεν κρατώ το λύγο μου, την υπόσχεση μου.
    2. δεν ενδιαφέρο-ρομαι• λύνω τους δεσμούς, κόβω σχέσεις αφήνω εγκαταλείπω, παρατώ.

    Большой русско-греческий словарь > отступить

  • 52 плечо

    -а, πλθ. плечи, плеч κ. παλ. плеча, плечи ουδ.
    1. ώμος, πλάτη•

    взвалить-ношу на плечо ρίχνω το φορτίο στον ώμο•

    -и пиджака οι ώμοι του σακκακιού•

    на -! επ ώμου! (παράγγελμα στρατιωτικό).

    2. (ανατ.) βραχίονας. || κάθε τι παρεμφερές προς τον βραχίονα•

    плечо рычага ο βραχίονας του μοχλού.

    εκφρ.
    за -ами – (πίσω) στο παρελθόν•
    по -у – κατά τις δυνάμεις (σηκώνω)•
    не по -у – παρά τις δυνάμεις (δε σηκώνω)•
    с -а – α) μ όλη τη δύναμη (κίνησης από πάνω προς τά κάτω). β) μτφ. (απλ.) αμέσως, αυθόρμητα•
    с чьего -а ή с чужого -а – (για ένδυμα) φορεμένο, από άλλον•
    с плеч бросить ή стряхнуть – ξεφορτώνο, -μαι, απαλλάσσομαι, διώχνω ένα βάρος από πάνω μου•
    плечо к -у ή -ом к -у – κολλητά, αντάμα αλληλένδετα•
    на -ах противника (неприятеля) – κατά πόδας τον (υποχωρούντα) εχθρό•
    взвалить (положить) на -и чьи – ρίχνω (φορτώνω) τα βάρη (τις ευθύνες) σε άλλον•
    вывезти ή вывести на своих -ах – σηκώνω το βάρος στις πλάτες μου (για φροντίδες κ.τ.τ.)•
    иметь голову на -ах – έχω τα λογικά μου, σκέπτομαι λογικά, μπαίνω καλά στο νόημα•
    лежать (быть) на -ах – όλα πέφτουν στις πλάτες μου (φροντίζω για όλα).

    Большой русско-греческий словарь > плечо

  • 53 унести

    унесу, унесшь, παρλθ. χρ. унс, унесла
    -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, αποκομίζω•

    унести на плечах μεταφέρω στους ώμους.

    || παίρνω•

    унести с собой ключи παίρνω μαζί μουτα κλειδιά (φεύγοντας)•

    унести обратно φέρνω πίσω (ξαναφέρνω).

    2. κλέβω•

    воры -сли вещи из дома οι κλέφτες πήραν τα πράγματα από το σπίτι.

    3. παρασύρω, σκορπίζω, παίρνω•

    ветер унёс бумаги со стола ο άνεμος πήρε τα χαρτιά από το τραπέζι•

    лодку -ло течение τη βάρκα την παρέσυρε το ρεύμα (του νερού).

    || αφαιρώ, στερώ•

    работа -ела много сил η δουλειά τον εξάντλησε πολύ•

    борьба -ла слабйших ο αγώνας πήρε τους πιο αδύνατους.

    4. μτφ. μεταφέρω νοερώς•

    воображение -ло его в прошлое η φαντασία τον μετέφερε στο παρελθόν.

    5. (με τις λ. чрт, нелгкая κ.τ.τ.)• απλ. παίρνω, απομακρύνω σαν ενοχλητικό•

    слава Богу чёрт их унёс δόξα το Θεό, τους πήρε ο διάβολος (τους ξεφορτώθηκα).

    εκφρ.
    еле ή едва ноги унести – μόλις και μετά βίας κατορθώνω ναδιαφύγω (να σωθώ)•
    -си ты моё горе! – πάρε μου (διώξε μου) τα φαρμάκια!
    1. φεύγω, απέρχομαι γρήγορα.
    2. παρασύρομαι (από άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, πετώ (για σκέψεις φαντασία κ.τ.τ.).
    4. (γιαχρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. || μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > унести

  • 54 уплыть

    ρ.σ.
    1. αποπλέω•

    пароход -ыл το ατμόπλοιο απέπλευσε.

    || απομακρύνομαι, χάνομαι αργά•

    луна -ла за тучи το φεγγάρι χάθηκε πίσω από τα σύννεφα.

    2. (για χρόνο, γεγονότα) περνώ, διαβαίνω απαρατήρητα•

    что было -ло ό,τι ήταν πέρασε•

    не мало времени -ло с тех пор πολύς καιρός πέρασε από τότε.

    3. μτφ. περιέρχομαι (από έναν σε άλλον). || ξοδεύομαι, καταναλώνομαι γρήγορα•

    деньги -ли в один день τα χρήματα έφυγαν για μια μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > уплыть

  • 55 флаг

    α.
    σημαία, παντιέρα, το λάβαρο•

    государственный флаг η κρατική σημαία•

    поднимать флаг υψώνω τη σημαία•

    спустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    припустить флаг υποστέλλω τη σημαία•

    выкинуть белый флаг σηκώνω άσπρη σημαία•

    парламентарский флаг σημαία διαπραγματεύσεων•

    бело-голубой греческий флаг η γαλανόλευκη ελληνική σημαία•

    красный флаг κόκκινη σημαία.• зелёный флаг πράσινη σημαία•

    украшать -ами σημαιοστολίζω.

    εκφρ.
    держать (свой) флаг – (για πλοίαρχο) υπηρετώ στο καράβι•
    остаться за -ом – α) μένω,πίσω από το τέρμα (στην ιπποδρομία), β) μτφ. υστερώ, υπολείπομαι (από τους άλλους)•
    под -ом марксизма-ленинизма – κάτω από τη σημαία του μαρξισμού-λενινισμού (με γνώμονα το μαρξισμό-λενινισμό).

    Большой русско-греческий словарь > флаг

  • 56 шаг

    -а (шагу); με τα αριθμ. 2,3,4: шага; προθτ. в -е κ. в -у, πλθ.α.
    1. το βήμα•

    короткий шаг βραχύ βήμα•

    длинный шаг μακρύ βήμα.

    || πλθ. -и τα βήματα (ο κρότος των βημάτων).
    2. το βάδισμα•

    замедлить шаг επιβραδύνω το βήμα•

    ускорить шаг επιταχύνω το βήμα.

    (στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. || το βάδην (αργός βηματισμός ή βάδισμα).
    3. μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή•

    необдуманный шаг απερίσκεπτο βήμα•

    рискованный шаг επικίνδυνο βήμα•

    важный шаг σοβαρό βήμα.

    4. (τεχ.) διάστημα•

    шаг винта το βήμα του κοχλία•

    шаг зубчатого колеса το βήμα του οδοντωτού τροχού•

    длина -а το μήκος του βήματος.

    εκφρ.
    первые -и (первый -) – τα πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώτο ξεκίνημα)•
    гигантскими или семимильными -ами идти (двигать(ся) вперд – με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επιτυχώς)•
    черепашным -ом идти или двигаться вперд – προχωρώ με βήματα, χελώνας (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)•
    в нескольких -ах – σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)•
    на каждом ή всяком -у – σε κάθε βήμα (παντού, συχνότατα)•
    один шаг ή на шаг – ένα βήμα (πλησιέστατα)•
    с первого -а – από το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, από το πρώτο ξεκίνημα)•
    шаг за –ом κ. παλ. шаг за шаг:
    α) βήμα προς βήμα, αγάλια-αγάλια (αργά).
    β) βαθμιαία και σταθερά• отбивать (печать, чеканить κλπ.) шаг – βηματίζω σταθερά και, ρυθμικά• κροτώ βαδίζοντας•
    идти (шагать) шаг в шаг с кем – συμβαδίζω με κάποιον•
    сбиться с -а – χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω•
    в -у узки – (για παντελόνι) με στενεύει στο βάδισμα•
    ни на шаг ή ни -у (не отходить, не отступать) от кого-чего – δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω από κάποιον, κάτι•
    ни -у назад – ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)•
    ни -у вперд – ούτε βήμα μπροστά•
    -у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать – μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)•
    -у сделать ή ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сделать – βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις.

    Большой русско-греческий словарь > шаг

  • 57 задвигать

    1. (двигая, поставить или положить во что-л., за что-л, подо что-л.) μετατοπίζω, βάζω (μέσα σε κάτι, πίσω από κάτι, κάτω από κάτι) 2. (закрывать, заслонять) κλείνω, ασφαλίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задвигать

  • 58 выглядывать

    выглядывать
    несов, выглянуть сов παρατηρώ, κυττάζω/ φαίνομαι, βγαίνω, προβάλλω, διαφαίνομαι, ξεμυτίζω (показываться из-за чего-л.):
    \выглядывать из окна προβάλλω ἀπό τό παράθυρο· \выглядывать из-за занавески κυττάζω πίσω ἀπό τήν κουρτίνα· солнце выглянуло из-за туч ὁ ήλιος φάνηκε (или πρόβαλε) μέσα ἀπ' τά σύννεφα.

    Русско-новогреческий словарь > выглядывать

  • 59 заходить

    заходить
    1. сов (начать ходить) ἀρχίζω νά περπατώ, ἀρχίζω νά πηγαινοέρχομαι:
    \заходить по комнате πηγαινοέρχομαι μέσα στό δωμάτιο·
    2. несов (κ кому-л., куда-л.) πηγαίνω, περνώ ἀπό κάπου·
    3. несов (за кем-л., за чем-л.) ἐρχομαι (или πηγαίνω) κάπου νά πάρω:
    заходите за мной ἐλἄτε νά μέ πάρετε·
    4. несов (сворачивать) στρίβω, χάνομαι πίσω ἀπό...:
    \заходить за угол στρίβω στή γωνία·
    5. несов (закатываться) прям., перен δύω, βασιλεύω·
    6. несов воен.:\заходить с фланга ὑπερφαλαγγίζω· \заходить в тыл врага διεισδύω στά μετόπισθεν, μπαίνω στά νῶτα τοῦ ἐχθροῦ· ◊ \заходить слишком далеко τό παρακάνω, τό παραξηλώνω, τό παρατραβώ.

    Русско-новогреческий словарь > заходить

  • 60 кормПа

    кормПа I ж (судна) ἡ πρύμ(ν)η, ἡ πρύμνα:
    за \кормПао́й πίσω ἀπό τήν πρύμη, πίσοι ἀπό τό πλοίο.

    Русско-новогреческий словарь > кормПа

См. также в других словарях:

  • πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… …   Dictionary of Greek

  • πίσω — επίρρ. τοπ.: Χίλιοι τον πάν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφανής — ὀπισθοφανής, ές (Α) 1. αυτός που φαίνεται από πίσω 2. αυτός που δείχνει πίσω 3. αυτός που βλέπει προς τα πίσω 4. αυτός που εμφανίζεται από πίσω ή κατόπιν. επίρρ... ὀπισθοφανῶς (Α) 1. προς τα πίσω («ἐπορεύθησαν ὀπισθοφανῶς», ΠΔ) 2. κοιτάζοντας… …   Dictionary of Greek

  • καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • εξόπισθεν — ἐξόπισθε(ν) (AM) (Α και ἐξόπιθεν) επίρρ. 1. από πίσω 2. πίσω από κάποιον μσν. 1. προς τα πίσω 2. ύστερα από κάποιον αρχ. φρ. τὰ ἐξόπισθεν από δω και πέρα, στο εξής …   Dictionary of Greek

  • μετόπισθεν — (Α μετόπισθεν και μετόπισθε) επίρρ. (τοπικά) από πίσω («μή τις νῡν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα μετόπισθεν α) το σύνολο τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται πίσω από τη γραμμή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»