Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

)'+το+γραφείο+(

  • 81 домоуправление

    ουδ.
    διεύθυνση (διοίκηοη) οικιών. || γραφείο της διεύθυνσης οικιών.

    Большой русско-греческий словарь > домоуправление

  • 82 информбюро

    ουδ. άκλ. γραφείο πληροφοριών.

    Большой русско-греческий словарь > информбюро

  • 83 кабинетский

    επ.
    κυβερνητικός• υπουργικός•

    кабинетский кризис κυβερνητική κρίση.

    εκφρ.
    - ие земли – τα τσαρικά τσιφλίκια (διαχειριζόμενα από ειδικό γραφείο)•

    Большой русско-греческий словарь > кабинетский

  • 84 канцелярия

    θ.
    γραφείο, γραμματεία.

    Большой русско-греческий словарь > канцелярия

  • 85 канцелярский

    επ.
    του γραφείου•

    канцелярский стол το γραφείο (τραπέζι)•

    -ие принадлежности γραφικά είδη•

    канцелярский почерк όμορφος γραφικός χαραχτήρας•

    канцелярский язык ή слог γλώσσα των γραφείων (βαριά και άχαρη).

    Большой русско-греческий словарь > канцелярский

  • 86 конторка

    θ.
    γραφείο (δωματιάκι) μικρό. || ψηλό τραπέζι γραφής.
    (διαλκ.) ποτάμιο λιμανάκι.

    Большой русско-греческий словарь > конторка

  • 87 конторский

    επ.
    του γραφείου•

    -ие служащие οι υπάλληλοι του γραφείου (γραφιάδες)•

    -ое помещение το γραφείο•

    -ие книги τα υπηρεσιακά βιβλία.

    Большой русско-греческий словарь > конторский

  • 88 машинописный

    επ.
    της δακτυλογράφησης ή της δακτυλογραφίας•

    -ое бюро γραφείο δακτυλογραφίας.

    || δακτυλογραφημένος•

    машинописный текст δακτυλογραφημένο κείμενο.

    Большой русско-греческий словарь > машинописный

  • 89 направить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. направленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς•

    направить дуло ружья на врага στρέφω την κάννη του όπλου προς τον εχθρό•

    направить судно κατευθύνω το σκάφος•

    направить удары κατευθύνω τα χτυπήματα•

    направить внимание στρέφω την προσοχή•

    направить взоры στρέφω τα βλέμματα•

    направить разговор γυρίζω την κουβέντα.

    || συγκεντρώνω•

    направить все силы на борьбу κατευθύνω όλες τις δυνάμεις στον αγώνα.

    2. στέλλω•

    направить на фронт κατευθύνω στο μέτωπο•

    направить на работу στέλλω στη δουλειά•

    направить к юристу κατευθύνω στο νομικό (για συμβουλή).

    || υποβάλλω προς•

    направить заявление в бюро жалоб υποβάλλω αίτηση στο γραφείο παραπόνων.

    3. μαθαίνω, δείχνω το δρόμο, την ορθή κατεύθυνση.
    4. ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ. || ακονίζω•

    направить бритву ακονίζω το ξυράφι.

    εκφρ.
    направить путь (шаги, стопы) – κατευθύνομαι, πηγαίνω, παίρνω δρόμο για.
    1. κατευθύνομαι. || μτφ. συγκεντρώνομαι.
    2. ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι• τακτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > направить

  • 90 нарядный

    επ.
    1. κομψός, χαριτωμένος. || στολιστός, στολισμένος.
    2. γιορτινός, γιορτιάτικος•

    нарядный костюм γιορτινό κοστούμι.

    επ.
    με διατακτική. || ουσ. θ. -ая γραφείο εργασίας και πληρωμής.

    Большой русско-греческий словарь > нарядный

  • 91 обширный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτεταμένος, ευρύς, ευρύχωρος, πλατύχωρος• μεγάλος•

    обширный кабинет μεγάλο γραφείο•

    -ые знания ευρείες γνώσεις.

    Большой русско-греческий словарь > обширный

  • 92 отдел

    α.
    1. τμήμα, μέρος•

    историю обычно делят на три -а: древную, среднюю, новую την ιστορία συνήθως την χωρίζουν σε τρία μέρη: αρχαία, μεσαιωνική, νέα.

    2. τμήμα (ιδρύματος, εργοστασίου κ.τ.τ.)• отдел снабжения τμήμα εφοδιασμού•

    отдел кадров τμήμα προσωπικού•

    справочный отдел γραφείο πληροφοριών.

    3. κλάδος•

    отдел науки κλάδος επιστήμης.

    || στήλη•

    отдел сатиры и юмора στήλη σάτιρας και χιούμορ.

    4. παλ. χώρισμα, ξεχώρισμα• παραχώρηση.

    Большой русско-греческий словарь > отдел

  • 93 отправочный

    επ.
    της αποστολής•

    -ая контора γραφείο αποστολής.

    Большой русско-греческий словарь > отправочный

  • 94 партбюро

    ουδ. άκλ. κομματικό γραφείο•

    се— кретарь партбюро γραμματέας του κομματικού γραφείου•

    член партбюро μέλος του κομματικού γραφείου.

    Большой русско-греческий словарь > партбюро

  • 95 парткабинет

    α.
    κομματικό γραφείο.

    Большой русско-греческий словарь > парткабинет

  • 96 паспортный

    επ.
    της ταυτότητας•

    паспортный бланк έντυπο για συμπλήρωση στοιχείων ταυτότητας•

    - отдел ή стол τμήμα (γραφείο) ταυτοτήτων.

    Большой русско-греческий словарь > паспортный

  • 97 переизбрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. переизбрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переизбранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    επανεκλέγω, ξαναεκλέγω•

    переизбрать председателя επανεκλέγω τον πρόεδρο•

    переизбрать партбюро επανεκλέγω το κομματικό γραφείο.

    Большой русско-греческий словарь > переизбрать

  • 98 письменный

    επ.
    1. γραφτός, -πτός,έγγραφος•

    -ое донесение έγγραφη αναφορά•

    -ая работа γραπτή εργασία•

    -ая речь γραπτός λόγος•

    -ое обещание γραπτή υπόσχεση•

    -ое доказательство γραπτή απόδειξη•

    -ые знаки γραπτά σημάδια (τα γράμματα).

    2. της γραφής για γράψιμο•

    -ые принадлежности τα είδη (χρειώδη) γραφής•

    письменный стол το γραφείο (τραπέζι)•

    письменный набор η καλαμαριά, το καλαμάρι.

    εκφρ.
    в -ом виде – εγγράφως, γραπτώς, γραφτά•
    письменный язык – ο γραπτός λόγος.

    Большой русско-греческий словарь > письменный

  • 99 политбюро

    ουδ. άκλ. το πολιτικό γραφείο.

    Большой русско-греческий словарь > политбюро

  • 100 пресс-бюро

    ουδ. άκλ. γραφείο τύπου.

    Большой русско-греческий словарь > пресс-бюро

См. также в других словарях:

  • γραφείο — το (AM γραφεῑον) [γραφεύς] δωμάτιο ή χώρος με επίπλωση και υλικά κατάλληλα για γραφή νεοελλ. 1. έπιπλο, πάνω στο οποίο γράφουμε 2. κατάστημα, ίδρυμα ή κτήριο στο οποίο διεκπεραιώνεται δημόσια υπηρεσία ή άλλη εργασία («στρατολογικό, δικηγορικό… …   Dictionary of Greek

  • γραφείο — το 1. έπιπλο επάνω στο οποίο γράφουμε. 2. κτίριο ή αίθουσα όπου στεγάζεται μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία ή επιχείρηση: Έμεινε ως αργά στο γραφείο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Διεθνές Γραφείο Εργασίας — (ΔΓΕ). Οργανισμός που υπάγεται στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ). Πρόκειται για ανεξάρτητο, ειδικευμένο διεθνή οργανισμό που συνεργάζεται με τον ΟΗΕ. Ο οργανισμός αυτός είναι δημιούργημα της Συνθήκης των Βερσαλιών και αποβλέπει στην εναρμόνιση… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Ιστορικό (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1962 στο επιβλητικό κτίριο όπου λειτουργούσε μέχρι τη δεκαετία του ’30 η Βουλή των Ελλήνων (Μέγαρο Παλαιάς Βουλής, οδός Σταδίου), το οποίο αποπερατώθηκε το 1875 πάνω σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Bοulanger. Στη μόνιμη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • Paralia (Katerini) — Paralia Παραλία …   Deutsch Wikipedia

  • Κομινφόρμ — (Cominform, συντομογραφία του Communiste Information Bureau = Κομουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών). Διεθνής οργάνωση των κομουνιστικών κομμάτων, που αποσκοπούσε στην απόκτηση αμοιβαίας πείρας, στην οργάνωση ανταλλαγής πληροφοριών και στον συντονισμό …   Dictionary of Greek

  • γραφειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γραφείο 2. φρ. «γραφειακός εξοπλισμός» έπιπλα και είδη γραφείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραφείο(ν). Η λ. μαρτυρείται το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στο περιοδικό σύγγραμμα Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»