-
1 luxurious
πολυτελής -
2 роскошный
επ., βρ: -шен, -щёна, -шно.1. πολυτελής• πλούσιος, πλουσιοπάροχος• λουσάτος•роскошный обед πλούσιο γεύμα•
-ое платье πολυτελές (λουσάτο) φόρεμα•
роскошный особняк πολυτελής έπαυλη•
-ая жизнь πολυτελής ζωή• χλιδή•
-ое издание πολυτελής έκδοση•
роскошный край η πλούσια περιοχή (τόπος).
2. θαυμάσιος, έξοχος, θεσπέσιος•-ая природа θαυμάσια φύση•
-ая погода θαυμάσιος καιρός.
-
3 роскошный
роскошн||ыйприл πολυτελής, πλούσιος:\роскошный обед τό πλούσιο γεύμα· \роскошный особняк ἡ πολυτελής βίλλα· \роскошныйые волосы τά πλούσια μαλλιά· \роскошныйое издание ἡ πολυτελής ἐκδοση. -
4 пышный
пышный πλούσιος (тж. о волосах )' πολυτελής (роскошный)* * * -
5 роскошный
-
6 небогатый
επ., βρ: -гат, -а, -ο.1. όχι και πλούσιος• εύπορος.2. (για πράγματα) όχι και πολυτελής, λίγο πολυτελής.3. ανεπαρκής, πενιχρός• περιορισμένος•небогатый запас знаний πανι-χρές γνώσεις•
небогатый выбор περιορισμένη ποικιλία, πενιχρά πράγματα.
-
7 пышный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. αφράτος• απαλός•пышный снег αφράτο χιόνι•
-ая булка αφράτη φραντζόλα•
- ая женщина (μτφ.) αφράτη γυναίκα.
|| πυκνός, δασύς•-ые волосы πυκνά μαλλιά,
2. πολυτελής, μεγαλοπρεπής, πλούσιος, πλουσιοπάροχος•пышный убор πολυτελές στόλισμα•
пышный наряд πολυτελής ενδυμασία.
3. μτφ. πομπώδης, στομφώδης•-ые фразы πομπώδεις φράσεις.
4. φαρδύς και ελαφρός; διογκωμένος, φουσκωμένος, φουσκωτός•-ое платье φουσκωτό φόρεμα.
-
8 богатый
богат||ый1. прил πλούσιος;2. прил (обильный) ἀφθονος, πλούσιος:\богатый урожай ἡ ἄφθονη (или πλούσια) σοδειά;3. прил (роскошный, великолепный) πολυτελής, βαρύτιμος;4. м ὁ πλούσιος, ὁ ἐδπορος. -
9 великолепиеный
великолепие||ныйприл1. (пышный) μεγαλοπρεπής, λαμπρός, πολυτελής·2. (очень хороший) ἐξαίρετος, ἐξαίσιος, θαυμάσιος:\великолепиеныйная книга θαυμάσιο βιβλίο· \великолепиеныйный оратор ὁ δεινός ρήτορας. -
10 пышный
пышн||ыйприл1. (великолепный) μεγαλοπρεπής, πολυτελής/ λαμπρός (роскошный)/ πλούσιος (богатый)/ πομπώδης (помпезный):\пышныйая растительность ὁργιώδης βλάστηση·2. (о волосах и т. п.) πλούσιος, πυκνός· ◊ \пышныйый пиро́г ἡ φουσκωτή πήττα. -
11 de luxe
(very luxurious or elegant; special (especially with extra qualities not found in an ordinary version of something): a de luxe model of a car.) πολυτελής -
12 luxurious
adjective (supplied with luxuries: a really luxurious flat/life.) πολυτελής -
13 opulent
['opjulənt](luxurious; rich: They lived in opulent surroundings.) (υπερ)πολυτελής,πλούσιος- opulence -
14 posh
[poʃ](of a superior type or class: a posh family; posh clothes.) πολυτελής,αριστοκρατικός,φίνος κλπ. -
15 rich
[ri ]1) (wealthy; having a lot of money, possessions etc: a rich man/country.) πλούσιος2) ((with in) having a lot (of something): This part of the country is rich in coal.) πλούσιος3) (valuable: a rich reward; rich materials.) πολύτιμος4) (containing a lot of fat, eggs, spices etc: a rich sauce.) παχύς, βαρύς, λιπαρός5) ((of clothes, material etc) very beautiful and expensive.) πολυτελής•- richly- richness
- riches -
16 sumptuous
(expensive and splendid: They live in sumptuous surroundings.) πολυτελής -
17 swanky
adjective (fashionable and expensive: a swanky restaurant.) φανταχτερός, πολυτελής -
18 пышный
[πύσνυϊ] επ. πολυτελής, πομπώδης -
19 роскошный
[ρασκόσνυΐ] εκ. πολυτελής -
20 пышный
[πύσνυϊ] επ πολυτελής, πομπώδης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πολυτελής — very expensive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελής — ές, ΝΜΑ αυτός για τον οποίο δαπανήθηκαν πολλά χρήματα, δαπανηρός, πολυέξοδος (α. «πολυτελές διαμέρισμα» β. «οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή», Ηρόδ.) νεοελλ. (κοινων.) αυτός που είναι εφοδιασμένος με περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μέσα … Dictionary of Greek
πολυτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. πολυέξοδος, πολυδάπανος: Κάνει ζωή πολυτελή. 2. μεγαλοπρεπής, πλούσιος, λουσάτος: Πολυτελής έκδοση βιβλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυτέλης — πολυτελέω to be extravagant imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελῆ — πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυτελής very expensive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυτελής very expensive masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελέστερον — πολυτελής very expensive adverbial comp πολυτελής very expensive masc acc comp sg πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελεστάτων — πολυτελής very expensive fem gen superl pl πολυτελής very expensive masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελεστέραις — πολυτελής very expensive fem dat comp pl πολυτελεστέρᾱͅς , πολυτελής very expensive fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελεστέρων — πολυτελής very expensive fem gen comp pl πολυτελής very expensive masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελέα — πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυτελής very expensive masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελές — πολυτελής very expensive masc/fem voc sg πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)