Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ὅρων

См. также в других словарях:

  • ὀρῶν — ὄρος implement for pressing grapes neut gen pl (attic epic doric) ὀρός the watery masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρῶν — ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres part act masc voc sg (epic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ὁράω Inscr. destombeaux des… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρων — ὄρον implement for pressing grapes neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρων — Ὅρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρων — ὅρος boundary masc gen pl ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • κυτταρο- — και κυτο πρώτα συνθετικά όρων τής βιολογίας και τής βιοχημείας, τα οποία ανάγονται στις λ. κύτταρο και κύτος («κοιλότητα»), αντιστοίχως. Οι όροι αυτοί είναι είτε αποδόσεις ξεν. όρων (πρβλ. κυτταρίτιδα < αγγλ. cellulitis) είτε αντιδάνειοι (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ορολογία — (I) η ιατρ. κλάδος τής μικροβιολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών ορών τού αίματος, τών ιδιοτήτων τους και τών εφαρμογών τους και, ειδικότερα, η ανίχνευση αντισωμάτων, μικροβιακών ή άλλων, σε ορούς ή σε οργανικά υγρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»