-
1 ἰατρός
ἰατρός, οῦ, ὁ (s. ἰάομαι; Hom.+)① one who undertakes the cure of physical ailments, physician Mt 9:12; Mk 2:17; Lk 5:31 (cp. on these pass. Plut., Mor. 230f, Phocion 746 [10, 5]; Stob., Floril. III p. 462, 14 H. οὐδὲ γὰρ ἰατρὸς ὑγιείας ὢν ποιητικὸς ἐν τοῖς ὑγιαίνουσι τὴν διατριβὴν ποιεῖται=no physician who can produce cures wastes time among the healthy); Ox 1 recto, 9–14 (ASyn. 33, 85, s. GTh 31; cp. Dio Chrys. 8 [9], 4 νοσοῦντες ἐπιδημοῦντος ἰατροῦ μὴ προσῄεσαν said in irony, of sick people unwilling to consult a resident physician); Mk 5:26 (Sb 8266, 13ff [161/160 B.C.] when physicians refuse to help, the god Amenothis intervenes with a miracle). ἰατροῖς προσαναλίσκειν ὅλον τὸν βίον spend all of one’s money on physicians Lk 8:43 v.l. (PStras 73, 18f, a physician’s fee of 20 drachmas; Diod S 32, 11, 3 a physician διπλοῦν ἀπῄτει τὸν μισθόν. But some physicians are honored for accepting no remuneration, s. FKudlien, in Sozialmassnahmen und Fürsorge, ed. HKloft, ’88, 90–92; s. also Danker, Benefactor, nos. 1–4 for positive view). Given as the profession of one named Luke Col 4:14 (Heraclid. Pont., Fgm. 118 W. Ἀσκληπιάδης ὁ ἰ.; Strabo 10, 5, 6 p. 486 Ἐρασίστρατος ὁ ἰ.; Sb 8327 [ins II A.D.] Ἀπολλώνιος ἰατρός). In a proverb (s. Jülicher, Gleichn. 172f; EKlostermann and FHauck ad loc.) ἰατρὲ θεράπευσον σεαυτόν physician, heal yourself Lk 4:23 (Eur., Fgm. 1086 Nauck2 ἄλλων ἰατρὸς αὐτὸς ἕλκεσιν βρύων. Aesop, Fab. 289 P.=H. 78 and 78b=Babr. 120 πῶς ἄλλον ἰήσῃ, ὸ̔ς σαυτὸν μὴ σῴζεις).—Papias (3:2); AcPl Ha 5, 34. For IEph 7:2 s. 2.② one who undertakes the healing of supra-physical maladies, physician (of the soul) (Diog. L. 3, 45 an epigram calls Plato the ἰητὴρ ψυχῆς; schol. on Pla. 227a ὁ Σωκράτης ἰατρὸς περὶ ψυχήν; Diod S 34+35 Fgm. 17, 1 τῆς λύπης ὁ κάλλιστος ἰατρὸς χρόνος; Philo, Spec. Leg. 2, 31 ἰ. ἁμαρτημάτων) of God (s. DRahnenführer, Das Testament des Hiob, ZNW 62, ’71, 76; Aristoph., Av. 584 and Lycophron 1207; 1377 of Apollo; Simplicius in Epict. p. 41, 51 God as ἰατρός; Ael. Aristid. 47, 57 K.=23 p. 459 D.: Asclepius as ἀληθινὸς ἰατρός) Dg 9:6. Of Jesus Christ ἰ. σαρκικὸς καὶ πνευματικός physician of body and soul (or ph. who is flesh and spirit) IEph 7:2. s. JOtt, D. Bezeichnung Christi als ἰατρός in d. urchristl. Literatur: Der Katholik 90, 1910, 457f; AvHarnack, Mission4 I 1923, 129ff; RAC I 720–25. On medical practice in the Gr-Rom. world s. ANRW II Principat 37, 1–3, 93–96.—B. 308. DELG s.v. ἰάομαι. M-M. SEG XXXIX, 1804. TW. -
2 ἰᾱτρός
ἰᾱτρός, ὁ, ion. u. ep. ἰητρός, der Heilende; ἰητρὸς ἀνήρ Il. 11, 514, wie φωτὸς ἰατροῦ χάριν Aesch. Ch. 688; subst., der Arzt, πολυφάρμακοι Il. 16, 28, Aesch. Prom. 471 Soph. Ai. 578; in Prosa, Her. 2, 841 Plat. Rep. III, 406 d; τοὺς σοφοὺς κατὰ σώματα ἰατρούς Theaet. 167 b; Folgende. Uebtr., πόνων Pind. N. 4, 2; τῶν ἀνηκέστων κακῶν Aesch. frg. 227; ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι Prom. 378; τῆς πόλεως Thuc. 6, 14; ἀμαϑίας Plat. Prot. 357 e; ὅπως ἰατρὸν λαμβάνῃ τῆς ὕβρεως καὶ τῆς ἀκοσμίας τὴν μουσικήν Ath. XIV, 627 e, vgl. Timocl. ib. X, 455 f, – Ἡ ἰατρός, trag. Ath. XIV, 636 a, wie Ἀφροδίτην ἰατρὸν οὖσαν Plut. Conj. praec. p. 424.
-
3 ιατρος
1) (тж. ἰ. ἀνήρ Hom. и φὼς ἰ. Aesch.) врачἰ. ὀφθαλμῶν Her. — глазной врач;
ἰ. ὀδόντων Her. — зубной врач;ἰατρῶν παῖδες Luc. = ἰατροί;οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλὰ οἱ κακῶς ἔχοντες погов. NT. — не здоровые нуждаются во враче, а больные2) перен. (ис)целитель(πόνων Pind.; κακῶν Aesch.; τῇς πόλεως Thuc.; τῆς ἀμαθίας Plat.; ψυχῆς νοσούσης Plut.)
-
4 ιατρός
-
5 ἰατρός
-
6 ἰατρός
-
7 ἰατρός
A like ἰατήρ, one who heals, physician or surgeon, Il.16.28, al., Hdt.3.130sq.;ἰητρὸς ἀνήρ Il.11.514
; φὼς ἰ. A.Supp. 261; ἥρως ἰ., worshipped at Athens and elsewhere, D. 19.249, IG22.840, AB263, etc.; οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰςπρὸς τομῶντι πήματι S.Aj. 581
; ἰατρῶν παῖδες, for ἰατροί, Luc.Hist. Conscr.7; as a name of Apollo, Ar.Av. 584 (anap.), Lyc.1207, IPE2.6 ([place name] Panticapaeum);ἰ. ὀφθαλμῶν, κεφαλῆς, ὀδόντων Hdt.2.84
: as fem., of Artemis, Diog. Trag.1.5; of Aphrodite, Plu.2.143d: pl., of certain Nymphs in Elis, Hsch.; midwife, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.531 B., Hsch. s.v. μαῖα.II metaph., εὐφροσύνα πόνων ἰ. Pi.N.4.2; ὦ θάνατε,.. τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰ. A.Fr. 255;ὁ θάνατος λοῖσθος ἰ. νόσων S.Fr. 698
; , cf. Ch. 699; [ ἀτυχίας] Antipho 2.2.13;τῆς πόλεως < κακῶς> βουλευσαμένης Th.6.14
;λύπης ἰ. χρόνος Diph.117
;τῆς ὕβρεως Ath.14.627e
: Comically, βουλιμίας, of a table, Timocl.13.3; γῆς ἰ., of a farmer, Secund.Sent. 16. [ῑᾱ Trag., also Antiph.259, Diph.88, Men.497, etc.: ῐα in [Emp.] 157, E.Fr. 1072, Ar.Ec. 363, Pl. 406, Philem.11, Men.282, etc.: ῑᾱ monosyll., TAM2(1).369.] -
8 ἰᾱτρός
ἰᾱτρός, ὁ, der Heilende; subst., der Arzt -
9 ιατρός
ο, η1) врач, доктор;ο εφημερεύων ιατρός — дежурный врач;
καλώ ( — или φωνάζω) τον ιατρό — приглашать врача;
2) воен. капитан медицинской службы;3) перен. исцелитель -
10 ἰατρός
ὁ ἰατρός врач (→ ἀρχίατρος > нем. Arzt; др. русск. архиятер; ср. педиатр; психиатрия) -
11 ἰατρός
{сущ., 7}врач, целитель, исцелитель.Ссылки: Мф. 9:12; Мк. 2:17; 5:26; Лк. 4:23; 5:31; 8:43; Кол. 4:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἰατρός
-
12 ιατρός
{сущ., 7}врач, целитель, исцелитель.Ссылки: Мф. 9:12; Мк. 2:17; 5:26; Лк. 4:23; 5:31; 8:43; Кол. 4:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ιατρός
-
13 ἰατρός
врач, (ис)целитель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰατρός
-
14 ἰατρὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰατρὸς
-
15 ἰατρός
-
16 ιατρός
[натрое] ουσ. врач,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιατρός
-
17 ἰατρός
-οῦ + ὁ N 2 0-1-2-3-8=14 2 Chr 16,12; Is 26,14; Jer 8,22; Ps 87 (88),11; Jb 13,4*Ps 87(88),11 ἰατροί healers-רְֹפִאים for MT ְרָפִאים shades, ghosts, see also Is 26,14→NIDNTT; TWNT -
18 ιατρός
[натрое] ουσ врач. -
19 ιατρός
doktor, tabip, hekim -
20 ιατρός
1) docteur2) médecin
См. также в других словарях:
ιατρός — ιατρός, ο και γιατρός, ο θηλ. γιατρίνα και γιάτρισσα 1. επιστήμονας που ασχολείται με τη θεραπεία των σωματικών, διανοητικών και ψυχικών ασθενειών. 2. μτφ., ό,τι συντελεί στη θεραπεία: Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός κάθε στενοχώριας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
ἰατρός — ἰᾱτρός , ἰατρός one who heals masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιατρός του Λαού — Το πρώτο ελληνικό περιοδικό που εκδόθηκε στην Αίγυπτο. Το περιοδικό ιδρύθηκε το 1860 στο Ναύπλιο από τον γιατρό Διονύσιο Οικονομόπουλο. Η έδρα του μεταφέρθηκε το 1862 στην Αλεξάνδρεια, όπου κυκλοφόρησε ως διμηνιαίο περιοδικό, με πρώτο φύλλο τον… … Dictionary of Greek
Ἄλλων ἰατρὸς ἔλκεσι βρύων. — См. Врачу, исцелися сам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἰητροῖο — ἰατρός one who heals masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰητροῖς — ἰατρός one who heals masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰητροῖσι — ἰατρός one who heals masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰητροῖσιν — ἰατρός one who heals masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰητροί — ἰατρός one who heals masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰητροῦ — ἰατρός one who heals masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)