-
61 πλανάω
πλᾰν-άω, [tense] fut. - ήσω LXX 4 Ki.4.28, etc.:—[voice] Pass. and [voice] Med., [tense] fut. - ήσομαι Pl.Hp.Mi. 376c, Luc.Peregr.16, - ηθήσομαι D.H.Dem.9, Luc. VH2.27: [tense] aor.A , Th.5.4, etc.: [tense] pf.πεπλάνημαι A.Pr. 565
(anap.), Hdt.7.16.β', Pl.Plt. 264c, etc.: ([etym.] πλάνη):—Prose verb, = πλάζω (used once in Hom., also by Trag., Pi. (v. infr.), and Sapph. Supp.10.15), cause to wander, A.Pr. 572 (lyr.), Hdt.4.128.3 lead astray, mislead, deceive, ἢ γνώμη πλανᾷ; S.OC 316, cf. Pl.Prt. 356d, Lg. 655c, Theognet. 2.2, Men.Pk.79 ;τὸν ὄχλον Ev.Jo.7.12
;τὸ ἀόριστον πλανᾷ Arist.Rh. 1415a14
;τὰ μὴ πλανῶντα Id.Mete. 347b35
; πλανῶν τὴν ἔξοδον, of the Labyrinth, Apollod.3.1.4.II [voice] Pass., wander, stray,ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δρόμον Il.23.321
;ὅποι γῆς.. πεπλάνημαι A.Pr. 565
(anap.);π. εἰς πόλεις Lys.12.97
;κατὰ τὴν χώραν Isoc.6.76
;περὶ τὰ πεδία Pl.Plt. 264c
: abs., S.OC 347, etc.; of the planets, Pl.Lg. 822a, Arist.Mete. 346a2, etc.: metaph.,νοῦς ἐν αὑτῷ ὁ ἀληθινὸς πέφυκε πλανᾶσθαι Plot.6.7.13
; of reports, travel abroad, πολλὰ.. ἐμπόρων ἔπη φιλεῖ π. S.OC 304.b c.acc.loci, πλανηθεὶς τήνδε βάρβαρον χθόνα having wandered over it, E.Hel. 598 ;πᾶσαν γῆν Plu.Luc.34
: c.acc. cogn., πολλοὺς ἑλιγμοὺς πλανώμενοι wandering about as in a labyrinth, X.Cyr.1.3.4.3 c. gen., πλαναθεὶς καιροῦ having missed the right moment, Pi.N.8.4.4 do a thing irregularly or with variation, Hdt.6.52; ἐνύπνια τὰ ἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα the varying dreams that visit them, Id.7.16.β' ; πλανωμένη πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει A.Pr. 277
; πεπλανημένον τρόπον irregularly, Hp.Prog.24 ; to be unsettled,τὰ τῆς ἐλευθερίας ἔτι πλανώμενα καταστήματα IG42(1).81.13
(Epid., i A.D.).5 to be in doubt or at a loss,π. τὸ θέλει τὸ ἔπος εἶπαι Hdt.6.37
: more freq. abs., A.Pr. 473, etc.;π. καὶ ἀπορῶ Pl.Hp. Ma.304c
;ἡ ψυχὴ π. καὶ ταράττεται Id.Phd. 79c
; π. τῇ διανοίᾳ, ταῖς διανοίαις, Isoc.15.52, Ep.6.10 ;πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν Id.15.265
;πλανωμένων θεραπεία παθῶν Diog.Oen.27
.6 in forensic Rhet., χρώματα πεπλανημένα, μετάθεσις πεπ., of alternative pleas, Hermog. Stat.3. -
62 ἐρείδω
Aἔρειδον Il.13.131
: [tense] fut. , Aristid. Or.17(15).10 codd.: [tense] aor. 1 , Pl.Phdr. 254e, Ti. 91e ; [dialect] Boeot. [ per.] 3sg.εἴρισε Corinn.Supp.1.32
; [dialect] Ep. ἔρεισα ([etym.] ἐπ-) Il.7.269 : [tense] pf. ἤρεικα ([etym.] συν-) Hp.Morb.Sacr.7, ([etym.] προς-) Plb.5.60.8 ; butἐρήρεικα Dsc.Eup.1.84
, ([etym.] προς-) Plu.Aem.19:—[voice] Med., [tense] fut. ἐρείσομαι ([etym.] ἀπ-) Arist.Pr. 885b29, Plb.15.25.25 : [tense] aor. 1 , ([etym.] ἀπ-) Pl. R. 508d ; [dialect] Ep.ἐρ- Il.5.309
:—[voice] Pass., 3 [tense] fut.ἐρηρείσεται Hp.Mul.2.133
: [dialect] Ep. [tense] aor. 1ἐρείσθην Il.7.145
: [tense] pf.ἐρήρεισμαι Hdt.4.152
, Hp.Art.78 (but [ per.] 2sg.ἠρήρεισθα Archil.94
is from ἀραρίσκω) ; also ἤρεισμαι Ti. [dialect] Locr. 98e ( ἐρήρ- ib. 97e), D.S.4.12, Paus.6.25.5 ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] pf.ἐρηρέδαται Il.23.284
, 329, [dialect] Ep.ἐρήρεινται A.R.2.320
: [tense] plpf.ἠρήρειστο Il.4.136
; [ per.] 3pl.ἐρηρέδατο Od.7.95
,ἠρήρειντο A.R.3.1398
:—Hom. uses the augm. only in ἠρήρειστο, Hes.Sc. 362 in ἠρείσατο.—[dialect] Ep., [dialect] Ion., and poet. Verb, also found in Pl. and later Prose:—cause to lean, prop,δόρυ..πρὸς τεῖχος ἐρείσας Il.22.112
;θρόνον πρὸς κίονα μακρὸν ἐρείσας Od. 8.66
;πύργῳ ἔπι προὔχοντι..ἀσπίδ' ἐρείσας Il.22.97
; [νέκυας] ἀλλήλοισιν ἐ. piling them against each other, Od.22.450 ;ἐρείσατε..πλευρὸν ἀμφιδέξιον S.OC 1112
; πρὸς στέρν' ἐρείσας (sc. τοὺς παῖδας) E.HF 1362, cf. Ba. 684 ;τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν Pl.Phdr. 254e
;ἐ. τινὰ εἰς ἕδραν E.Heracl. 603
;τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν Pl.Ti. 91e
;ἐς χεῖρας ἐ. τι Theoc.7.104
;ἐ. τὴν κεφαλὴν ἐπὶ γῆς Pl.Ti. 43e
;τὸ γόνυ κατὰ τοῦ ἰσχίου Plu.Flam.20
;ῥόῳ ἔνι κάλπιν A.R.1.1234
: generally, fix firmly, plant,ἄγκυραν χθονί Pi.P.10.51
;εἰς γῆν ἐ. ὄμμα E.IA 1123
, cf. Aristid.Or.17(15).10 ;ἐπὶ χθονὸς ὄμματ' A.R.1.784
; ἐ. πόδας ἐς βένθος plant the foot firm, ib. 1010 : metaph., ἐ. τὰν γνώμαν fix one's mind firmly on a thing, Theoc.21.61.2 prop up, support, stay, ἀσπὶς ἄρ' ἀσπίδ' ἔρειδε, κόρυς κόρυν, ἀνέρα δ' ἀνήρ, of close ranks of men-atarms, Il.13.131 ;ἐπ' ἀσπίδος ἀσπίδ' ἔρεισον Tyrt.11.31
;πέλτην ἐρεῖσαι E.Rh. 487
;κίον' οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοιν ἐ. A.Pr. 352
.4 push, thrust,ὅπῃ κέ τις..ἐρείδῃ Emp.12.3
;ἔπη..ἤρειδε κατὰ τῶν ἱππέων
hurled forth..,Ar.
Eq. 627 ; :—[voice] Med.,ἔπος πρὸς ἔπος ἠρειδόμεσθ' Id.Nu. 1375
.5 infix, plant in,πλευραῖς ἔγχος S.Ant. 1236
; ἀνταίαν πληγήν inflict it, E.Andr. 844 (lyr.):—[voice] Pass., ἄλγημα ἐρηρεισμένον fixed pain, Gal.8.385.7 of wagers or matches, match, set one pledge against another, Theoc.5.24.II intr., press hard,ἀμφ' αὐτῷ πελεμίξαι ἐρείδοντες βελέεσσιν Il.16.108
; ;νέφος ἐ. ἐπὶ γῆν Plu. Num.2
;πνεῦμα κατὰ τῆς σχεδίας Id.Crass.19
; of an illness or pain, settle upon a particular part,νόσος ὁμότοιχος ἐ. A.Ag. 1004
(lyr.), cf. Ruf. ap. Orib.45.30.27, Gal.11.61 ; exert pressure: hence, rest,ἐπὶ τὸ ἔδαφος HeroAut.2.7
.2 set to work, fall to, esp. of eating, , cf. 25 (where, acc. to Sch., it is metaph. from rowers) ; .III [voice] Med. and [voice] Pass., prop oneself, lean upon, τῷ ὅ γ' ἐρεισάμενος (sc. σκήπτρῳ) Il.2.109;ἔγχει ἐ. 14.38
;ἐπὶ μελίης..ἐρεισθείς 22.225
: c. gen., ἐρείσατο χειρὶ παχείῃ γαίης leant with his hand against the earth, 5.309 : abs., having planted himself firm, taken a firm stand,12.457
, cf. 16.736 ; of one fallen, , 11.144 ; οὔδεϊ..σφι χαῖται ἐρηρέδαται their hair rests on the ground, 23.284 ; γόνατος κονίαισιν ἐρειδομένου set, planted in.., A.Ag.64(anap.);τοῖσι γούνασι ἐρηρεισμένοι Hdt.4.152
;ταῖς χερσὶν ἐπὶ δόρατι ἠρεισμένος Paus.6.25.5
, cf. Corn.ND9 ; press closely, be tight, of bandages, Hp.Off.8 ; τοὺς ὀδόντας ἐρήρεισται has her teeth clenched, Hp. ap. Erot. (ξυνερήρ. codd. Hp.).2 to be fixed firm, planted, had been fixed,Il.
3.358, etc.; stand firmly fixed,23.329
;θρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ' Od.7.95
;ἁ γᾶ ἐρήρεισται ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥοπᾶς Ti.Locr.97e
: abs., is set firm,A.
Ch. 646 (lyr.); opp. πλανᾶσθαι, Arist.GA 720a12; ἐρηρεικός, of a bone stuck in the throat, Dsc.Eup.1.84.3 ἐρείδεσθαι ναυαγίαις to be driven ashore in shipwreck, Pi.I.1.36.IV [voice] Med.,1 in recipr. sense, struggle one with another, Il.23.735 (v.l. ἐρίζεσθον).2 c. acc., support or set firmly for oneself,πλησίον ἠρείσαντο καρήατα Simon.172
; ;ἐπὶ γαῖαν ἴχνος AP12.84
(Mel.);ἐπὶ τοίχῳ λίθον Theoc.23.49
;ἐπὶ χειρὶ παρειήν A.R.3.1160
;χεῖρας σκηπανίῳ AP6.83
(Maced.); ἐπὶ σκίπωνος τὸ γῆρας ib.7.457 ([place name] Aristo); ἐς πόλον ἐκ γαίης μῆτιν ἐ. to raise one's thoughts.., ib.9.782 (Paul. Sil.).
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… … Dictionary of Greek
ВОЗДВИЖЕНИЕ ЧЕСТНОГО И ЖИВОТВОРЯЩЕГО КРЕСТА ГОСПОДНЯ — [греч. ῾Η παγκόσμιος ὕψωσις τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ Всемирное воздвижение Честного и Животворящего Креста; лат. Exaltatio S. Crucis Воздвижение св. Креста], один из главных христ. праздников в правосл. Церкви, входящий в число… … Православная энциклопедия
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… … Dictionary of Greek
αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… … Dictionary of Greek
Καρούζης, Γεώργιος — (Πάνω Αρόδες, Κύπρος 1934 –). Κύπριος εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο Λονδίνο, στην Τουλούζ και στην Ολλανδία. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου και της Αγγλίας… … Dictionary of Greek