-
1 άλα
ἄλᾱ, ἄληwandering: fem nom /voc /acc dualἄλᾱ, ἄληwandering: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————ἅλςsalt: masc /fem acc sg -
2 Αλα
Ἄλᾱ, Ἄληςmasc nom /voc /acc dualἌληςmasc voc sgἌλᾱ, Ἄληςmasc gen sg (doric aeolic)Ἄληςmasc nom sg (epic) -
3 Ἄλα
Ἄλᾱ, Ἄληςmasc nom /voc /acc dualἌληςmasc voc sgἌλᾱ, Ἄληςmasc gen sg (doric aeolic)Ἄληςmasc nom sg (epic) -
4 ἀλα-ώψ
-
5 ἅλα
ἅλα s. ἅλας. -
6 αλά
επίρρ. как, подобно, словно;κάθομαι αλά τούρκα сидеть по-турецки; § τόσκασε αλά γαλλικά он ушёл незаметно; περπατώ αλά μπρατσέτα ходить под руку -
7 ἄλα
Βλ. λ. άλα -
8 ἅλα
Βλ. λ. άλα -
9 άλα
επιφ. мор. готово!, есть!; давай! -
10 ἅλα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἅλα
-
11 ἀλα-ωπός
-
12 ἁλά-δρομος
ἁλά-δρομος, ὁ, der Meerlauf, das Laufen über das Meer, od. Springlauf, von ἅλλομαι, Ar. Av. 1395.
-
13 Τρίκ(κ)αλα
τα Трик(к)ала (ном, епархия, дем и город Фессалии) -
14 Τρίκ(κ)αλα
τα Трик(к)ала (ном, епархия, дем и город Фессалии) -
15 τούρκα:
αλά τούρκα: — по-турецки, на корточках
-
16 ἀλαωπός
ἀλα-ωπός, ον, lit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλαωπός
-
17 ἀλαωτύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλαωτύς
-
18 ἀλαῶπις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλαῶπις
-
19 ἅλαδε
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἅλαδε
-
20 ἁλάδρομος
ἁλά-δρομος, der Meerlauf, das Laufen über das Meer, od. Springlauf
См. также в других словарях:
Ἄλα — Ἄλᾱ , Ἄλης masc nom/voc/acc dual Ἄλης masc voc sg Ἄλᾱ , Ἄλης masc gen sg (doric aeolic) Ἄλης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλα — ἄλᾱ , ἄλη wandering fem nom/voc/acc dual ἄλᾱ , ἄλη wandering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
άλα — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
αλά — (λ. γαλλ.), τροπ. επίρρ. ομοιωματικό 1. όπως, σαν: Αγκινάρες αλά πολίτα. 2. φρ.: «Tο σκασε ή έφυγε αλά γαλλικά», έφυγε κρυφά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… … Dictionary of Greek
άλα — (λ. ιταλ.), επιφώνημα που το συνηθίζουν οι ναυτικοί, εμπρός, έτοιμοι: Άλα, παιδιά, στο κουπί! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἅλα καὶ κύαμον. — ἅλα καὶ κύαμον. См. Бобы разводить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αλά κάπα — (λ. ιταλ.), επιρρημ. έκφραση που σημαίνει ανάποδα: Ό,τι πεις το παίρνει αλά κάπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἅλα — ἅλς salt masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταράσοβα Άλα Κονσταντίνοβνα — (Κίεβο 1898 – Μόσχα 1973). Ηθοποιός. Σπούδασε κοντά στους Κ.Σ. Στανισλάφσκι και Β. Νεμιρόβιτς Ντάντσενκο. Πρωτοεμφανίστηκε το 1916 στον θίασο του MXT. Διετέλεσε βουλευτής στο Ανώτατο Σοβιέτ της πρώην ΕΣΣΔ. Τιμήθηκε με διάφορα κρατικά βραβεία … Dictionary of Greek