-
41 χορηγος
дор. χορᾱγός ὅ1) хорег, руководитель хора(συγχορευταί τε καὴ χορεγοί Plat.)
; перен. предводитель(ἄστρων Soph.; δελφίνων Eur.)
2) хорег, устроитель на свой счет хора Aeschin., Dem.χ. παιδικῷ χορῷ Lys. — устроитель детского хора
3) дающий средства (на что-л.), поставщик Plut.χ. τινι Aeschin., εἴς τι Dem. или τινος Luc. — доставляющий средства (материал) для чего-л.;
χορηγόν τινα ἔχειν Dem. или χορηγῷ τινι χρῆσθαι Dem. (καταχρῆσθαι Luc.) — пользоваться чьими-л. средствами -
42 χορος
ὅ1) хор, хоровод, хороводная пляска с пениемχορὸν ἰέναι и εἰσοιχνεῖν или ἐς χορὸν ἔρχεσθαι Hom. — вступать в хоровод, т.е. принимать участие в хороводной пляске;χ. (ἐγ)κύκλιος или κυκλικός Eur., Plat., Plut. — циклический (круговой) хоровод ( вокруг алтаря Вакха в праздник Дионисий);χορὸν αἰτεῖν Arph., Plut. — просить (у архонта-басилевса) разрешения на устройство хора, т.е. на постановку театральной пьесы с хором;χορὸν διδόναι Plat. — давать разрешение на постановку драматического произведения;2) хороводная песнь(ᾠδαὴ καὴ χοροί Xen.; χορὸν ᾄδειν Plat.)
3) место (площадка) для хора(οἰκία καὴ χοροί, χοροὴ ἠδὲ θόωκοι Hom.)
λειαίνειν χορόν Hom. — выравнивать площадку для хора4) перен. хоровод, толпа, вереница, стая, рой(ἄστρων Eur.; ἰχθύων Soph.; τεττίγων Plat.; κολάκων Xen.)
χ. Μοισᾶν Pind. — сонм Муз;χ. κακῶν Plat. — вереница бед;οἱ χοροὴ οἱ πρόσθιοι ирон. Arph. — передний ряд зубов;τέν δὲ σοφίαν ποῦ χοροῦ τάξομεν ; Plat. — к какому же разряду отнесем мы мудрость?
См. также в других словарях:
ἄστρων — ἄστρον the stars neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρολογία — Παρατήρηση των άστρων για την πρόβλεψη του μέλλοντος, σύμφωνα με την πίστη ότι αυτά το καθορίζουν. Η α. γεννήθηκε στη Μεσοποταμία τη 2η χιλιετία π.Χ. ως θρησκευτική τέχνη, ένας τρόπος να έρθει κανείς σε επαφή με τους θεούς που ταυτίζονται με τα… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Στρούβε, Βασίλι Γιάκοβλεβιτς — Ρώσος αστρονόμος και γεωδαίτης (1793 1864). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Ντερπτ (Τάρτου). Διετέλεσε διαδοχικά διευθυντής του αστεροσκοπείου του Ντερπτ και του αστεροσκοπείου του Πούλκοβο (στην Πετρούπολη). Έγινε γνωστός για τη συμβολή του στην… … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek