-
1 νύκτερος
νύκτερος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νύκτερος
-
2 ὁμήγυρις
A assembly, meeting, esp. of the gods,θεῶν μεθ' ὁμήγυριν ἄλλων Il.20.142
, h.Ap. 187, cf. h.Merc. 332, Hellanic.54 J.;ὁμάγυρις Ζηνός Pi.I. 7(6).46
; any assembly, company,γυναικῶν A.Ch.10
; ;ἄστρων.. νυκτέρων ὁ. A.Ag.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμήγυρις
См. также в других словарях:
ομήγυρη — και ομήγυρις, η (ΑΜ ὁμήγυρις, εως, Α και ιων. τ. γεν. ιος και δωρ. τ. ὁμάγυρις) συγκέντρωση ατόμων, συνάθροιση νεοελλ. σύνολο ατόμων που έχουν συγκεντρωθεί για να ακούσουν μια ομιλία ή για να συζητήσουν («αγαπητή ομήγυρις») αρχ. 1. σύναξη θεών… … Dictionary of Greek
κάτοιδα — (Α) 1. γνωρίζω κάτι καλά («ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων όμήγυριν», Αισχύλ.) 2. γνωρίζω κάποιον εξ όψεως, αναγνωρίζω («τὸ Γοργοῡς δ οὐ κάτοιδ ἐγὼ κάρα», Ευρ.) 3. φρ. «οὐ κατειδώς» ασυνείδητα, ακούσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἶδα «γνωρίζω»] … Dictionary of Greek