-
1 ἄλλῄ
ἄλλῄ, 1) anderswie, auf andere Weise, dem πῇ entsprechend, sonst, übrigens, Il. 13, 49. 15, 51; Her. 6, 21, der sonst den Artikel dabei hat; ἄλλῃ ἔμοιγε δοκεῖ – ἔχειν ἢ ταύτῃ Plat.; ἄλλοτε ἄλλῃ, bald auf diese, bald auf eine andere Weise, Plat. Tim. 49 d. – 2) vom Orte, anderswohin, Il. 5, 187 Od. 18, 288; Thuc. 1, 109; ἔρχεται ἄλλῃ Il. 1, 120, es geht verloren; ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ, hierhin und dorthin; ἄλλοι ἄλλῃ ᾤχοντο, die Einen gingen hier, die Anderen dort hin. Xen. Cyr. 1, 2, 16; vgl. Her. 7, 25; – bisweilen auch = anderswo, z. B. Xen. An. 5, 2, 29. Auch ὰλλῃ πη u. ἄλλῃ ποι.
-
2 ἄλλῃ
ἄλλῃ: elsewhere, another way; of place ( ἄλλον ἄλλῃ, Od. 8.516), direction ( ἄλλυδις ἄλλῃ), or manner ( βούλεσθαι, Il. 15.51); ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλῃ, goes ‘into other hands’ (than mine), Il. 1.120.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄλλῃ
-
3 άλλη
ἄλλοςy: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἄλλῃindeclform (adverb)ἄλλοςy: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 αλλη
1) (тж. τῇ ἄ. Her.) в другом местеἄλλος ἄ. Thuc. — один здесь, другой там;
2) в другое место(βέλος τραπέσθαι Hom.; παρατρέψαι τὸ ὕδωρ Thuc.)
ἄλλος ἄ. Plat. и ἄλλοι ἄ. Her., Xen. — один сюда, другой туда, кто куда3) по-другому, иначеτῇ ἄ. πολλαχῇ Her. — совершенно по-разному;
πολλαχῇ ἄ. Plat. — во многих прочих отношениях;ἄ. πως Xen. и ἄ. (γέ) πῃ Plat. каким-л. — другим способом, как-нибудь иначе;ἄλλοτε ἄ. Plat. — то так, то иначе (ср. 1) -
5 αλλή
-
6 ἀλλῇ
-
7 ἄλλη
I of Place,1 elsewhere, Il. 13.49, S.Ph.23, etc.;τῇ ἄ. Hdt.2.36
, 4.28: c. gen. loci, ἄλλος ἄ. τῆς πόλεως one in one part of the city, one in another, Th.2.4;ἄ. τῆς κεφαλῆς Hp.VC8
;ἄλλοτε ἄ. X.HG1.5.20
; ἄ. καὶ ἄ. here and there, prob. l. Id.An.5.2.29.2 to another place, elsewhither, Il.5.187, Od.18.288; ἔρχεται ἄ., i.e. is lost Il.1.120;ἄλλοι ἄ. Hdt.1.46
, cf. 7.25;οὔτ' ἐπὶ θήρην ἰοῦσαι οὔτ' ἄ. οὐδαμῇ Id.4.114
. -
8 ἄλλῄ
-
9 ἄλλη
Βλ. λ. άλλη -
10 ἄλλῃ
Βλ. λ. άλλη -
11 ἄλλη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄλλη
-
12 άλλη μία φορά
-
13 άλλη μιά ...
уште една..Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > άλλη μιά ...
-
14 Η μία ατυχία φέρνει την άλλη
Ενός κακού ( δοθέντος) μύρια έπονται– Η μία ατυχία φέρνει την άλλη• Пришла беда – отворяй ворота• Лиха беда не приходит однаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η μία ατυχία φέρνει την άλλη
-
15 ἄλλος\ ἄλλη
один в одну сторону, другой в другую -
16 вариант ιραριαντ/][/*] ουσ. α. αΛΛη ερμηνεία
[βαρίτ"] ρ. βράζωРусско-греческий новый словарь > вариант ιραριαντ/][/*] ουσ. α. αΛΛη ερμηνεία
-
17 вариант ιραριαντ][/*] ουσ α αΛΛη ερμηνεία
[βαρίτ"] ρ βράζωРусско-эллинский словарь > вариант ιραριαντ][/*] ουσ α αΛΛη ερμηνεία
-
18 απ'την άλλη μεριά
d'altra banda -
19 για άλλη μιά φορά
un cop me's -
20 η μία ... μετά την άλλη
una.... rere l'altra
См. также в других словарях:
άλλη — ἄλλῃ επίρρ. (Α) 1. ως επίρρ. τόπου δηλώνει: α) στάση σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος, αλλού στη φρ. «ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ» σημαίνει «εδώ κι εκεί» β) προς τόπο κίνηση προς άλλο τόπο, αλλού ΙΙ. ως επίρρ. τρόπου με άλλο τρόπο, αλλιώς, διαφορετικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ἄλλῃ — indeclform (adverb) ἄλλος y fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλῇ — ἀναλάζομαι take again fut ind mp 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλη — ἄλλος y fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άλλη Μεριά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 1.009 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πορταριάς. Η Ά.Μ. είναι προάστιο του Βόλου και τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματός του. Σε διάφορα σπίτια και σε έναν… … Dictionary of Greek
κἄλλῃ — ἄλλῃ , ἄλλῃ indeclform (adverb) ἄλλῃ , ἄλλος y fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλληι — ἄλλῃ , ἄλλῃ indeclform (adverb) ἄλλῃ , ἄλλος y fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κούλουρη — Άλλη ονομασία της Σαλαμίνας, του κύριου κόλπου της και της ομώνυμης κωμόπολης. Η ονομασία αυτή αναφέρεται και σε κείμενα του 15ου αι. Βλ. λ. Σαλαμίνα. * * * η 1. κοινή ονομασία τού νησιού τής Σαλαμίνας 2. φρ. «πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη»… … Dictionary of Greek
αεροδοχείο — Άλλη ονομασία του αεροκιβώτιου (βλ. λ.). * * * το τεχνολ. μεταλλικό δοχείο που περιέχει αέρα και εξασφαλίζει με τη βοήθεια αντλίας την ομαλή και επιθυμητή ροή υγρών (συνήθως νερού) σε δίκτυο σωληνώσεων … Dictionary of Greek
αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… … Dictionary of Greek
αλί — (άλλη γραφή αλλοί) και αλιά σχετλιαστικό επιφώνημα που εκφέρεται ή μόνο του ή με αντωνυμία (προσωπική, δεικτική, αναφορική) σε ονομαστική, γενική ή σε εμπρόθετο προσδιορισμό 1. αλίμονο! συμφορά μου! δυστυχία! 2. (επιτατική στη φράση) «αλί και… … Dictionary of Greek