-
1 ασαφές
-
2 ἀσαφές
-
3 τασαφές
ἀσαφές, ἀσαφήςindistinct: masc /fem voc sgἀσαφές, ἀσαφήςindistinct: neut nom /voc /acc sg -
4 τἀσαφές
ἀσαφές, ἀσαφήςindistinct: masc /fem voc sgἀσαφές, ἀσαφήςindistinct: neut nom /voc /acc sg -
5 ἐπίτροχος
ἐπίτροχ-ος, ον,A running easily, easily inclined,ἐπιτροχώτερον ῥέψαι Hp.Art.14
; περίπατοι ἐ. οἱ μέσοι walks which break into a run, Aret.CD1.3; βλέφαρον οὐκ ἐ. not very mobile, Id.SD1.7 : metaph., tripping,μέλη Hld.4.17
;ῥυθμοί Aristid.
Quint.2.15 ; voluble, glib,στωμύλα καὶ ἐ. λαλεῖν Luc.DDeor.7.3
;ἐ. καὶ ἀσαφὲς φθέγγεσθαι Id.Nec.7
. Adv.-ως, φθέγγεσθαι Ael.NA7.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίτροχος
-
6 ὁπότερος
ὁπότερ-ος, α, ον, [dialect] Ep. [full] ὁππότερος, as always in Hom. ; [dialect] Ion. [full] ὁκότερος Hdt.5.119:—correlat. to πότερος, used in sg. of individuals, in pl. of groups, e.g. of two armies, Il.3.299,5.33:1 as Relat., which of two,ἡμέων δ' ὁπποτέρῳ θάνατος.. τέτυκται, τεθναίη Il.3.101
: with ἄν, [dialect] Ep. κε, whichsoever, ὁππότερος δέ κε νικήσῃ ib.71 ;ὁπότερ' ἂν κτίσῃς A.Supp. 434
(lyr.) ;ὁπότεροι ἂν κρατῶσιν X.Cyr.4.2.37
.2 as indirect interrog.,Ζεὺς οἶδε.., ὁπποτέρῳ θανάτοιο τέλος πεπρωμένον ἐστίν Il.3.309
, cf. 22.130,23.487 ; περὶ τοῦ ὁκότερος ἡμέων πλέω ἀγαθὰ.. ἐργάσεται about the question, which of us two.., Hdt.8.79 ;ὥστε μὴ γνῶναι ὁπότερος.. Lys.Fr.78.3
, cf. Antipho 3.2.6 ; ἀσαφῶς ὁποτέρων ἀρξάντων, for ἀσαφὲς ὂν ὁπότεροι ἦρξαν, Th.4.20 : rarely in direct questions, for πότερος, prob. f.l. in Pl.Euthd. 271a and Ly. 212c.3 as indef., either of two,ἐὰν.. ὁπότερος αὐτοῖν.. πράξῃ Id.Lg. 868a
, cf. R. 509a, X.Cyr.3.2.22, And.3.26, D.16.27 ; soὁποτεροσοῦν Pl.Men. 98d
, Phlb. 14c, al.;ἐξεῖναι δ' ὁποτεροισοῦν Th.5.41
, cf. Arist.Pol. 1319b9, al.: with οὐδέ, οὐδ' ὁπότερος (or οὐδοπ-) neither, Hero Dioptr.37.II Adv. [full] ὁποτέρως, in which of two ways, as Relat. and indirect interrog.,ὁ. ἔσται, ἐν ἀδήλῳ κινδυνεύεται Th.1.78
, cf. Lys.26.5, Isoc.12.76, Pl. R. 348b, etc. ; soὁποτερωσοῦν Arist.APr. 60a16
, al.2 also neut. ὁπότερον or - ερα as Adv., mostly in indirect questions, whether, folld. by ἢ.. ἤ.., asἐβουλεύοντο ὁκότερα ἢ παραδόντες.. ἢ ἐκλιπόντες.., ἄμεινον πρήξουσι Hdt.5.119
; by one ἤ, Ar.Nu. 157 : folld. by πότερον.. ἤ.., Pl.Erx. 405c, etc.; alsoὁπότερον εἴτε.., εἴτε.. Isoc.12.76
, cf. X.HG3.5.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁπότερος
См. также в других словарях:
ἀσαφές — ἀσαφής indistinct masc/fem voc sg ἀσαφής indistinct neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀσαφές — ἀσαφές , ἀσαφής indistinct masc/fem voc sg ἀσαφές , ἀσαφής indistinct neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
неистовыи — (42) пр. 1. Бесчестный, лживый, недостойный, совершающий неподобающие поступки: Аще къто таковъ обрѧщетьсѧ неистовъ или дьрзъ. акы о таковыихъ мьнѣти комѹ приносити отъречениѥ (μανιώδης) КЕ XII, 100б; На лихоимьца... ѥда не всi быша тѧ изгнали.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
BARBARUS — non gentis, sed vocis nomen est. Steph. Abrahamo Echellensi Histor. Arabum c. 1. vox Syrorum, apud quos, qui Straboni Scenitae dicuntur, Barbroie, i. e. filii deserti, vocentur, iam antiquitus in usu fuit. Ita autem Graeci, et post eos Romani,… … Hofmann J. Lexicon universale
αμαυρώνω — (Α ἀμαυρῶ όω) αφαιρώ τη λάμψη, την αίγλη, τη δόξα, κηλιδώνω, σπιλώνω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, αμυδρό, ασαφές 2. εξασθενίζω, αμβλύνω, ελαττώνω, μειώνω, εξαλείφω 3. καταστρέφω, εξαφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθ. ἀμαυρός. ΠΑΡ. αμαύρωμα, αμαύρωση,… … Dictionary of Greek
αμυδρώ — ἀμυδρῶ ( όω) (Α) [ἀμυδρός] 1. κάνω κάτι αμυδρό, ασθενές ή ασαφές 2. μέσ. γίνομαι αμυδρός, αδύναμος, εξασθενώ … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
δισσολογώ — δισσολογῶ ( έω) (AM) φέρνω αντίρρηση, δυσανασχετώ αρχ. 1. λέγω δύο φορές τα ίδια πράγματα, χρησιμοποιώ δισσολογία. 2. επαναλαμβάνω 3. αλλάζω γνώμη 4. αφήνω ασαφές 5. (το ουδ. μτχ. πληθ.) τα δισσολογούμενα όσα εκφέρονται με δύο τρόπους (π.χ. ορός… … Dictionary of Greek
επισκοτίζω — (AM ἐπισκοτίζω) [σκοτίζω] 1. ρίχνω σκιά σε κάτι 2. κάνω κάτι σκοτεινό, ασαφές, συγχέω («ὅμως ἐπεσκοτίσθη καὶ αὐτὸς ὑπὸ τοῡ φθόνου», Διογ.) … Dictionary of Greek
ερμηνευτής — ο. θηλ. εύτρια (AM ἑρμηνευτής, θηλ. ἑρμηνεύτρια) [ερμηνεύω] εξηγητής, μεταφραστής νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία δυσνόητων χωρίων τών κλασικών κειμένων («οι ερμηνευτές τού Ομήρου») 2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που ασχολείται με… … Dictionary of Greek